Η Εθνική Αργεντινής έφτασε στη Βαρκελώνη στις 12 Ιουνίου του 1982. Εφυγε από το Μπουένος Αϊρες και ο Λουίς Σεζάρ Μενότι, µε όλο το τεχνικό επιτελείο και τους παίκτες του, συµπεριλαµβανοµένου του 21χρονου Ντιέγκο Αρµάντο Μαραντόνα, θεωρούσε πως η χώρα του νικούσε τους Βρετανούς στον πόλεµο για τις Μαλβίνες.


Η επική κόντρα της Εθνικής Αργεντινής µε τους Αγγλους 

Η προπαγάνδα στο στρατιωτικής κατοχής κράτος δεν επέτρεπε να φανερωθεί ότι οι διεθνείς έµαθαν την παραµονή του παιχνιδιού τους µε το Βέλγιο για την πρεµιέρα των οµίλων στο Παγκόσµιο Κύπελλο του 1982: πως δηλαδή οι στρατιωτικές δυνάµεις της Βρετανίας συνέτριβαν τις αντίστοιχες της Αργεντινής στις Μαλβίνες ή, όπως αναγνωρίζεται το µέρος στην Ευρώπη, τα νησιά Φόκλαντ.

Μία ηµέρα µετά, µια οµάδα που είχε στις τάξεις της τον προπονητή µε τον οποίο κατέκτησε το τρόπαιο της προηγούµενης διοργάνωσης και αρκετούς παίκτες από εκείνο το συγκρότηµα, όπως ο Μάριο Κέµπες, ο Ντανιέλ Πασαρέλα, ο Ντανιέλ Μπερτόνι και ο Ουµπάλδο Φιλιόλ, µε την προσθήκη του νεαρού Μαραντόνα, που θεωρείτο ο πλέον φέρελπις ποδοσφαιριστής παγκοσµίως, ηττήθηκε 1-0 από το Βέλγιο µε το γκολ του Ερβιν Βάντενµπεργκ στο 62’.

Η Αργεντινή προκρίθηκε στον δεύτερο γύρο, αλλά εκεί γνώρισε δύο ήττες, από την Ιταλία µε σκορ 2-1 και από τη Βραζιλία, οιονεί πρωταθλήτρια κόσµου και, εντέλει, µια από τις τρεις «βασίλισσες χωρίς στέµµα» στο παγκόσµιο ποδόσφαιρο, µε σκορ 3-1. Ενας εκνευρισµένος Μαραντόνα, που είχε φάει άφθονο ξύλο καθ’ όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης, κλώτσησε τον Μπατίστα στα αχαµνά στο 85’ και αποβλήθηκε. Το πρώτο Παγκόσµιο Κύπελλο του «ντίες» τελείωσε µέσα στην ντροπή. Οταν οι διεθνείς επέστρεψαν στην Αργεντινή, νόµιζαν ότι βρίσκονταν σε άλλη χώρα. Ηταν τέτοια η κατάσταση µε τις Μαλβίνες, ένα αρχιπέλαγος στον Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό, µέρος της Παταγονίας, που ο Οσβάλδο Αρντίλες, ο οποίος δεν βρισκόταν καν στην αποστολή της εθνικής οµάδας για το Παγκόσµιο Κύπελλο, ζήτησε να φύγει από την Τότεναµ και εστάλη δανεικός στη γαλλική Παρί Σεν Ζερµέν.

Οι Αργεντινοί κράτησαν µανιάτικο ότι οι Βρετανοί αποφάσισαν ετσιθελικά να κατακτήσουν ένα µέρος από τα εδάφη τους. Ηταν η σειρά της ζωής να αναλάβει να ενορχηστρώσει το µέγιστο των ποδοσφαιρικών δραµάτων και, εν είδει αρχαιοελληνικής τραγωδίας, να ανοίξει τη λεωφόρο για µια όχι ακριβώς σύννοµη κάθαρση. Οι Μαλβίνες στριφογύριζαν στο µυαλό των Αργεντινών την τετραετία έως το Παγκόσµιο Κύπελλο του 1986, στο Μεξικό, και τα τερτίπια των σταυρωµάτων έφεραν την Αγγλία στον δρόµο της στα προηµιτελικά της διοργάνωσης. Προπονητής της οµάδας ήταν, πια, ο Κάρλος Μπιλάρδο, αλλά το συγκρότηµα ήταν προσωποκεντρικό: σε µια προπόνηση λίγο πριν από το Παγκόσµιο Κύπελλο, ο Πασαρέλα αποκάλεσε τον Μαραντόνα «ναρκοµανή», αρνήθηκε να κάνει προπόνηση ξανά µαζί του και αποκλείστηκε από το αντιπροσωπευτικό συγκρότηµα. Ο Μαραντόνα ήταν ο ηγήτωρ εκείνης της οµάδας, ένας ποδοσφαιριστής γύρω από τον οποίο οι συµπαίκτες του περιστοιχίζονταν.

Διαβάστε ακόμα: Παγκόσμιο Κύπελλο 1982: Η αφέλεια της Βραζιλίας δεν ήταν ο θάνατος του ποδοσφαίρου


Έτοιμος για μάχη ο Μαραντόνα

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα πέθανε την Πέµπτη 25 Νοεµβρίου 2020 και το ονοµατεπώνυµό του αποτελεί πάντα ένα πρώτης τάξεως αφροδισιακό. Υπήρξε ο µόνος που είχε (και χόρτασε) ασυλία από όσους τον θαύµαζαν, κάθε υπόστασης και τάξης: ακόµα και οι συντηρητικοί είχαν ανέκαθεν τη διάθεση να συγχωρούν κάθε παράπτωµα, οποιασδήποτε εµβέλειας και έκτασης.

Για τον Μαραντόνα δεν ίσχυαν τα κοινά µέτρα και οι ηθικές νόρµες µε τις οποίες κοστολογείται η ανθρώπινη παρουσία υπό τον µεγεθυντικό φακό που την κοιτάζει η µάζα. Ο ίδιος υπήρξε ακαταµάχητος στο να διεγείρει το πλήθος και αυτοκαταστροφικός στον βαθµό που, εντέλει, δεν άκουσε τη συµβουλή του θείου του, ο οποίος, όταν ο Ντιέγκο ήταν µικρός και ατίθασος, τον συµβούλευε «να κρατάς το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά». Το προσπαθούσε, αλλά δεν τα κατάφερε.

Στις 22 Ιουνίου του 1986, αυτό το παλίµψηστο των τρανταχτών αντιφάσεων, µε τις αντίθετες συνισταµένες να συγκρικώνονται σε βαθµό υπερβολικό και σχεδόν σκηνοθετηµένο, ο Μαραντόνα έγινε ο... Θεός. Ουδείς ποδοσφαιριστής στην Ιστορία, όποια αρτιότητα κι αν κουβαλούσε, όσο συγκινητικός και αν υπήρξε, δεν υφάρπαξε προσωνύµιο που ξεφεύγει από τα γήινα.

Οµως, απέναντι στην Αγγλία, στον προηµιτελικό του Παγκόσµιου Κυπέλλου, ο Μαραντόνα µπήκε στο «Αζτέκα» µε το στήθος προτεταµένο και στάθηκε αγέρωχος µε τρόπο που ποδοσφαιριστής δεν έχει ξανασταθεί σε παιχνίδι, περιµένοντας να αρχίσει η αναµέτρηση, σαν κόκορας έτοιµος για µάχη. Τα δύο γκολ, εκείνο µε το χέρι, που ο ίδιος είπε «το χέρι του Θεού», για το οποίο ουδείς έφερε αντίρρηση, και το σόλο, που θεωρείται το γκολ του αιώνα, στο 51’ και το 55’, είναι χιλιοειπωµένα και ερµηνευµένα µε κάθε δυνατό τρόπο, γι’ αυτό κιόλας ξεφεύγουν από τα αθλητικά µέτρα και σταθµά.

Γι’ αυτό κιόλας ό,τι χρειάζεται να ξέρει κάποιος για το πώς αισθάνονταν οι άνθρωποι που τον λάτρευαν θα το βρει στο «Hand of God», την ταινία του µάστορα της σκηνοθεσίας Πάολο Σορεντίνο, παραγωγής 2021. Ο τόπος είναι η Νάπολη και οι αναφορές στον Μαραντόνα δεν προσιδιάζουν µε ό,τι υπόσχεται ο τίτλος. Οµως, υπάρχει µία στιγµή, εκείνη του γκολ µε το χέρι, που ο παππούς, τρέµοντας σύγκορµος, πιάνει µε δύναµη και ένταση τον εγγονό του και του λέει: «Το έβαλε µε το χέρι… Τους ξεφτίλισε… Αυτή ήταν µια πολιτική πράξη».

Τρία χρόνια µετά τον θάνατό του, ο Μαραντόνα παραµένει ολοζώντανος. Σε σηµείο που αναρωτιέσαι: «Οντως υπήρξε;». Αλλωστε αποδεικνύεται ποικιλοτρόπως και, µοιάζει, πάντα. Η φανέλα του στον προηµιτελικό του Παγκόσµιου Κυπέλλου το 1986 µε την Αγγλία (2-1 υπέρ της Αργεντινής) έπιασε 8,28 εκατοµµύρια δολάρια σε δηµοπρασία του Οίκου Sothebys, παγκόσµιο ρεκόρ για ποδοσφαιρική εµφάνιση.

Δημοσιεύθηκε στο «Secret» των «Παραπολιτικών» στις 25/11/2023