Τον ενδιαφέρουν οι ηθοποιοί που σκάβουν βαθιά μέσα τους. Που ανεβάζουν στα ύψη ένα έργο, χωρίς να νοιάζονται για την προσωπική τους προβολή μέσα από αυτό.

Ο Τάκης Τζαμαργιάς, ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες σκηνοθέτες, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του, παθιάζεται εδώ και πολλά χρόνια με τη δουλειά του, αναζητώντας πάντα έργα που αποπνέουν ανθρωπιά. Δεν τον ενδιαφέρει η δημοσιότητα.

Είναι χαμηλών τόνων, πλην όμως ένας τολμηρός θεατράνθρωπος. Ενας γνήσιος Πειραιώτης, που έχτισε την καριέρα του με πολλή δουλειά, ξεκινώντας από το θεατρικό εργαστήρι του Δήμου Κερατσινίου, και λάτρεψε τα έργα που ανοίγουν δρόμους στο ανθρώπινο μυαλό.

Και ενώ πάντα κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη, δεν θα απαντούσε αρνητικά σε μια πρόταση να ανέβει και στο σανίδι. «Μου αρέσει πολύ το παιχνίδι της σκηνής. Υπό κάποιες συνθήκες, ναι, θα το έκανα», λέει και σκέφτεται τη μαγεία που δημιουργείται όταν σβήνουν τα φώτα και ο ηθοποιός έρχεται σε απόσταση αναπνοής από τον θεατή.

Δεν το έχει επιχειρήσει ποτέ έως τώρα και ούτε θα ήθελε πρωταγωνιστικό ρόλο. Μόνο να νιώσει για λίγο αυτή τη μαγεία. Ο γνωστός σκηνοθέτης, που φέτος ύστερα από πρόσκληση του Εθνικού Θεάτρου σκηνοθετεί το βραβευμένο και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο «Η τάξη μας» του Πολωνού συγγραφέα Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, μας ανοίγει σήμερα την καρδιά του και μας μιλάει για όλα.

Σκηνοθετείτε φέτος ένα έργο που πραγματεύεται τη φρίκη και αναφέρεται στην ψυχική αλλοίωση του ανθρώπου. Πώς το αποφασίσατε;

Μου το πρότεινε το Εθνικό, λέγοντάς μου να απαντήσω σε δύο μέρες, και εγώ απάντησα σε τέσσερις ώρες. Γνώριζα τι απήχηση έχει παντού στην Ευρώπη και όταν το διάβασα με άγγιξε αμέσως. Γράφτηκε το 2009 από έναν πολύ σπουδαίο συγγραφέα και προέκυψε ύστερα από εργαστήρι γραφής, στο οποίο συμμετείχαν κι άλλοι συγγραφείς, σκηνοθέτες και εκπαιδευτικοί.

Ποιο είναι το θέμα του έργου;

Το έργο δείχνει πώς αλλοιώνεται ένας άνθρωπος και δεν είναι πια άνθρωπος. Πώς καταργείται κάθε έννοια και συστατικό από αυτά που εμπεριέχονται στην έννοια «άνθρωπος». Ολες αυτές οι συγκυρίες, κοινωνικοπολιτικές, πολεμικές, που εξαθλιώνουν έναν άνθρωπο. Βασίζεται στα αρχεία του πολέμου που άνοιξαν το 1999 και αποκάλυψαν αλήθειες που ήταν για χρόνια θαμμένες. Οπως, για παράδειγμα, ότι στην πόλη Γετμπάν, κοντά στη Βαρσοβία, το 1941 οι Πολωνοί καθολικοί έκαψαν σε έναν στάβλο τους Εβραίους Πολωνούς γείτονές τους. Αυτό είναι το κύριο θέμα του έργου, αλλά ο συγγραφέας δεν μένει σε αυτό. Αναπτύσσει ένα πολυεπίπεδο κείμενο, όπου παρακολουθούμε πώς ξετυλίγεται η ζωή δέκα συμμαθητών που έχουν όνειρα και ελπίδες. Στη σκηνή βλέπουμε τρεις γενιές ηθοποιών. Το έργο ξεκινάει το 1925, τελειώνει το 2002 και είναι δομημένο σε 14 μαθήματα, το καθένα από τα οποία συμβαίνει σε άλλη χρονική στιγμή. Κάθε μάθημα τελειώνει με ένα σχολικό τραγουδάκι, όπου ξανασυναντιέται η τάξη. Τελικά, ό,τι απομένει είναι η ξεγνοιασιά της σχολικής μας ζωής.

Ποια στοιχεία κάνουν το έργο τόσο καθηλωτικό;

Επειδή το έργο στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, συνομιλεί με την Ιστορία. Αλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι κρατάει αποστάσεις από τα πράγματα. Τα δέκα πρόσωπα του έργου είναι όλοι νεκροί πια και έρχονται στη σκηνή για να παρουσιάσουν την ιστορία χωρίς να μας σηκώσουν το δάχτυλο. Δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού. Μας λέει απλά πως οι μικρές φλόγες πολλές φορές γίνονται πυρκαγιά. Και πως σε μια ομάδα ανθρώπων, Εβραίων και καθολικών, που ζούσαν μαζί τόσα χρόνια, μπορεί να δημιουργηθούν μισαλλοδοξία, ρατσισμός, αντιπαλότητα. Ο συγγραφέας με την παρουσίαση αυτού του μικρόκοσμου της Πολωνίας θέλει να δώσει μια οικουμενική διάσταση σε αυτά τα πράγματα.

Τελικά, οι τόσο σημαντικές ιστορικές συγκυρίες όσο είναι αυτές που αναφέρονται στο έργο στιγματίζουν τις ζωές των ανθρώπων;

Ναι, αυτό ακριβώς δείχνει το έργο. Παρότι ο πόλεμος μεταξύ των συμμαθητών τελειώνει με απώλειες, γιατί οι ακραίοι ιδεολόγοι φεύγουν πρώτοι, όσοι μένουν στοιχειώνονται. Κανενός η ζωή δεν είναι κανονική μετά το κακό. Ολοι μετά έρχονται αντιμέτωποι με τη συνείδησή τους. Και πολλές φορές δεν το πληρώνουν άμεσα οι ίδιοι, αλλά μετά από χρόνια τα παιδιά τους.

Το έργο αυτό τι μηνύματα μεταφέρει στη νέα γενιά;

Το ότι η αλήθεια, όταν αποκαλυφθεί, δεν γιατρεύει, δεν θεραπεύει. Οι πληγές πάντα παραμένουν, αλλά είναι σημαντικό να τη γνωρίσει κάποιος. Το άλλο που δείχνει το έργο είναι πού οδηγούν οι ακρότητες, οι ιδεοληψίες, οι θρησκοληψίες. Δυστυχώς, εύκολα μπορεί να παρασυρθεί κάποιος από φανατισμούς.

Πώς μπορούν να αποφευχθούν οι θηριωδίες ενός πολέμου, για να μην υποφέρουν οι λαοί;

Είναι δύσκολο να μιλάμε εκ του ασφαλούς. Οι διάφορες συγκυρίες μπορούν να αποκαλύψουν στοιχεία του εαυτού μας που δεν τα φανταζόμαστε.

Η καριέρα σας μετράει πολλές σκηνοθεσίες έργων. Τι λατρεύετε στη δουλειά σας;

Κάθε φορά, πέρα από το επαγγελματικό στοίχημα, είναι και μια πορεία αυτογνωσίας. Κάθε έργο με ταξιδεύει και με φέρνει αντιμέτωπο και με τις δικές μου δυσκολίες. Το θέατρο από μόνο του μας κάνει πλουσιότερους και μας εντάσσει σε μια ομάδα, για να μη νιώθουμε ότι ανήκουμε στο χάος.

Παθιάζεστε στις πρόβες;

Ναι, διαφορετικά δεν γίνεται. Οχι πάντα ευχάριστα. Κάποιες φορές και λίγο επώδυνα.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες σε αυτό το επάγγελμα;

Η διαχείριση των ηθοποιών.

Τι γίνεται όταν κάποιος πρωταγωνιστής διαφωνεί μαζί σας;

Είναι πολύ δημιουργικές οι διαφωνίες αυτές. Γιατί πρέπει να πείσεις τον άλλον να βουτήξει βαθιά σε αυτό που του ζητάς. Και αυτό είναι το πιο γοητευτικό κομμάτι της δουλειάς. Γίνεται σύνθεση. Βέβαια, την αποτυχία συνήθως την αποδίδουν στον σκηνοθέτη, ενώ την επιτυχία την καρπώνονται οι ηθοποιοί.

Σας πληγώνει όταν σας χρεώνουν κάποια αποτυχία;

Ναι, βέβαια. Πολλά πράγματα μας πληγώνουν στο θέατρο. Τώρα είναι πολύ δύσκολη περίοδος. Εχει αγριέψει πολύ το θεατρικό τοπίο. Ευτυχώς το Εθνικό εκπέμπει μια ασφάλεια.

Ποιο είδος θεάτρου σάς αρέσει περισσότερο να σκηνοθετείτε;

Με ενδιαφέρει οποιοδήποτε έργο μπορεί να αγγίξει τον θεατή. Προτιμώ τα έργα που μυρίζουν «ανθρωπιά». Τα έργα που ανοίγουν δρόμους. Και λατρεύω και το νεοελληνικό έργο, αλλά σήμερα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί αυτό που ζούμε. Είναι δύσκολο το θέατρο να αποδελτιώσει την πραγματικότητα.

Πώς και δεν σας βλέπουμε και στο σανίδι;

Να παίξω εγώ; Πρώτη φορά μού κάνουν αυτήν την ερώτηση. Σας ευχαριστώ. Είμαι και ηθοποιός, αλλά νομίζω πως είμαι πιο ουσιαστικός ως σκηνοθέτης. Βέβαια, τώρα που περνούν τα χρόνια, θα μου άρεσε να δοκιμάσω. Μου αρέσει πολύ το παιχνίδι της σκηνής. Υπό κάποιες συνθήκες, ναι, θα το έκανα. Μακάρι. Αλλά όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί είναι τεράστια η ευθύνη.

Αλήθεια, τι ξορκίσατε με την ενασχόλησή σας με την Τέχνη;

Ολους τους φόβους μου και κυρίως τον φόβο του θανάτου. Με την Τέχνη μαθαίνουμε ποιοι είμαστε.

Εκτός από τη σκηνοθεσία, διδάσκετε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;

Διδάσκω θέατρο στην Εκπαίδευση και η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο είναι από τα πιο γοητευτικά πράγματα της ζωής μου. Η επαφή με τους νέους μού δίνει τεράστια ερεθίσματα, αλλά ανησυχώ πολύ για τις νέες γενιές. Οι φοιτητές μου έχουν την ίδια ηλικία με τον γιο μου και φοβάμαι για όλα αυτά που τους περιμένουν. Ομως είναι παιδιά με πολλά προσόντα και έχω άριστη σχέση μαζί τους.

Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερή σας επιτυχία;

Ολα έγιναν με πολύ κόπο και με πάρα πολλή δουλειά έφτασα εδώ όπου είμαι σήμερα. Πολλοί άνθρωποι με στήριξαν με την εμπιστοσύνη τους.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για τη διασημότητα;

Το σημαντικό είναι να είναι επώνυμο το έργο σου, γιατί στην Ελλάδα έχουμε πολλούς επώνυμους χωρίς ιδιαίτερο έργο.

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

Οταν ήμουν νεότερος θα ήθελα να είχα φύγει για 1-2 χρόνια στο εξωτερικό, για να σπουδάσω σκηνοθεσία πιο επισταμένα. Γιατί εδώ έχτισα κομματάκι-κομματάκι τη δουλειά μου. Ξεκίνησα από το θεατρικό εργαστήρι του Δήμου Κερατσινίου, όπου δούλεψα 14 χρόνια, και ήταν για εμένα τεράστιο σχολείο.