Η Μπέσσυ Αργυράκη είναι από τις πολύ αγαπημένες μου τραγουδίστριες. Με το ιδιαίτερο ηχόχρωμά της και τα όμορφα ποπ τραγούδια της με γυρνάει πάντα στην καλοκουρδισμένη εφηβεία μου.

Συναντιόμαστε και με έκπληξή μου διακρίνω ότι κρατάει ανέπαφη τη νιότη της. Ο λόγος της είναι εφηβικός και σε πολλές στροφές βλέπω ακόμα μια έφηβη που διψά να κάνει πράγματα και να ζήσει με ένταση. Η Μπέσσυ Αργυράκη μεγάλωσε στον Υμηττό, σε μια οικογένεια, όπως την περιγράφει, γλυκιά και δεμένη, με παιδικά χρόνια προστατευμένα και ασφαλή και με γονείς που ενστάλαξαν μέσα της την ομορφιά της ζωής. Μου λέει ότι ασχολήθηκε με τα ασφαλιστικά γιατί ήταν η οικογενειακή δουλειά και κάποτε μια θεραπεύτρια φίλη της το χαρακτήρισε back to home, σαν μ’ αυτό τον τρόπο να επέστρεφε στις ρίζες της, στους δικούς της, ακόμα και αν έπρεπε να βάλει στην άκρη για λίγο το τραγούδι. Θυμάται τον εαυτό της να τραγουδάει από πάντα.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε μια κλίση, ένα ταλέντο κάπου. Τυχερός είναι εκείνος που το αντιλαμβάνεται νωρίς και έχει την πειθαρχία να δουλέψει πάνω σε αυτό με επιμονή».  Οι γονείς της αγκάλιασαν το ταλέντο της, κυρίως η μητέρα της και μια θεία της. Ο πατέρας της είχε έναν φόβο για τα κυκλώματα, αλλά, όπως λέει, στη συνέχεια έγινε ο πιο μεγάλος φαν της. Η μικρή Μπέσσυ πήγαινε σε μια σχολή φωνητικής και από έντεκα χρόνων τραγουδούσε μπροστά σε κόσμο. Της άρεσε πολύ, γιατί ανακάλυψε ότι είχε μια φυσική άνεση να τραγουδά και δεν ντρεπόταν τον κόσμο.

«Ξεκίνησα πολύ μικρή να τραγουδάω στην περιβόητη τότε “ABC”, την ντισκοτέκ στην Πατησίων. Το τραγούδι με απελευθέρωνε». Κοιτώντας πίσω, δεν διστάζει να πει ότι είχε μέσα της μεγάλη φλόγα και ταλέντο. «Το λέω σεμνά γιατί δούλευα πάρα πολύ σκληρά, αλλά βλέποντας τώρα πίσω τον εαυτό μου, δεν το πιστεύω πόσο πείσμα και εργατικότητα διέθετα. Πόσες ώρες άντεχα, επίμονα». Η καριέρα της θεωρεί ότι κύλησε σαν νεράκι, σαν μια αστρική παραμάνα πάνω από την κούνια της να της είχε ευχηθεί αυτή την καριέρα. «Πιστεύω στη μοίρα, αλλά πρέπει, όταν η τύχη σού χαμογελάσει, να της ανταποδώσεις το χαμόγελο και να την κοιτάξεις και εσύ στα μάτια».

Από όλα της τα τραγούδια ξεχωρίζει το «Σαν όνειρο», που είπε με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς. Το αγαπάει για τον στίχο που λέει: «Το ξέρω κάποτε θα φύγεις, θα χαθείς σαν ένα όνειρο». Της ζητάω να μιλήσει για τα χρυσά της χρόνια, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, που οι διακρίσεις έρχονταν η μία δίπλα στην άλλη. «Η καριέρα μου μετά από ένα σημείο είχε μόνο ανοδική πορεία, αλλά, όταν είσαι μέσα σε αυτό, δεν το αντιλαμβάνεσαι ακριβώς έτσι. Κοιτούσα πάντα την επόμενη μέρα».

Η Μπέσσυ Αργυράκη το 1973 βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Ηλεκτρονική εποχή» και δύο χρόνια αργότερα στο ίδιο φεστιβάλ απέσπασε το πρώτο βραβείο με το τραγούδι «Σαν ένα όνειρο». Το 1977 πήρε μέρος στη Γιουροβίζιον και απέσπασε την 5η θέση με το τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου «Μάθημα Σολφέζ». Εναν χρόνο αργότερα, άρχισε να λαμβάνει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ, όπως στο Φεστιβάλ της Βουλγαρίας. Το 1981 τραγούδησε για λογαριασμό της Ιαπωνίας, στα ιαπωνικά παρακαλώ, και απέσπασε το 2ο βραβείο, ενώ συγχρόνως ηχογράφησε δίσκο στην εταιρεία Watanabe Company.

Τα χρόνια περνούσαν και η Μπέσσυ αποσπούσε μαζικά τα βραβεία, σάρωνε όπου εμφανιζόταν και απογείωνε την καριέρα της. Της τα διαβάζω όλα αυτά σχεδόν με μια ανάσα, την κοιτάζω και της λέω: «Μετά από όλη αυτή τη διεθνή καριέρα και το άνοιγμα στο εξωτερικό, ξαφνικά είναι σαν να πατάτε φρένο και να αποφασίζετε να κάνετε οικογένεια. Ασχολείστε με τα κοινά και τις ασφάλειες». «Ολα είναι θέμα επιλογών. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Ηθελα πάρα πολύ να φτιάξω την οικογένειά μου, να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα. Είμαι ανήσυχος άνθρωπος. Δεν έχω ποτέ καθόλου ελεύθερο χρόνο, γιατί η δουλειά είναι πάντα και το χόμπι μου, η εργασιοθεραπεία μου. Δεν την κάνω σαν καταναγκαστικό έργο. Και άλλωστε η μητρότητα είναι το ακριβό δώρο της ζωής. Χτυπάει η καρδιά σου έξω από το σώμα σου, σε ένα άλλο σώμα. Το τραγούδι δεν το άφησα ποτέ, όμως εμφανιζόμουν πιο επιλεκτικά».

Τη γυρίζω στο σήμερα και στη μεγάλη περιοδεία που ξεκινάει το καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα με μια αγαπημένη παρέα, τον Δάκη, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον Λάκη Τζορντανέλλι και άλλους αγαπημένους μας εκείνης της ανέμελης εποχής. «Ξαναζούμε τα εφηβικά χρόνια. Είναι απίστευτη η ενέργεια και δεν θα μπορούσε να είχε γίνει αυτό, αν δεν μας είχε μαζέψει ο υπέροχος Μάκης Δελαπόρτας. Τόσο άξιοι συνεργάτες, συναντιόμαστε με πολύ μεράκι. Ξεκινήσαμε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε πραγματικός χαμός, και συνεχίσαμε στο θέατρο “Βέμπο”. Πραγματικά δεν μπορώ να περιγράψω την αφοσίωση και την αγάπη του κόσμου. Θα γυρίσουμε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Είναι σαν να στήνουμε μια γιορτή». Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω για τον έρωτα.

Τη ρωτάω αν είναι ένας ο έρωτας της ζωής μας και μου απαντάει με ερώτηση. «Εσύ τι λες; Ενας είναι; Και περισσότεροι να είναι, έχει σημασία; Σκοπός είναι να φτάσεις μέσα από τους έρωτες στην αγάπη, γιατί η αγάπη είναι κάλμα θάλασσα και γαλήνη. Ο έρωτας είναι φουρτούνα, σπουδαία φουρτούνα, όμως έχει μέσα του την ταραχή. Τυχερός βέβαια αυτός που ερωτεύτηκε δυνατά και τον ερωτεύτηκαν και έτσι έμαθε τον τρόπο να πάει στην αγάπη. Θα πω ότι έζησα όλα αυτά που μου αναλογούσαν, ότι με ενδιέφερε πάντα το “φύλο”, ότι ήμουν γυναίκα και δεν έβαλα ποτέ πίσω τον έρωτα για την καριέρα. Ομως είμαι τυχερή. Κοιτάζω σήμερα τον άντρα μου, που ακόμα με στηρίζει και μ’ αγαπάει, και χαμογελάω και μου χαμογελάει και η ζωή».

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ - Σάββατο 27.05.2017