Τον φωνάζαµε Ζανό. Του άρεσε, γιατί του θύµιζε τη µητέρα του και τη γαλλική καταγωγή της. Γιάννη ήθελε ο πατέρας. Ο ∆ιακογιάννης έµελλε να γίνει σύµβολο µιας γενιάς που προσπάθησε να τον µιµηθεί στο µικρόφωνο και τη δηµοσιογραφία.

Η πολύχρονη φιλία µου µε τον αείµνηστο Γιάννη ∆ιακογιάννη πέρασε από πολλά σκαλοπάτια και εµπειρίες. Έτσι, για τον δικό µου Ζανό εγώ ήµουν ο Ιταλός. Και όταν ο µεγάλος Πούσκας µε καθιέρωσε ως Μανόλο, ο Γιάννης κι εγώ βάζαµε τα γέλια όταν φίλαθλοι και συνάδελφοι µας άκουγαν να µιλάµε γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά, προσπαθώντας να µάθουν από πού έφτανε η προέλευση των ονοµάτων µας. Αυτό όταν θέλαµε να αποφύγουµε ερωτήσεις χωρίς περιεχόµενο. Κυρίως κριτικής στο ποδόσφαιρο την ώρα που ο Γιάννης απολάµβανε το τραγούδι της Εντίθ Πιάφ ή του Ιβ Μοντάν!

Και από την άλλη, ο Μανώλης, που απολάµβανε το τρίο Καροζόνε, Μίνα και Πεπίνο ντι Κάπρι µε τη µετέπειτα σύντροφο της ζωής του, Ροµίνα Πάουερ. Κόρη του µεγάλου Αµερικανού ηθοποιού Τάιρον Πάουερ...

5

Ο φίλος µου, που ταξίδεψε στους ουρανούς γεµάτος πόνο και αδικία στη ζωή του, απαρηγόρητος και µε κλάµα µε κοιτούσε χρόνια πριν ψιθυρίζοντάς µου: «Γιατί, Μανόλο, µε βρήκε αυτό το κακό;». Είχαν χαθεί και φύγει από τη ζωή η πολυαγαπηµένη του σύντροφος, Βαρβάρα, και η µονάκριβη κόρη τους, Ρίκα Βαγιάννη. Πήρε τα δύο ονόµατα, της µητέρας της από τον γάµο µε τον διακεκριµένο δηµοσιογράφο της «Καθηµερινής», Οδυσσέα Ζούλα, και του Γιάννη, θετού της πατέρα.

Σύντροφος μοναδικός το αρχείο του. Τετράδια γραμμένα στο χέρι με στυλό και μολύβι. Τα κουβαλούσε παντού μέσα στον παραδοσιακό ναυτικό του σάκο


Κάναµε ταξίδια πολλά. Μα µονάχα έτσι µπορείς να καταλάβεις και να κρίνεις χαρακτήρα. Ψυχή. Καρδιά. Συναισθήµατα ενός ανθρώπου.

Πιστεύω, και το ήξερε και ο αείµνηστος, ότι πολλές φορές ένιωθε παρεξηγηµένος ο ∆ιακογιάννης. Για άλλους, πάλι, δεν έκαναν χωρίς αυτόν στη βραδινή παρέα. Στην ταβέρνα, στα µπαράκια και στη συντροφιά ένα πιάνο. Άλλοτε στα πλήκτρα ο ίδιος. Πολλά βράδια ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Επιστήθιος φίλος του. Κι όχι µόνο επειδή λάτρευαν το «τριφύλλι». Τον Παναθηναϊκό τους! Αλλά γιατί και σε όλη την παρέα ο Γιάννης τραγουδούσε Πιάφ και Μοσχολιού. Ταξιδέψαµε αντάµα µε τον Γιάννη ∆ιακογιάννη σχεδόν σε όλες τις χώρες των µεγάλων διοργανώσεων.

7
Πελέ και Διακογιάννης

∆ίπλα του, µε το µικρόφωνο πάντα ανοιχτό, για να πούµε ελεύθερα τις σκέψεις µας. Να κάνουµε την κριτική µας. Ποτέ όµως κακόηχα και µε εκφράσεις που θα έθιγαν τους παίκτες. Τον διαιτητή ή τον σύλλογο. Σεβόµασταν αυτά που βλέπαµε. Ο Γιάννης δεν ξεχώριζε τις οµάδες και τους αγώνες που θα περιέγραφε. Ένιωθα δίπλα του ασφάλεια. Όπως κι εκείνος δεχόταν τον τρόπο µετάδοσής µου. ∆εν θα ξεχάσω τον αγώνα του αγγλικού Κυπέλλου στο «Γουέµπλεϊ». Λίβερπουλ - Ουίµπλεντον. Όταν έβαλε γκολ η µικρότερης κατηγορίας την εποχή εκείνη, δεν ξέρω γιατί και πώς φώναξα δυνατά και παρατεταµένα. Ταυτόχρονα γύρισα να του ζητήσω το σχόλιο. Πίστεψε ότι του κάνω πλάκα. Γύρισε αλλού το κεφάλι και υποµονετικά έµεινε µέχρι τέλους δίπλα µου. Το ίδιο βράδυ στο Λονδίνο προσπάθησε να µε κάνει να καπνίσω. Εµένα. Τον πιο µεγάλο και φανατικό αντικαπνιστή. Φυσικά, δεν κατάφερε να µε «τιµωρήσει» για το «γκοοολλλ!».

6
Με τον μεγάλο Μπούκοβι στο γήπεδο της Λεωφόρου

Μπουένος Άιρες

Ξεκινήσαµε συντροφιά από το Μπουένος Άιρες. Μουντιάλ, Αργεντινή. 1978. Στη Γερµανία τέσσερα χρόνια νωρίτερα εκείνος ήταν σπορτκάστερ και όλους τους αγώνες επανέλαβα εγώ στην Αθήνα, στο στούντιο.

Το Μουντιάλ της Αργεντινής ανέδειξε για ακόµα µία φορά την αγάπη του στη µουσική. Μετά από ένα µατς πήγαµε στην περίφηµη Μπόκα. Τη συνοικία των µεγάλων της εποχής. Με την Μπόκα Τζούνιορς στην κορυφή και λίγο πιο µακριά, στη Μαρ ντε Πλάτα, τη Ρίβερ Πλέιτ των λιµενεργατών.

Παρακολουθήσαµε συντροφιά µε µια κανάτα σανγκρία γεµάτη ως την κορυφή, µεθώντας στους ρυθµούς του ταγκό και της ρυθµικής λατινικής µουσικής!

8
Στις πρώτες του εμφανίσεις στην τηλεόραση

Παιδεία. Πολιτισµός. Αθλητισµός. Τρία κεφάλαια µοναδικά στη δουλειά του Γιάννη. Ξεκινούσε µε σεβασµό στη νεολαία, δίνοντας συµβουλές ζωής. Συνέχιζε µε πολιτιστικές πτυχές του τόπου, της χώρας, του λαού και τους πολίτες όλων των τάξεων, για παράδειγµα πώς έβλεπαν τη ζωή τους εκεί κάτω.

Αθλητισµός. Σύντροφος µοναδικός το αρχείο του. Τετράδια γραµµένα στο χέρι µε στυλό και µολύβι. Τα κουβαλούσε παντού µέσα στον παραδοσιακό ναυτικό του σάκο. Του είχε µείνει από το Ναυτικό, όπου υπηρέτησε.

Φθάσαµε µεσηµέρι στο Παρίσι. Μαζί Νίκος Κατσαρός και Σταύρος Τσώχος. Κύπελλο των Εθνών Ευρώπης.

«Πάµε, Ιταλέ», µου φωνάζει από το δωµάτιό του.

«Ζανό, είναι µεσηµέρι. Αύριο έχουµε µετάδοση και ταξίδι».

«Είσαι µικρός, αντέχεις».

Στο µετρό ήταν ανήσυχος.

«Θα ’χει τίποτα καλό να δούµε στην όπερα;».

Τον κοίταξα. ∆εν αντέδρασα, γιατί είχα περιέργεια να δω πού θα καταλήγαµε. Στη Σεντ Ελιζέ προχωρούσαµε και ο Γιάννης κοιτούσε από τη µια άκρη στην άλλη ερευνώντας.

Ξαφνικά στα δεξιά τα πολυσινεµά Γκοµόν.

«Πάµε. Αυτό είναι. Το βρήκα».

Με τεράστια γράµµατα «ΚΑΡΜΕΝ». Η όπερα του Μπιζέ σε ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι.

∆εν πρόλαβα να πω «Τι κάνουµε; Τι θα πουν οι δύο συνάδελφοί µας στο ξενοδοχείο;». Τα εισιτήρια ήταν ήδη στα χέρια του φίλου µου.

Ταινία διάρκειας τεσσάρων ωρών. Όσο υπέροχη και να ήταν η «Κάρµεν» Χούλια Χιµένεζ, αρνιόµουνα να πιστέψω ότι θα µας έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση και το ταξίδι.

Κι όµως αντέξαµε. Ο Γιάννης µού εξιστορούσε στην επιστροφή ότι ήταν καλύτερη ως Κάρµεν η δική µας Αγνή Μπάλτσα. Κι έπαιρνα τη σκυτάλη για να του θυµίσω την όπερα µε τη Μαρία Κάλλας και τον Τζουζέπε ντι Στέφανο στο Τορίνο, «Βέσπρι Σιτσιλιάνι»… Ήγουν κι εγώ εκεί θεατής.

Ο κλασικός αθλητισµός ήταν το φόρτε του Γιάννη. Φυσιογνωµιστής, έβλεπε τα πρόσωπα στους Ολυµπιακούς και έλεγε αµέσως όνοµα, επώνυµο, βιογραφικά κ.λπ. Περίπου 1.000 φωτογραφίες ακολουθούσαν σε κάθε αποστολή τον ∆ιακογιάννη. Η µελέτη ώρες ατελείωτες, τον συνόδευε τη νύχτα στο δωµάτιο. Θυµάµαι µιλώντας µε ξένους συναδέλφους να µου λένε: «Ο Γιάννης ∆ιακογιάννης είναι ο καλύτερος σπορτκάστερ του κόσµου στον στίβο»!

Θα χρειάζονταν σελίδες ολάκερες για να καταγράψω λίγα απ' όσα έχω ζήσει µε συντροφιά, παρέα και σχολιασµούς αθλητικών γεγονότων σε αποστολές ανά τον κόσµο.

Στην Πλατεία Βαρνάβα, πίσω από τον Αρδηττό, εκεί που σε ένα καφενεδάκι έπινε κρασάκι µε συντροφιά ανθρώπους της πιάτσας, που όµως λάτρευαν τον αθλητισµό, ιστορίες αφηγηµένες από τον Φίλο µου. Θα τους λείψει. Όπως και σε µένα.

Αντίο, αδελφέ Ζανό!