Το έτος 2019 ολοκληρώθηκε µε εκτεταµένες εκδηλώσεις διαµαρτυρίας, αυξανόµενη ανισότητα και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης σε πολλές χώρες. Ο κόσµος οδεύει σαν υπνωτισµένος προς την ύφεση και µια νέα κρίση, εξαντλώντας ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις, δηλαδή εντέλει οι λαοί, έχουν τη δυνατότητα να αναστρέψουν αυτές τις ανησυχητικές τάσεις µέσα στο 2020.

Εντός του 2020 θα διεξαχθούν προεδρικές ή και κοινοβουλευτικές εκλογές σε 61 χώρες. Πολλοί πολίτες έχουν κουραστεί πια µε τις συµβατικές, «ορθόδοξες» πολιτικές. Θέλουν αλλαγή και είναι διατεθειµένοι να εκλέξουν νέα κόµµατα, προκειµένου να την επιτύχουν. Αυτό αποτελεί µια σηµαντική ευκαιρία να αναστραφεί η σηµερινή κατάσταση, όµως το πρόβληµα είναι ότι πολλοί από τους νεοαναδυόµενους πολιτικούς ηγέτες είναι ακροδεξιοί δηµαγωγοί, που καταλογίζουν τα σηµερινά προβλήµατα στις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, στους µετανάστες και στους φτωχούς, ενώ ταυτόχρονα στοχεύουν στην άρση κάθε περιορισµού στο κεφάλαιο.

Όπως συνέβη στο Ηνωµένο Βασίλειο, έτσι και σε πολλές άλλες χώρες πολλοί άνθρωποι που ένιωσαν ότι ο νεοφιλελευθερισµός τούς έχει βλάψει θα ψηφίσουν πιθανότατα τέτοιους πολιτικούς, καθιστώντας τον κόσµο ακόµα πιο άνισο και πιο επικίνδυνο. Πολλά θα κριθούν στις Ηνωµένες Πολιτείες, που εξακολουθούν να είναι η ηγεµονική δύναµη του κόσµου. Το πώς θα ψηφίσουν οι Αµερικανοί πολίτες (πολλοί από τους οποίους έχουν ελάχιστη γνώση των παγκόσµιων ζητηµάτων) στις προεδρικές εκλογές του 2020 πρόκειται να έχει σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους υπόλοιπους πολίτες του πλανήτη.

Ήδη, ο Αµερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραµπ, έχει επηρεάσει σε µεγάλο βαθµό τις παγκόσµιες εξελίξεις, διαλύοντας πολυµερείς θεσµούς, εµπορικές συµφωνίες και παγκόσµιες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του δόγµατός του, που βάζει «πρώτα από όλα την Αµερική». Παρά τη λαϊκιστική ρητορική, οι Αµερικανοί ως σύνολο έχουν επωφεληθεί ελάχιστα. Οι µεγάλες φορολογικές διευκολύνσεις στους πλουσίους, τα εµπόδια στην πρόσβαση στην υγειονοµική περίθαλψη και οι αυξήσεις στον προϋπολογισµό άµυνας των ΗΠΑ έχουν επιφέρει δυσανάλογη επιβάρυνση των φτωχότερων πολιτών και αύξηση των ανισοτήτων.

Κι όμως, η ∆εξιά συνεχίζει να κερδίζει ψήφους, εν µέρει επειδή γίνεται ολοένα και πιο ριζοσπαστική, λανσάροντας ρηξικέλευθες έως «αδιανόητες» πολιτικές –από την ανέγερση τειχών έως την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση–, οι οποίες βρίσκουν γόνιµο έδαφος ανάµεσα σε εκείνους που επιθυµούν πάνω από όλα µια αλλαγή. Εάν οι Σοσιαλδηµοκράτες δεν προωθήσουν ριζοσπαστικές και ελκυστικές προοδευτικές δηµόσιες πολιτικές εντός του 2020, η ριζοσπαστική ∆εξιά θα συνεχίσει να ενισχύεται και µαζί της η αυξανόµενη ανισότητα, οι οικονοµικοί κίνδυνοι και η υποβάθµιση του φυσικού περιβάλλοντος.

∆εν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πώς φτάσαµε έως εδώ. Τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχουν διαβρώσει τις συνθήκες διαβίωσης στις περισσότερες χώρες. ∆εξιές και αριστερές κυβερνήσεις, υπό την καθοδήγηση του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου ή της Παγκόσµιας Τράπεζας και άλλων οργανισµών, έχουν ακολουθήσει και συνεχίζουν να ακολουθούν πολιτικές που εστιάζουν στην τόνωση της προσφοράς µέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, κάτι που µεταφράζεται σε χαµηλότερους µισθούς, «ευέλικτες» αγορές εργασίας, χαµηλότερη φορολογία για τις επιχειρήσεις και µεγαλύτερη ανισότητα εισοδηµάτων.

Έτσι, οι εταιρείες διαγκωνίζονται για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος εν µέσω µιας γενικευµένης πτώσης του βιοτικού επιπέδου και αυξανόµενων δηµόσιων χρεών, τη στιγµή που η ζήτηση παραµένει στάσιµη. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις έχουν επιδιώξει περικοπές των κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποίηση των δηµόσιων υπηρεσιών. Η µεγάλη ειρωνεία είναι πως το συντριπτικό µέρος της εξοικονόµησης από αυτές τις περικοπές έχει διοχετευθεί στη στήριξη ιδιωτικών εταιρειών µέσω φορολογικών ελαφρύνσεων ή άµεσης «διάσωσής» τους, σε µια υποτιθέµενη προσπάθεια να παραχθεί ανάπτυξη.

Ως εκ τούτου, ο µέσος πολίτης βίωσε σηµαντική µείωση σε προνοµιακές παροχές, ενώ οι ρυθµοί ανάπτυξης παρέµειναν και αυτοί σε χαµηλά επίπεδα, καθώς οι νεοφιλελεύθερες βραχυπρόθεσµες πολιτικές δεν αντιµετωπίζουν τις µακροπρόθεσµες, διαρθρωτικές αιτίες του προβλήµατος: υπερπαραγωγή και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Εάν δεν αλλάξει η τρέχουσα πορεία, οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχίσουν να εξαπλώνονται εντός του 2020, οδηγώντας σε περικοπές συντάξεων, µισθών, κοινωνικών προγραµµάτων και προστασίας των εργαζοµένων.

Το 2020 η λιτότητα θα γίνει η «νέα κανονικότητα» και θα επηρεάσει 113 χώρες, δηλαδή πάνω από το 70% του παγκόσµιου πληθυσµού, πυροδοτώντας ακόµα περισσότερη κοινωνική δυσαρέσκεια. Παραδόξως, πολλές κυβερνήσεις περικόπτουν τις κοινωνικές δαπάνες, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τις στρατιωτικές και στηρίζουν µεγάλες επιχειρήσεις παρέχοντάς τους δηµόσιους πόρους και περιορισµένη νοµοθετική ρύθµιση. Σε µια εποχή όπου ο µισός πληθυσµός του κόσµου εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες φτώχειας (δηλαδή µε εισόδηµα κάτω από 5,50 δολάρια την ηµέρα), η εξέλιξη αυτή πιθανότατα θα οδηγήσει σε ακόµα περισσότερες διαµαρτυρίες και συγκρούσεις µέσα στο 2020. Η λιτότητα δεν είναι ένα απαραίτητο µέτρο.

Ακόµη και στις φτωχότερες χώρες υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Η ∆ιεθνής Οργάνωση Εργασίας, η Οργάνωση Γυναικών των Ηνωµένων Εθνών και η UNICEF αναφέρουν τουλάχιστον οκτώ επιλογές χρηµατοδότησης για τη βιώσιµη παραγωγή πόρων και την αποφυγή περικοπών στις δηµόσιες υπηρεσίες. Για παράδειγµα, οι χώρες µπορούν να περιορίσουν τις παράνοµες χρηµατοοικονοµικές ροές, να καταπολεµήσουν τη φοροδιαφυγή, να αυξήσουν την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήµατος, να µειώσουν την εξυπηρέτηση του χρέους µε καλύτερη διαχείρισή του ή να υιοθετήσουν πιο ελαστικά µακροοικονοµικά πλαίσια. Τα τελευταία χρόνια αφθονούν τα σχετικά επιτυχηµένα παραδείγµατα.

Εάν οι κυβερνήσεις εγκαταλείψουν τη λιτότητα, θα µπορούσαµε να δούµε περισσότερες χώρες να συγκεντρώνουν επιτυχώς τους απαραίτητους πόρους για εθνική ανάπτυξη εντός του 2020, να αυξάνουν τις δηµόσιες επενδύσεις προς όφελος των ανθρώπων, να υποστηρίζουν την πραγµατική οικονοµία και την ανθρώπινη ανάπτυξη µε απώτερο στόχο τη δηµιουργία αξιοπρεπούς απασχόλησης και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικής βιωσιµότητας. Ακόµη και αν ο κόσµος αποφύγει την οικονοµική καταστροφή εντός του 2020, η περιβαλλοντική καταστροφή θα συνεχιστεί. Είναι εφικτό ένα καλύτερο µέλλον για όλους.

Οι κυβερνήσεις, δηλαδή οι πολίτες που τις αναδεικνύουν, µπορούν να βελτιώσουν τον κόσµο µέσα στο 2020. Οµως, εάν εξακολουθήσουν να ασχολούνται εµµονικά µε τις τιµές των µετοχών και τα τριµηνιαία κέρδη σε βάρος ενός µακροπρόθεσµου οράµατος, να αυξάνουν τις αµυντικές δαπάνες σε βάρος της κοινωνικής πρόνοιας, να κατηγορούν τους µετανάστες και τους φτωχούς, ενώ ταυτόχρονα αφήνουν ανενόχλητους τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι και το περιβάλλον να καταστρέφεται, τότε θα συνεχιστεί και το 2020 το «ζην επικινδύνως» για άλλη µία βασανιστική χρονιά.