Ενα ναυάγιο έχει αίτια. Ο εντοπισμός τους μας επιτρέπει να το αποφύγουμε στο μέλλον. Το ταξίδι της Εθνικής ομάδας μπάσκετ στις Φιλιππίνες ήταν -κακά τα ψέματα- μια καταστροφή. Το «τις πταίει;» είναι ερώτημα που τίθεται εκ του αποτελέσματος, το οποίο είναι σίγουρα αποκαρδιωτικό για την «επίσημη αγαπημένη», όπως αποκαλούμε ακόμα μια ομάδα που ψάχνει κάτι από την αίγλη του παρελθόντος.

Η παροιμιακή φράση, που χρωστά την ιστορικότητά της στον Χαρίλαο Τρικούπη, είναι όχι στα χείλη αλλά στο μυαλό των ανθρώπων του αθλητισμού μετά την αποτυχία στη Μανίλα. Τη φράση δεν επινόησε ο πρώην πρωθυπουργός. Ήταν ο τίτλος άρθρου που δημοσίευσε ανώνυμα στην εφημερίδα «Καιροί» το 1874, εποχή κυριαρχίας της καθαρεύουσας. Είναι το ερώτημα που τίθεται και για την παρουσία της ομάδας του Δημήτρη Ιτούδη στο Mundobasket.

Αλλαγές στον πάγκο

Ως απάντηση μπορεί να ειπωθούν πολλά. Διότι μάλλον πολλά είναι αυτά που φταίνε. Πιάνοντας όμως το ψάρι από το κεφάλι -αν και μπορεί το κεφάλι να είναι άλλο-, οδηγούμαστε στον Δημήτρη Ιτούδη. Όχι διότι είναι ή δεν είναι αυτός υπεύθυνος για τις απουσίες κάποιων παικτών ή για το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σουτέρ στο ελληνικό μπάσκετ. Ούτε για την παρουσία ενός και μοναδικού «πενταριού», του Παπαγιάννη, στις Φιλιππίνες, αλλά διότι είναι ο προπονητής της ομάδας που τερμάτισε 15η στο Mundobasket και αυτή είναι μακράν η χειρότερη θέση της σε Παγκόσμιο Κύπελλο.

Η αμέσως προηγούμενη χειρότερη ήταν η 11η που κατέλαβε το 2010, στο Παγκόσμιο της Κωνσταντινούπολης, στο τελευταίο παιχνίδι του Δημήτρη Διαμαντίδη με το εθνόσημο, με τον ξενόφερτο Γιόνας Καζλάουσκας στον πάγκο της. Ο Λιθουανός οδήγησε την Εθνική σε δύο μεγάλες διοργανώσεις (Eurobasket 2009, Mundobasket 2010). Το είχε κάνει και ο Φώτης Κατσικάρης (Mundobasket 2014 και Eurobasket 2015) και τώρα ο Ιτούδης στο Mundobasket 2023 μετά το Eurobasket 2022. Ενδιάμεσα πέρασαν από τον πάγκο της Εθνικής ο Ηλίας Ζούρος (Eurobasket 2011), ο Αντρέα Τρινκιέρι (Eurobasket 2013), ο Κώστας Μίσσας (Eurobasket 2017), ο Θανάσης Σκουρτόπουλος (Mundobasket 2019) και ο Ρικ Πιτίνο (Προολυμπιακό 2021). Ο καθένας με τη δική του φιλοσοφία, τις δικές του κρυφές ή φανερές συμπάθειες ή αντιπάθειες στις τάξεις των παικτών. Δηλαδή δεκατέσσερα χρόνια, οκτώ προπονητές. Σαν πολλοί δεν μαζεύτηκαν σε ένα άθλημα όπου γίνεται λόγος ακόμα και για ισόβιους κόουτς στις εθνικές ομάδες;

Κόουτς διαρκείας

Στην Ελλάδα ως τέτοιος -κόουτς διαρκείας δηλαδή- είχε θεωρηθεί για κάποιο διάστημα ο τιμονιέρης της Εθνικής πριν από όσους προαναφέρθηκαν. Ο λόγος για τον Παναγιώτη Γιαννάκη, που για πρώτη φορά το 1997 ανέλαβε το ρίσκο να γίνει προπονητής της Εθνικής, μην έχοντας προηγούμενη προπονητική εμπειρία, με απολογισμό την τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ισπανίας το 1997 και την επίσης τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1998.

Ξαναπήρε το τιμόνι από το 2004 έως το 2008. Οδήγησε την ομάδα στην πέμπτη θέση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στη συνέχεια στο Eurobasket του Βελιγραδίου και 18 χρόνια μετά το Eurobasket του 1987, όπου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο ως αρχηγός και παίκτης της Εθνικής, το κατέκτησε το 2005 και ως προπονητής. Ακολούθησαν η δεύτερη θέση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στη Σαϊτάμα, με το ιστορικό 101-96 επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό. Λίγο αργότερα ήρθε η πέμπτη θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.

Τον Δεκέμβριο του 2008 ο τότε πρόεδρος της ομοσπονδίας, Γιώργος Βασιλακόπουλος, ανακοίνωνε πως «έκλεισε ο κύκλος Γιαννάκη στην Εθνική» και εξηγούσε: «Δεν έχουμε τη δυνατότητα ο προπονητής μεγάλης ομάδας να είναι και προπονητής της εθνικής ομάδας». Ουσιαστικά έβαζε μπροστά στο συμφέρον του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος την κόντρα που είχε ήδη ξεσπάσει με τον Ολυμπιακό, καθώς ο Γιαννάκης είχε αποδεχθεί την πρόταση του Παναγιώτη Αγγελόπουλου από τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Για πολλά χρόνια συνέχισε να προτάσσει τον εγωισμό του και παρά τις πιέσεις που δεχόταν δεν προχώρησε στην επαναπρόσληψη Γιαννάκη.

Με ένα «πεντάρι» και μεγάλες αλλά γνωστές απουσίες

Το ρόστερ της ομάδας που είδαμε στη Μανίλα δεν ήταν το καλύτερο δυνατό. Το μπάσκετ είναι το άθλημα των ψηλών και εμείς ουσιαστικά πήγαμε με μοναδικό ψηλό τον Γιώργο Παπαγιάννη. Αυτός ήταν το ένα και μοναδικό «πεντάρι» μετά και τον τραυματισμό του Ντίνου Μήτογλου. Δεδομένων των συνθηκών, δηλαδή των περιορισμένων επιλογών σχεδόν σε όλες τις θέσεις, η απουσία του Μήτογλου ήταν τεράστια. Μεγάλη και αναγκαστική, αλλά, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Μήτογλου ήταν το βασικό «τεσσάρι» της Ελλάδας και κατ’ ανάγκην δεύτερο «πεντάρι» της. Ουσιαστικά λόγω έλλειψης άλλου παίκτη στη συγκεκριμένη θέση. Η τρίτη επιλογή ήταν ο ελπιδοφόρος 23χρονος σέντερ της ΑΕΚ, Μάνος Χατζηδάκης.

Το κορμί του Σλούκα

Ας πάμε και στις μεγάλες αλλά γνωστές απουσίες. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν πήγε στη Μανίλα. Όλοι περιμέναμε ότι κάτι θα αλλάξει, αλλά το είχαμε «τούμπανο» και φυσικά όχι κρυφό καμάρι. Όταν ο «Greek Freak» ενημέρωσε ότι δεν πρόκειται να ενισχύσει την εθνική ομάδα, διότι η αποθεραπεία στο γόνατό του δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα και δεν του επιτρεπόταν να πάρει αυτό το ρίσκο, δεν εξέπληξε και πολλούς.

Ούτε η απουσία του Κώστα Σλούκα ήταν έκπληξη, αλλά και αυτή η απόφαση φάνηκε πολύ εύκολη και όχι διότι, όπως είπε ο Ιτούδης, ο 33χρονος γκαρντ ήθελε να φτιάξει το κορμί του για τον Παναθηναϊκό. Ο Σλούκας φέρεται να ενημέρωσε τον πρόεδρο της ΕΟΚ, Βαγγέλη Λιόλιο, και τον Δημήτρη Ιτούδη για την απόφασή του όταν ακόμα ήταν παίκτης του Ολυμπιακού. Όταν ουσιαστικά «φλέρταραν» μαζί του ο Παναθηναϊκός αλλά και η Φενέρμπαχτσε του Ιτούδη.

Τρίτη, μεγάλη και εύκολη απουσία αυτή του Νικ Καλάθη. Ενημέρωσε ότι δεν θα πάει στη Μανίλα, συμπτωματικά τον είχε ενημερώσει και η Φενέρ του κόουτς Ιτούδη ότι δεν τον θέλει και πρέπει να βρει ομάδα. Άσχετα από το γεγονός ότι εσχάτως κάτι άλλαξε και δεν αποκλείεται να παραμείνει στην ομάδα.

Τα ταλέντα, η βιτρίνα και ο Αντετοκούνμπο

Κάποτε οι μικρές εθνικές ομάδες γέμιζαν γήπεδα και έπαιρναν μετάλλια, αναγκάζοντάς μας να ρωτάμε ποιος είναι ο κάθε παίκτης και πού παίζει. Φέτος η Εθνική στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων Ανδρών κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Υπάρχουν λοιπόν ταλέντα, όμως η διαχείρισή τους από εδώ και στο εξής θα δείξει αν και κατά πόσον αυτά μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στις ομάδες τους και φυσικά στην Εθνική. Δύσκολο το εγχείρημα, διότι δεν αρκεί να προκύπτουν ταλέντα, πρέπει αυτά να βρίσκουν τον δρόμο τους.

Κάποτε ο Γιώργος Βασιλακόπουλος έφερε την επανάσταση στο μπάσκετ. Η τρομερή δουλειά που γινόταν στα κλιμάκια ήταν έργο του. Ο ίδιος είναι αυτός που ουσιαστικά με τις αστοχίες της τελευταίας δεκαετίας του στη διοίκηση του μπάσκετ γκρέμισε ό,τι είχε χτίσει.

Μία εξαγωγή

Η πτώση του μπάσκετ στη χώρα μας είναι κάτι που φαίνεται στον ορίζοντα και μέχρι τώρα κρύβεται πίσω από μια βιτρίνα που δημιουργούν δύο ομάδες μας και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός πορεύονται έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη Euroleague. Μόνο που αυτό δεν αποτελεί προϊόν της πολιτικής που ακολουθεί η ΕΟΚ. Πρόκειται για το αποτέλεσμα των ενεργειών των ιδιοκτητών των συγκεκριμένων ΚΑΕ.

Στη βιτρίνα μπαίνει και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Διότι αποτελεί ένα προϊόν που εξάγουμε και κάνει την Ελλάδα να ακούγεται έως τα πέρατα του Μιλγουόκι. Μόνο που έχουμε να κάνουμε με ένα τεράστιο ταλέντο, προικισμένο από τη φύση με μπασκετικά χαρίσματα, που έφυγε νωρίς από τη χώρα μας, δουλεύτηκε αλλού και έφτασε εδώ που έφτασε. Και τον μοναδικό Έλληνα που παίζει στο NBA.

Η δεξαμενή που στερεύει και οι σουτέρ

Ο Κώστας Σλούκας και ο Νικ Καλάθης απουσίασαν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, όμως έτσι και αλλιώς σιγά σιγά το μπάσκετ θα πρέπει να μάθει να ζει χωρίς αυτούς. Διότι ο πρώτος έχει κλείσει τα 33, ο δεύτερος τα 34. Είναι σαφές ότι η ώρα που θα αποχωρήσουν πλησιάζει. Το θέμα είναι τι έρχεται πίσω από αυτούς. Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να βρει κάποιος παίκτες με τη δική τους προσωπικότητα. Είναι σαφές ότι η δεξαμενή έχει μικρύνει κατά πολύ και, το κυριότερο, η Ελλάδα δεν έχει σουτέρ. Αυτό ακριβώς που έχουν οι ομάδες που διαπρέπουν στο σύγχρονο μπάσκετ.

Είναι προφανές βέβαια ότι το πρόβλημα κάνει την εμφάνισή του σε υψηλό επίπεδο -Basket League, Euroleague, εθνικές ομάδες-, όμως τα αίτιά του είναι σε κάτι πολύ πιο απλό. Ο λόγος για τις ακαδημίες μπάσκετ, στις οποίες καθημερινά χιλιάδες πιτσιρικάδες μαθαίνουν πώς να υπηρετούν ένα σύστημα που έχει ο κόουτς στο πινακάκι του, αλλά δεν έχουν την ελευθερία να σουτάρουν.

Το καλούπι

Τα παιδιά μάλλον μπαίνουν σε ένα διαφορετικό καλούπι από αυτό που επιτάσσει το σύγχρονο μπάσκετ. Κάπως έτσι η δεξαμενή από την οποία οι ομάδες και αργότερα η Εθνική καλούνται να αντλήσουν παίκτες μικραίνει. Προσθέστε σε όλα αυτά και έναν νέο εχθρό που έχει να κάνει με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Κάποτε οι μικροί αθλητές είχαν την επιλογή να παίξουν μπάσκετ ή ποδόσφαιρο ή κάτι άλλο για να συναντηθούν με τους φίλους τους. Σήμερα αρκετοί δεν ακολουθούν αυτή την επιλογή και μένουν στο σπίτι, καθώς συναντιούνται με τους φίλους τους διαδικτυακά και μέσω των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Του Κώστα Μπελιά
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή