Τη δεκαετία του ’80, στα παιδικά μου χρόνια, η Ελένη Φιλίνη ήταν στις μεγάλες δόξες της και η εξωτική της ομορφιά με ταξίδευε σε τροπικά νησιά, όπως τα Φίτζι, όπου ονειρευόμουν να αγκυροβολήσω. Το όνομά της το είχα συνδυάσει με τον εξωτισμό, την ελευθερία και την αέναη ομορφιά.

Οταν τη συνάντησα, πριν από λίγες ημέρες, με έκπληξη διέκρινα ότι έχει καλά φυλαγμένες όλες αυτές τις ποιότητες. Διατηρεί ένα εφηβικό κορμί και η ηλικία δεν έχει γράψει πάνω της παρά μόνο σαν ένα απόσταγμα εμπειριών. Είναι καλά γειωμένη, επιβιωτική, καθόλου ντίβα, ένας άνθρωπος που κοιτάει στη ζωή να πορεύεται στο φωτεινό μονοπάτι. Η συνάντησή μας είχε πολλές ανατροπές, αφού η Ελένη Φιλίνη δεν σταματάει στιγμή να δουλεύει. Από μικρή ακολούθησε το όνειρό της και αυτό δεν την πρόδωσε ποτέ επί της ουσίας, μου λέει με ειλικρίνεια. Τη ρωτάω για τα παιδικά της χρόνια. Από πέντε χρόνων ζει στην Αθήνα. Εδώ μεγάλωσε και πήγε σχολείο. Ο πατέρας, όταν η Ελένη ήταν οκτώ χρόνων, έπαθε μεγάλη οικονομική καταστροφή και έφυγε. Ηταν μια ζόρικη περίοδος, που τη δίδαξε από πολύ νωρίς να είναι επιβιωτική. Ομως, δεν σκότωσε μέσα της το παιδί.

Ολοι, λέει, κρύβουμε ένα παιδί, αρκεί να έχουμε τα μάτια να το δούμε και να το ακούμε πού και πού. Από τα εννέα της ανακάλυψαν ότι είχε ταλέντο στον χορό. Εκανε μπαλέτο και ήδη στα δεκαπέντε την ξεχώρισαν και ξεκίνησε να δουλεύει και να κάνει τα πρώτα της βήματα. Παράλληλα, έκανε και μόντελινγκ. Κόντρα, βέβαια, και σε πείσμα των δικών της, που την ήθελαν δικηγόρο. Ενώ, όμως, στον χορό έδινε την ψυχή της, από πολύ νωρίς γνώριζε ότι ο χορός είχε ημερομηνία λήξεως. Ειδικά στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια οι επιλογές για τους χορευτές ήταν περιορισμένες. Η υποκριτική, όμως, πηγαίνει χέρι-χέρι με τον χορό και έτσι αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική στη Σχολή Θεοδοσιάδη.

Από τα πρώτα χρόνια την ξεχώρισαν και άρχισε να δουλεύει και να στέκεται οικονομικά στα πόδια της, κάτι που την έχει χαρακτηρίσει ως άνθρωπο. Πάντα βασίζεται στις δικές της δυνάμεις, αφού σχεδόν από έφηβη εργάζεται σαν επιβιωτική λέαινα και δεν φοβάται τις στραβοτιμονιές της ζωής. Είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά σπουδαίους ηθοποιούς. Το πρόσωπό της φωτίζεται όταν μιλάει για τον Ντίνο Ηλιόπουλο. «Ευγενής άνθρωπος, ίσως ο πιο ευγενικός που γνώρισα στη ζωή μου. Τον πατούσες και έλεγε συγγνώμη. Σπάνιο είδος στις μέρες μας».

Τη ρωτάω αν της έδωσε κάποια συμβουλή. «Η ευγένειά του, ο τρόπος του ήταν η μεγαλύτερη συμβουλή. Τι καλύτερη συμβουλή από το ίδιο το παράδειγμα ενός ανθρώπου; Να τον βλέπεις να ζει και να κινείται με τόση αξιοπρέπεια;». Τη ρωτάω αν υπήρχε ένας μέντορας στη ζωή της, ένας πραγματικός δάσκαλος. Είχε την τύχη να συνεργαστεί, όπως χαρακτηριστικά λέει, με την «Εθνική Ελλάδος». «Γνώρισα τον Παπαγιαννόπουλο, τον Τσιβιλίκα, τον Βουτσά, τον Ρίζο, τη Ρουσσέα. Από όλους κέρδισα κάτι. Είχα πάντα ανοιχτές τις κεραίες μου. Δεν έλεγα ποτέ ότι τα ξέρω όλα. Η ζωή είναι μια διαδικασία μάθησης. Ακόμα μαθαίνω». Στο θέατρο δεν έκανε πολλές φιλίες. Εκανε λίγες και καλές, αλλά οι περισσότεροι πραγματικοί φίλοι της είναι εκτός χώρου. Με τα χρόνια πιστεύει όλο και περισσότερο στη μοίρα. Δεν θα χαρακτήριζε τον εαυτό της τυχερό, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβε ότι είναι εξαιρετικά τυχερή στην ατυχία της και στα δύσκολα έχει πάντα ένα είδος θεϊκής προστασίας. Τις ζήλιες και τις κακοτοπιές στον χώρο έμαθε πια να τις αποφεύγει με ζικ ζακ και, ενώ νεότερη στεναχωριόταν, με τον καιρό έμαθε να μένει μακριά από κάθε είδος τοξικότητας.

Στο τέλος της ημέρας λέει ότι ήταν μηδαμινές μπροστά σε αυτό που κέρδισε. «Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εγώ δεν σταμάτησα να προχωράω και ας έκλειναν κάποιοι τον δρόμο. Πήγα από τον λιγότερο περπατημένο, αλλά έφτασα τελικά στον προορισμό μου». Το πιο σοφό μάθημα μέχρι σήμερα που της έδωσε η ζωή είναι πως ό,τι έδωσες αυτό και θα πάρεις. «Κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό. Πιάνει πάντα τόπο η καλή πράξη, η καλή πρόθεση, ο καλός λόγος. Γιατί το καλό θα γυρίσει πίσω με τρόπο αναπάντεχο και πάντα από εκεί που δεν το περιμένεις». Τη ρωτάω αν η εξωτική ομορφιά της τής άνοιξε πόρτες και αν τελικά είχε δίκιο ο Ντοστογιέφσκι όταν έλεγε ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. «Η εμφάνιση τη δεκαετία του ’80, που ξεκινούσα ήταν ύποπτη, κάτι σαν μπούμερανγκ. Δεν είναι όπως τώρα, που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες. Την αμφισβητούσαν.

Ελεγαν “ωραία, άρα ατάλαντη” και έπρεπε να προσπαθήσεις διπλά για να αποδείξεις τα αυτονόητα». Στην ερώτηση αν είχε επίγνωση της ομορφιάς της, παίρνω μια αναπάντεχη απάντηση: «Μπα, αισθανόμουν άσχημα. Βλέπεις, θέλει χρόνια να μάθουμε να αγαπάμε ουσιαστικά τον εαυτό μας. Αργότερα και με την ουσιαστική συμφιλίωση με τον εαυτό μου, με ανακάλυψα και με αγάπησα».

Γυρίζω την κουβέντα στο αγαπημένο μου θέμα, τον έρωτα. Τη ρωτάω αν έβαζε πιο ψηλά την καριέρα της από τον έρωτα. «Δεν υπήρχε πιο ψηλά και πιο χαμηλά. Η δουλειά ήταν δουλειά, αλλά και ο έρωτας, έρωτας. Δεν ήμουν καριερίστα. Αγαπούσα αυτό που έκανα, είμαι εργασιομανής και πάντα επιλεκτική, αλλά ποτέ δεν είπα όχι σε έναν έρωτα που ερχόταν με ορμή». Δεν θεωρεί ότι υπάρχει μόνο ένας έρωτας στη ζωή, αλλά πιστεύει ότι από κάθε έρωτα μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας, για να καταλήξουμε πιο συνειδητοί στην επόμενη επιλογή. Ενώ ερωτεύεται δυνατά, δεν έγινε ποτέ ο έρωτας για την Ελένη καταστροφικός, γιατί θεωρεί ότι έχει όρια σε όλα. Τόσο, όσο.

Τίποτα δεν μπορεί να τη ραγίσει πραγματικά. Το μόνο που τη ράγισε ήταν ο θάνατος της μητέρας της, που χρειάστηκε πολύ μεγάλο σθένος για να τον αντιμετωπίσει και να σηκωθεί. Πάντα θα νιώθει ότι μετά τη μεγάλη απώλεια δεν θα είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό που τη σήκωσε από την κατάθλιψη ήταν η δουλειά. «Η εργασιοθεραπεία είναι σπουδαία υπόθεση. Δεν είναι τυχαία τα λόγια του Φρόιντ, που έλεγε να εργάζεστε και να αγαπάτε. Αργία, μήτηρ πάσης κακίας». Τη ρωτάω πώς διαχειρίζεται την κρίση και την ανασφάλεια του επαγγέλματος. «Από τα οκτώ μου έχω μάθει να διαχειρίζομαι την οικονομική ανατροπή. Η ζωή με δίδαξε ότι αυτό που έχω σίγουρο είναι το “τώρα”. Μόνη μου επέλεξα ένα επάγγελμα που όταν γράφεις δίπλα καλλιτέχνης, ηθοποιός, αυτά από μόνα τους είναι συνώνυμα της ανασφάλειας. Δύο φορές τον χρόνο φτου και από την αρχή. Κάθε φορά καλούμαστε να ψάξουμε να βρούμε δουλειά και σχοινοβατούμε, σαν να είμαστε ακροβάτες σε μια δουλειά όπου τίποτα δεν σίγουρο.

Θα ήταν, λοιπόν, σχιζοφρενικό να μην έχω μάθει να διαχειρίζομαι την ανασφάλεια. Ενας καλός τρόπος είναι αυτό που προείπα: να εστιάζεις στο εδώ και τώρα των πραγμάτων και να μην κοιτάς μακριά. Να είσαι ευγνώμων για το τώρα και να νιώθεις επαρκής με ό,τι έχεις». Η Ελλάδα της κρίσης, όμως, την πληγώνει. Κυρίως, το να βλέπει ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια και την εικόνα ανήμπορων συνταξιούχων να ζουν με συντάξεις ντροπής.

«Είναι μια μεγάλη προδοσία. Διάβασα πριν από χρόνια ένα βιβλίο, την “Εξομολόγηση ενός οικονομικού δολοφόνου” του John Perkins, και εν ολίγοις έλεγε ότι όποια χώρα μπαίνει στο Μνημόνιο έχει πεθάνει. Αναρωτιέμαι… Αυτό το διάβασα εγώ, ας πούμε, μια απλή ηθοποιός. Οι πολιτικοί αυτά δεν τα ξέρουν; Το παιχνίδι θεωρώ ότι είναι σικέ. Ο πολιτικός υποτίθεται ότι υπηρετεί τον λαό. Είναι ο υπηρέτης του και παλεύει, πασχίζει για τα συμφέροντά του. Είναι φαιδρό. Μόνο αυτό δεν γίνεται». «Δεν μου αρέσει το άδικο, ο φθόνος και η κακία. Δεν μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους που πειράζουν ανυπεράσπιστα πλάσματα. Δεν μου αρέσει που κανείς σε αυτή τη χώρα δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του».

Γυρίζω τη συζήτηση και τη ρωτάω για τα επαγγελματικά της σχέδια. Τις επόμενες ημέρες θα κάνει μια περιοδεία με το «Μπρίζον Βreak» του Γιώργου Μακρή. Μετά, κάτι θα ακολουθήσει με τον Αγγελο Μοσχονά. Ωστόσο, η Ελένη δεν θέλει να κάνει σχέδια, πόσω μάλλον να τα ανακοινώνει. «Οταν οι άνθρωποι κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει». Χαιρετάω την όμορφα φιλοσοφημένη Ελένη και σκέφτομαι ότι χωρίς τα αυθεντικά εξωτικά κορίτσια ο κόσμος θα ήταν πιο φτωχός. Apropos κάποιες γυναίκες, σε πείσμα του χρόνου, θα μένουν πάντα κορίτσια.