Με τη φωτεινή εξαίρεση του 1966, η Eθνική Αγγλίας ηττάται µε κάθε πιθανό τρόπο στο Παγκόσµιο Κύπελλο από το 1950. Οι αποκλεισµοί της δεν έχουν απλώς το ιδιαίτερο βάρος που υπάρχει στις απώλειες της βασιλοµήτορος του ποδοσφαίρου, αλλά έχουν και αποδιοποµπαίους τράγους. Από τον Γουόλτερ Γουιντερµπότοµ στον Πίτερ Μπονέτι και από τον Τρέβορ Φράνσις στον Γουέιν Ρούνεϊ και, τον περασµένο ∆εκέµβριο, τον Χάρι Κέιν, οι Αγγλοι έχουν βιώσει πικρές ήττες στο πετσί τους και έχουν αντιδράσει ως επί το πλείστον σαρκαστικά.

Μόνο µία φορά ξέφυγαν από αυτήν τη νόρµα, στο Παγκόσµιο Κύπελλο του 1998. Το ηµερολόγιο έδειχνε 30 Ιουνίου όταν η Αγγλία έπαιζε µε την Αργεντινή. Το παιχνίδι παρουσιάστηκε περίπου ως πόλεµος, αν και δεν είχε τη δυναµιτική ένταση του προηµιτελικού ανάµεσα στις δύο οµάδες 12 χρόνια πριν, το 1986, στο Μεξικό. Τότε ήταν οι Αργεντινοί που διψούσαν για εκδίκηση και είχαν τον ποδοσφαιριστή, στο πρόσωπο του Ντιέγκο Μαραντόνα, για να το κάνουν. Στο Σεντ Ετιέν, όµως, ήταν οι Αγγλοι που ήθελαν οπωσδήποτε να σβήσουν µε το χλωµό µπλάνκο τους το «χέρι του Θεού» από τα βιβλία της Ιστορίας. Εκείνο το µατς, που επρόκειτο να γίνει ένας θρίαµβος της Αγγλίας, ειδικά µετά το γκολ του Μάικλ Οουεν στο 16’, έγινε εκατόµβη για τα «τρία λιοντάρια». Με το σκορ στο 2-2, ο Ντέιβιντ Μπέκαµ κλώτσησε ελαφρώς, ενώ ήταν µπρούµυτα στο έδαφος, τον Ντιέγκο Σιµεόνε, ο οποίος έπεσε κάτω κεραυνόπληκτος. Ο ∆ανός διαιτητής Κιµ Μίλτον Νίλσεν τού έδειξε την κόκκινη κάρτα στο 47’. Οι δύο οµάδες έµειναν στο 2-2, ένα γκολ του Σολ Κάµπελ στην παράταση ακυρώθηκε για επιθετικό φάουλ και στα πέναλτι ο Κάρλος Ρόα, συνεργάτης του Ματίας Αλµέιδα, που έπαιξε σε όλο εκείνο το παιχνίδι στην ΑΕΚ, έπιασε τα σουτ των Πολ Ινς και Ντέιβιντ Μπάτι και η Αργεντινή προκρίθηκε. Η Κόλαση για τον Μπέκαµ, όµως, είχε µόλις αρχίσει.

«10 λιοντάρια και ένα ηλίθιο αγόρι»

Το ντοκιµαντέρ µε τον Μπέκαµ στο Netflix, το οποίο φέρει το επώνυµό του, αν δεν υπήρξε εξόχως διαφωτιστικό για όσους γνώριζαν τι συνέβη µετά, αποσαφήνισε το διάστηµα που κράτησε. Είναι mainstream γνώση το πρωτοσέλιδο µε τα «10 λιοντάρια και ένα ηλίθιο αγόρι» ή η προσφορά µε τον στόχο και τα βελάκια, µε το πρόσωπό του να δεσπόζει στο κέντρο του. Είναι σχετικά κοινή πληροφορία και το ταξίδι που έκανε στις ΗΠΑ αµέσως µετά, προκειµένου να βρει τη Βικτόρια και τις υπόλοιπες Spice Girls, που βρίσκονταν σε περιοδεία.

Αυτό που δεν έµοιαζε τόσο δεδοµένο είναι πως τον κατακρεουργούσαν σε κάθε αγγλικό γήπεδο µέχρι τα... Χριστούγεννα του 1998, λες και είχε υποσχεθεί σε καθέναν ξεχωριστά από τους διαµαρτυρόµενους τη σωτηρία της ψυχής του.

Οι Αγγλοι κρατούν µανιάτικο αυτήν τη στιγµή ακόµα και τώρα. Οταν ο Σιµεόνε είπε, στο ντοκιµαντέρ, ότι έπαιξε θέατρο µε µια κλωτσιά που µόλις τον άγγιξε, ο ερωτών τού απάντησε δηκτικά: «Να σε πάρω στην επόµενη ταινία µου». Ο Σιµεόνε, µάλιστα, δήλωσε ότι δεν επρόκειτο για µια κίνηση που έπρεπε να τιµωρηθεί µε κόκκινη κάρτα, ουσιαστικά συµφωνώντας µε το κοινό αίσθηµα. Μια τέτοια τοποθέτηση, η οποία έβρισκε σύµφωνη τη συντριπτική πλειονότητα των φιλάθλων, δηµιούργησε ένα δίληµµα, το οποίο ακόµη δεν έχει απαντηθεί: Για ποιον λόγο φταίει ο Μπέκαµ, αν τιµωρήθηκε άδικα;

Γιατί ο Μπέκαμ δεν είχε το περιθώριο του λάθους

Η απάντηση πρέπει να βρίσκεται στην ίδια την οντότητα. Ο Ντέιβιντ Μπέκαµ ήταν αυτό που οι Αγγλοι αποκαλούν royalty, δηλαδή γαλαζοαίµατος. Ποτέ Αγγλος ποδοσφαιριστής δεν ήταν τόσο όµορφος, δεν αποτελούσε fashion icon και δεν έβγαζε τόση ποιότητα στο γήπεδο. Ο αµέσως προηγούµενος ήταν ο Τζορτζ Μπεστ, ένας αλκοολικός Ιρλανδός, 30 χρόνια πριν, αλλά βέβαια δεν είναι το ίδιο. Η δεκαετία του ’90, αν µη τι άλλο, αποτέλεσε την κατάρρευση του αφηγήµατος των ανθρώπινων αδυναµιών µεταφρασµένων σε καταχρήσεις και της εισαγωγής στην κλινική κατάθλιψη. Ο Μπέκαµ έδωσε στο ποδόσφαιρο το χρώµα του lifestyle και, παρά το ίδιο το παιχνίδι µε την µπάλα κάτω που έπαιζαν η Λίβερπουλ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και η Αρσεναλ στα µέσα της δεκαετίας του ’90, αποµάκρυνε εξ ολοκλήρου το αγροτικό ποδόσφαιρο που κυριαρχούσε στην Αγγλία, τα σπασµένα δόντια, τη συνολική τρέλα που είχαν οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές, οι οποίοι τελείωναν την προπόνηση και πήγαιναν στις παµπ για να «πνίξουν» έξι µπυρίτσες. Η δηµοφιλία του, σε συνάρτηση κιόλας µε τη Βικτόρια, παρέπεµπε στη βασιλική οικογένεια και το ξανθό µαλλί ακτινοβολούσε στον ήλιο. Ταυτοχρόνως, έµοιαζε να µην επηρεάζει την απόδοσή του στο γήπεδο, αφού παρέµενε ένας επιθετικός ποδοσφαιριστής, µε µανιακά τρεξίµατα, που στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έπαιζε στη δεξιά πλευρά µαζί µε τον κουµπάρο του, Γκάρι Νέβιλ.

Ηταν άθικτος και δεν είχε το περιθώριο του λάθους, γι’ αυτό, κιόλας, όταν έκανε το πρώτο, οι άνθρωποι εξαγριώθηκαν. Αφού αυτός ήταν κάτι άλλο, έπρεπε να µην έχει οποιαδήποτε ατέλεια - και όταν αυτή αναδείχθηκε, το κοινό αίσθηµα της απέδωσε κακουργηµατικό χαρακτήρα.

*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ‘’Secret’’ της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 11/11