Τη Φωτεινή Βελεσιώτου οι περισσότεροι δεν τη γνωρίζουµε πάνω από δέκα χρόνια. Από εκείνη την επιτυχία µε τις «Μέλισσες» ήρθε στη ζωή µας αυτό το παντοτινό κορίτσι που η φωνή της θυµίζει ερµηνεύτριες άλλης εποχής. ∆εν της αρέσει να καταπιέζεται, δεν θέλει να πηγαίνει στο καµαρίνι, αγαπάει τους φίλους της, τη µουσική, τη διδασκαλία, τις αγροτικές εργασίες, το µπάσκετ.


Η ίδια λέει ότι είναι πολυπράγµων και το αποδεικνύει καθηµερινά µε τη στάση της. Αυτή την περίοδο ετοιµάζει µια µεγάλη συναυλία στο Θέατρο Βράχων στις 14 Σεπτεµβρίου, στην οποία θα παρουσιάσει τις µούσες του ρεµπέτικου.


Με τη µοναδική της φωνή και το ήθος που τη χαρακτηρίζει έχει επιλέξει ρεµπέτικα τραγούδια που αγαπάµε και άλλα που δεν είναι τόσο γνωστά σε µια ξεχωριστή βραδιά.

Γιατί η Φωτεινή ξεκίνησε από το ρεµπέτικο και, όπως λέει η ίδια, δεν το ξεχνάει ποτέ!


Πώς πήγε η φετινή σου περιοδεία;

Πολύ καλά, τηρουµένων των αναλογιών. Από τον Μάιο κάνω συνέχεια συναυλίες. Γυρνάµε όλη την Ελλάδα, αλλά οδηγώ εγώ, που µου αρέσει, και είµαι ανεξάρτητη. Εχω καλή οµάδα, τα παιδιά είναι όλα διαµάντια.


Στην Αθήνα θα σε δούµε στις 14 Σεπτεµβρίου.


Μίλησέ µου για αυτή τη συναυλία. Θα παίξω στο Θέατρο Βράχων, µια συναυλία αφιερωµένη στις µούσες του ρεµπέτικου. Είναι ένα πρόγραµµα που παρουσίασα ήδη σε έξι νησιά όπου έπαιξα. Ηταν δική µου ιδέα να κάνω µια µουσική αναδροµή στις γυναίκες που ενέπνευσαν τους συνθέτες του ρεµπέτικου να γράψουν τα πιο ωραία τραγούδια. Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Χαρούλα Λαµπράκη, Στέλλα Χασκίλ, Καίτη Γκρέυ, και άλλες. Μαζί µου θα τραγουδάει και η Ανατολή Μαργιόλα.


Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Από το ρεµπέτικο ξεκίνησα και δεν το ξεχνάω. Πάντα λέω στα προγράµµατά µου ρεµπέτικα, αλλά αυτό ήταν ένα στοίχηµα για να το επαναφέρω στη µνήµη µου. Θα πούµε τραγούδια που δεν είναι όλα γνωστά απαραιτήτως, και φτάνουν µέχρι το αρχοντορεµπέτικο τη µετάβαση, δηλαδή.


Ο κόσµος πώς υποδέχτηκε αυτό το πρόγραµµα;
Το αγαπάει ο κόσµος το ρεµπέτικο, ειδικά τα άτοµα της δική µου ηλικίας. Το έχουµε στο DNA µας. Βέβαια, µου ζητάνε να πω και τις «Μέλισσες» στο τέλος, αλλά συνήθως δεν τις λέω. Ο κόσµος κολλάει και θέλει να ακούσει το αγαπηµένο του τραγούδι, αλλά δεν ταιριάζει σε αυτό το πρόγραµµα.


Υπάρχει µια επιστροφή στο ρεµπέτικο τραγούδι ή είναι είδος που δεν ξεχνιέται ποτέ;
Νοµίζω ότι δεν το ξεχάσαµε ποτέ. Αυτό που δεν θέλω εγώ καθόλου είναι αυτές οι διασκευές που κάνουν σε όλα τα ρεµπέτικα. Που βάζουν αυτό το ρυθµικό, δεν µου αρέσει και δεν το κάνω. Εγώ θα παίξω τα τραγούδια όπως γράφτηκαν. ∆εν έχω ακούσει καµία διασκευή που να µε ενθουσιάσει, γιατί δεν δείχνουν την προσωπικότητα του καινούργιου δηµιουργού, δείχνουν απλώς µια κακέκτυπη επανέκδοση.


Εχεις κάνει ποτέ διασκευή;
Ναι, µια φορά, στο τραγούδι «Χαράµατα η ώρα τρεις», µε τον φίλο µου, Λεωνίδα Μαριδάκη. Εγώ το τραγούδι το έλεγα όπως είναι, ο Λεωνίδας το είχε πειράξει λίγο, αλλά και πάλι όχι πολύ. Ειπώθηκε όπως πρέπει.


Τον χειµώνα σε είδαµε στην παράσταση «Γυναίκες», µε την Αν. Μουτσάτσου και τη Μ. Αλικάκη. Πώς ήταν αυτή η εµπειρία;


Το θέατρο είναι τελείως διαφορετικό, θέλει να είσαι αλλιώς. Για µένα ήταν κάτι καινούργιο, πρώτη φορά είχα ενεργό ρόλο, και το απόλαυσα πολύ. Ηταν πολύ ωραία εµπειρία, και θα παρουσιάσουµε ξανά την παράσταση, για έξι Σάββατα, τον χειµώνα.


Καταφέρνεις να δηµιουργείς οικεία ατµόσφαιρα σε όποιον χώρο και αν εµφανίζεσαι, µικρό ή µεγάλο.


Αυτό γίνεται µόνο αν υπάρχει καλή χηµεία πάνω στη σκηνή, τότε είτε απευθύνεσαι σε 50 άτοµα είτε σε 500, δεν έχει σηµασία.


Ναι, αλλά έλεγες το «Μάνα µου, µάνα» στο «Γυάλινο» και από κάτω δεν ακουγόταν τίποτα.


Στις πρόβες, µου έλεγε η σκηνοθέτις, η Ελένη Γκασούκα, να φωνάζω περισσότερο, για να ακούγοµαι, αλλά από την πρώτη παράσταση ο κόσµος έκανε τροµερή ησυχία. Ο κόσµος τραγουδάει εκεί που πρέπει και ακούει συνήθως µε πάρα πολύ σεβασµό αυτό που καταθέτουµε. Είναι πολύ όµορφο αυτό.


Το ακούει µε σεβασµό, γιατί το κάνατε µε σεβασµό.


Αλλιώς, δεν χρειάζεται να το κάνεις. Εγώ δεν µπορώ να λέω πράγµατα που δεν µπορώ να πιστέψω. Ο κόσµος πάντα ακολουθεί όπως πρέπει. Τον χειµώνα έκλεινα το πρόγραµµά µου µε το «Με σηµάδεψες» της Αρλέτας, και το κοινό το απολάµβανε πολύ. Ηταν ένα τραγούδι που ήθελε πολύ η Αρλέτα να το πω και σε δίσκο, αλλά έφυγε, η ψυχούλα µου…


Ησουν πολλά χρόνια δασκάλα, έπαιζες µπάσκετ, ασχολιόσουν µε αγροτικές εργασίες και τραγουδούσες. Είναι όλα αυτά µεγάλες αγάπες σου ή το τραγούδι ξεχωρίζει;
Είµαι πολυπράγµων άνθρωπος. Το τραγούδι ήρθε σε µεγάλο βαθµό από το 2008 και µετά, όταν βγήκαν οι «Μέλισσες». Οσο ήµουν δασκάλα, έλεγα ότι αυτό είναι το τοπ, όσο έπαιζα µπάσκετ, το ίδιο. Κάθε εποχή έχει τα δικά της. Είµαι άνθρωπος που βαριέµαι εύκολα, δεν µπορώ να κάτσω στ’ αυγά µου. Γι’ αυτό και ανανεώνοµαι συχνά.

Στα 24 χρόνια που ήσουν δασκάλα, δεν ζήλευες µια µεγάλη καριέρα στο τραγούδι;
Καθόλου. ∆εν ήταν γκαϊλές, σώνει και καλά να γίνω τραγουδίστρια. Ηµουν πολύ ευτυχισµένη δασκάλα. Νοµίζω ότι ήταν τα πιο σηµαντικά χρόνια της ζωής µου. Τα παιδιά είναι η τρέλα µου. Εκλεισε όµως ο κύκλος και βγήκα µε µειωµένη σύνταξη, γιατί τα παιδιά µου ήταν ακόµα ανήλικα.


Τα παιδιά σου καµαρώνουν για την επιτυχία σου;
Είναι groupies. Εχω πολύ καλή σχέση µε τα παιδιά µου. Ο γιος µου είναι 29 και η κόρη µου 26. Γίνοµαι 59 φέτος, αλλά το µυαλό µου είναι ό,τι να ‘ναι (γέλια). Οι µουσικοί µού φωνάζουν «τρελοκοµείο!» και ο γιος µου λέει ότι είµαι για πολλά µποφόρ!