Στα πίσω χρόνια της δεκαετίας του ’80, περσόνες όπως ο Τάκης Σπυριδάκης άφηναν το ιστορικό τους χνάρι υποδυόμενοι στο θέατρο ή στο σινεμά χαρακτήρες που δεν απείχαν από τους δικούς τους.

Ο Τάκης της «Γλυκιάς Συμμορίας» είναι ο Τάκης του «Άγριου Σπόρου», αμόλυντος, ασυμβίβαστος, αξεπέραστος 35 χρόνια μετά. Κανείς, αν δεν έχει ζήσει εκείνη την εποχή στο Αθηναϊκό κέντρο της αμφισβήτησης, της μεταπολιτευτικής διανόησης, της ελευθεριακής κουλτούρας, των ναρκωτικών, του περιθωρίου, του ελληνικού ροκ, της αυθεντικής έκφρασης μια γενιάς που κινήθηκε ανάμεσα στη μικροπαραβατικότητα και στη θεωρητική αναζήτηση των επαναστατικών κινημάτων του εξωτερικού, δεν θα μπορέσει να καταλάβει ότι αν ο Ανδρέας (Σπυριδάκης) της «Γλυκιάς Συμμορίας» του 1983 δεν αυτοκτονούσε, σήμερα θα ήταν ο Σταύρος (Σπυριδάκης) ο καντινιέρης του «Άγριου Σπόρου» που ψάχνει την ευκαιρία για να πάει αλλού περιμένοντας τη λύτρωση από το κράτος – δήμιο και τους «αποικιοκράτες» Γερμανούς τουρίστες. Ο Τάκης είναι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα.

Παραμένει αφοσιωμένος πάνω και κάτω από τη σκηνή. Στην καντίνα πουλάει σουβλάκια και μετά την παράσταση κάθεται με τους δύο συμπρωταγωνιστές του, τη Χριστίνα Μαριάννου και τον Ηλία Βαλάση, στην αυλή του «Επί Κολωνώ», μιλώντας με τον κόσμο και τρώγοντας πιτόγυρα. Τρία χρόνια τώρα δυσκολεύεται κανείς να βρει εισιτήρια γι΄ αυτό το έργο του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Κι οι περισσότεροι από αυτούς που πάνε είναι υποψιασμένοι. Ξέρουν ότι ο Τάκης ψάχνεται… Η λάμπα πρέπει να μείνει αναμμένη.