Είναι πλέον δεδομένο ότι οι δύο μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας σε λίγους μήνες θα αλλάξουν ηγεσία, καθώς οι απερχόμενοι δήμαρχοι δεν θα θέσουν ξανά υποψηφιότητα. Την αρχή έκανε πριν από λίγο καιρό ο Γιώργος Καμίνης, ανακοινώνοντας ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος για το Δήμο Αθηναίων και την περασμένη Πέμπτη ο Γιάννης Μπουτάρης επισημοποίησε ότι πήρε την ίδια απόφαση για τη Θεσσαλονίκη.

Καμίνης και Μπουτάρης μοιράζονται πολλά κοινά στην αυτοδιοικητική τους διαδρομή: Αμφότεροι πρόσωπα εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής, θήτευσαν στο αξίωμά τους για δύο τετραετίες, είχαν ως αφετηρία στήριξης την κεντροαριστερά, αλλά προσέλκυσαν ψηφοφόρους από ευρύτερους χώρους προκειμένου πρώτα να ανατρέψουν την εκλογική παράδοση και στη συνέχεια να παγιώσουν τη δυναμική τους. Ταυτόχρονα, κανείς εκ των δύο δεν μπορεί να πει ότι οι τελευταίοι μήνες της θητείας τους προμήνυαν καλές πιθανότητες για τρίτη συναπτή εκλογή στο αξίωμα που σύντομα θα παραδώσουν.

Παράλληλα, όμως, με όσα ενώνουν τους δύο δημάρχους μεταξύ τους, είναι η γενική συγκυρία της χώρας που τους συνδέει με την περίοδο της κρίσης: Καμίνης και Μπουτάρης εξελέγησαν στις πρώτες εκλογές μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου και αποχωρούν στις πρώτες (Αλέξη Τσίπρα θέλοντος) εκλογές που θα διεξαχθούν μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Διαχειρίστηκαν δηλαδή τους δύο μεγαλύτερους δήμους της Ελλάδας την περίοδο της «μεγάλης σύγκρουσης».

Φυσικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα παραπάνω ορόσημα είναι παραπλανητικά, καθώς η ελληνική κρίση έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από το 2010 και συνάμα δεν έκλεισε τον κύκλο της απλά με την ημερομηνία λήξης ενός προγράμματος. Δεν θα ήταν τίμιο λοιπόν να λογίζονται οι δύο δήμαρχοι ως οι μόνοι «δήμαρχοι της κρίσης». Τα μνημόνια ωστόσο παραμένουν όμως πραγματικά ορόσημα ως προς τα πολιτικά γεγονότα που εμπεριέχουν. Μπορούμε λοιπόν να αποτιμήσουμε την πολιτική παρουσία των δύο ανδρών στο χώρο και το χρόνο που ανέλαβαν δυο κατ’ εξοχήν πολιτικά αξιώματα, χωρίς να είμαστε χλιαροί ούτε σε όσα θα τους πιστώσουμε, ούτε σε όσα θα τους χρεώσουμε.

Στα θετικά τους στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι κανείς με την ουσία τους, Καμίνης και Μπουτάρης σίγουρα κατέγραψαν μια δημόσια παρουσία πάνω από τη μέση στάθμη της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Και αν ο μεν Καμίνης λοιδορήθηκε ως μαλθακός, ο δε Μπουτάρης επικρίθηκε ως παρορμητικός, η θητεία τους σε καμία περίπτωση δεν αφήνει τραύματα στο δημόσιο λόγο και αυτό για την περίοδο της δημαρχίας τους σε καμία περίπτωση δεν είναι μήτε αυτονόητο, μήτε επουσιώδες.

Δεν πρέπει να παραγνωριστεί επίσης η δουλειά που έγινε αυτά τα οκτώ χρόνια ως προς τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Η αθόρυβη προσφορά του Δήμου Αθηναίων στα συσσίτια και η ηχηρή συνεισφορά του Δήμου Θεσσαλονίκης στην αναστήλωση του παρελθόντος της πόλης και την εξωστρέφειά της ήρθαν σε μια περίοδο γενικής κατάρρευσης, ριζοσπαστικοποίησης και ροπής προς τα άκρα, απέναντι τα οποία και οι δύο δήμαρχοι όρθωσαν ανάστημα (και εδώ αξίζει ιδιαίτερη μνεία στη στάση τους απέναντι στη Χρυσή Αυγή), με κορυφαία στιγμή την υποστήριξη του «ναι» και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας στο δημοψήφισμα του 2015.

Πέρα, όμως, από αυτά, οι δήμαρχοι κρίνονται και από την καθημερινότητα των πόλεών τους - ίσως, για πολλούς συμπολίτες μας, να κρίνονται πρωτίστως από αυτήν. Και εδώ η αλήθεια είναι πικρή: Καμίνης και Μπουτάρης παραδίδουν τις πόλεις τους εξίσου βρόμικες, εξίσου ακαλαίσθητες, εξίσου μη φιλικές όπως ήταν όταν τις παρέλαβαν. Σίγουρα οι παθογένειες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είναι βαρύτατες, σίγουρα βρέθηκαν σε περίοδο «ισχνών αγελάδων», όμως από ένα σημείο και μετά δινόταν η εντύπωση ότι, ειδικά στην Αθήνα, η βρόμα και η αταξία αντιμετωπίζονταν από τη δημοτική αρχή περίπου σαν couleur locale, στοιχείο της ταυτότητας της πόλης.

Επιπλέον, όπως ακριβώς αναγνωρίστηκε παραπάνω η προσπάθεια συγκράτησης των πολιτών σε μετριοπαθείς πολιτικές, έτσι δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι αυτή η προσπάθεια τελικά δεν απέδωσε, ειδικά στο δημοψήφισμα: Οι πολίτες γύρισαν την πλάτη (και) στους δημάρχους τους. Ο Γιώργος Καμίνης απέτυχε να περάσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών για την κεντροαριστερά, ενώ ο Γιάννης Μπουτάρης συζήτησε μέσα στο καλοκαίρι το ενδεχόμενο εκλογικής στήριξης και από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον κατ’ εξοχήν εκφραστή του εθνικολαϊκισμού - μια συνθηκολόγηση σίγουρα μειωτική της πορείας του.

Η επόμενη μέρα στους Δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης πρέπει να κρατήσει τα θετικά των προηγούμενων διοικήσεων, αλλά να δώσει προτεραιότητα σε αυτά που εκείνες υστέρησαν: Οι νέοι δήμαρχοι πρέπει να επιμείνουν στη μετριοπάθεια και την εξωστρέφεια, αλλά να σκύψουν πάνω από την καθημερινότητα των πολιτών, να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη, να είναι παρόντες για όσα τους χρειάζονται και να αποδείξουν ότι έχουν λύσεις, ιδίως για τους πιο αδύναμους.

Οι επερχόμενες εκλογές στους μεγάλους δήμους αρχίζουν να θυμίζουν εκείνες του 1986, όταν θεωρήθηκαν προάγγελος πολιτικής αλλαγής. Η δίκαιη αποτίμηση του έργου των προηγούμενων διοικήσεων θα πρέπει να είναι οδηγός για τις επόμενες. Είναι ώρα να αποκτήσει η χώρα δημάρχους μετριοπαθείς, μα και αποτελεσματικούς∙ στιβαρούς, μα και προσιτούς∙ ενωτικούς, μα και νικητές.