Τη στιγµή που οι κάτοικοι των πλουσιότερων οικονοµιών του κόσµου επιδίδονται σε αέναες αντιπαραθέσεις για την τύχη της µεσαίας τάξης, πάνω από 800 εκατοµµύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσµο δεν έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια.

Περισσότεροι από δύο δισεκατοµµύρια δεν διαθέτουν καθαρές εγκαταστάσεις για µαγείρεµα και αναγκάζονται να καταφεύγουν σε τοξικές εναλλακτικές λύσεις, όπως στη χρήση ζωικών αποβλήτων ως κύριο καύσιµο µαγειρέµατος. Ταυτόχρονα, οι κατά κεφαλήν εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη και στις Ηνωµένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι απείρως υψηλότερες απ’ ό,τι στην Κίνα ή την Ινδία. Με ποιο δικαίωµα, λοιπόν, διαµαρτύρονται, ιδίως οι Αµερικανοί, επειδή η Κίνα αυξάνει την παραγωγή των ρυπογόνων βιοµηχανιών της για να αντιµετωπίσει την οικονοµική επιβράδυνση που επέφερε ο εµπορικός πόλεµος µε τις ΗΠΑ; Στην αντίληψη πολλών ανθρώπων στην Ασία, η οµφαλοσκοπική συζήτηση στη ∆ύση φαντάζει συχνά παράφωνη και εκτός θέµατος.

Ακόµα και αν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αναχαιτίσουν εκουσίως την ταχύτητα της καπιταλιστικής τους ανάπτυξης -µε την εφαρµογή πιο ριζοσπαστικών πολιτικών προτάσεων-, αυτό δεν θα ανέκοπτε την υπερθέρµανση του πλανήτη, εάν οι αναδυόµενες οικονοµίες παραµείνουν στην τρέχουσα τροχιά αύξησης της κατανάλωσης. Τα πιο πρόσφατα δεδοµένα του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών δείχνουν ότι ο κόσµος έχει ήδη φτάσει στο σηµείο καµπής όπου υπάρχουν πια ελάχιστες πιθανότητες περιορισµού της αύξησης της θερµοκρασίας του πλανήτη ως το όριο του 1,5 °C πάνω από τα προβιοµηχανικά επίπεδα, που οι κλιµατικοί επιστήµονες θεωρούν οριακά ασφαλές.

Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό να σηµειωθεί πολύ σηµαντική αύξηση θερµοκρασίας. Σύµφωνα µε πρόσφατη έκθεση του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, ο περιορισµός της υπερθέρµανσης του πλανήτη ακόµα και στους 2 °C θα απαιτούσε παγκόσµια κοστολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα στα 75-100 δολάρια ανά τόνο τουλάχιστον -δηλαδή πάνω από το διπλάσιο του σηµερινού επιπέδου- έως το 2030. Η οποιαδήποτε λύση στο πρόβληµα προϋποθέτει δύο αλληλένδετα σκέλη. Το πρώτο και σηµαντικότερο είναι ένας παγκόσµιος φόρος επί των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα, ο οποίος θα αποθάρρυνε δραστηριότητες που επιδεινώνουν την υπερθέρµανση του πλανήτη και θα ενθάρρυνε την καινοτοµία. Η εξίσωση της παγκόσµιας τιµής των εκποµπών διοξειδίου τα άνθρακα σε παγκόσµιο επίπεδο θα εξάλειφε τις στρεβλώσεις, όπως, για παράδειγµα, το γεγονός ότι µια εταιρεία µε έδρα στις ΗΠΑ µπορεί να επιλέξει να µεταφέρει την παραγωγή της µε τις υψηλότερες εκποµπές άνθρακα στην Κίνα. Ενας παγκόσµιος φόρος άνθρακα θα µπορούσε να επιτύχει µονοµιάς αυτό που δεν µπορούν να επιτύχουν έως τώρα τα µυριάδες µέτρα επιβολής και ελέγχου.

Το δεύτερο κρίσιµο σκέλος συνίσταται σε έναν µηχανισµό που να παρακινεί τις αναδυόµενες και λιγότερο ανεπτυγµένες οικονοµίες να δεσµεύονται ως προς τη µείωση εκποµπών άνθρακα, κάτι που µπορεί να είναι πολύ δαπανηρό από την άποψη της περιστολής της ανάπτυξής τους. Τα τελευταία χρόνια, η µεγαλύτερη συνεισφορά στην παγκόσµια αύξηση εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα σηµειώνεται από την ταχέως αναπτυσσόµενη Ασία, όπου ανεγείρεται περίπου ένα νέο εργοστάσιο άνθρακα κάθε εβδοµάδα. Για τις προηγµένες οικονοµίες, όπου το µέσο εργοστάσιο άνθρακα είναι ήδη ηλικίας 45 ετών, η σταδιακή κατάργηση αυτών των µονάδων είναι σε ώριµη φάση και ένας σχετικά εύκολος τρόπος µείωσης των εκποµπών άνθρακα. Οµως, για την Ασία, όπου τα αντίστοιχα εργοστάσια είναι κατά µέσο όρο µόλις 12 ετών, το κόστος της εξοντωτικής φορολόγησης αυτών των µονάδων καθιστά κάτι τέτοιο πρακτικά αδύνατο χωρίς εξωτερική βοήθεια. Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ µπορούν να επιβάλλουν συνοριακούς φόρους άνθρακα στις αναπτυσσόµενες χώρες που δεν συµµορφώνονται µε τις προδιαγραφές τους. Ωστόσο, πέρα από τις σχετικές τεχνολογικές δυσκολίες, κάτι τέτοιο θα έθετε και ζητήµατα δίκαιης µεταχείρισης, δεδοµένης της τεράστιας παγκόσµιας ενεργειακής ανισότητας. Μια πολλά υποσχόµενη ιδέα θα ήταν η σύσταση µιας Παγκόσµιας Τράπεζας Ανθρακα, η οποία θα ειδικεύεται σε ζητήµατα ενεργειακής µετάβασης και θα παρέχει τεχνική και οικονοµική βοήθεια στις φτωχές και µεσαίου εισοδήµατος χώρες. Επί της αρχής, θα µπορούσε να λειτουργήσει είτε ένας φόρος άνθρακα είτε ένα σύστηµα ποσοστώσεων, όπως αυτό που έχει εφαρµόσει η Ευρώπη.

Ωστόσο, όπως επεσήµανε ο αείµνηστος οικονοµολόγος Μάρτιν Γουάιτσµαν σε ρηξικέλευθες µελέτες του ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπάρχουν λεπτές, αλλά σηµαντικές διαφορές ανάλογα µε τη φύση της αβεβαιότητας. Για παράδειγµα (έστω και υπεραπλουστευµένο), εάν οι επιστήµονες γνωρίζουν µε σχετική βεβαιότητα πόσες εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα µπορεί να αντέξει σωρευτικά ο πλανήτης από σήµερα έως το 2100 και εάν οι οικονοµολόγοι δεν είναι και τόσο σίγουροι για το ποια πορεία διαµόρφωσης των τιµών θα ωθούσε χώρες και επιχειρήσεις να τηρήσουν αυτά τα όρια, τότε ενισχύεται η άποψη που υποστηρίζει τη θεσµοθέτηση (εµπορεύσιµων) ποσοστώσεων. Υπό διαφορετικές παραδοχές σχετικά µε τη φύση των αβεβαιοτήτων περί κόστους και οφέλους, ίσως είναι προτιµότερος ο φόρος άνθρακα.

Ενα ζήτημα που ο Γουάιτσµαν δεν έλαβε υπόψη του είναι ότι οι συµφωνίες φορολόγησης του άνθρακα µπορούν να είναι πιο διαφανείς και ο έλεγχος τήρησής τους ευκολότερος από ό,τι οι ποσοστώσεις - κάτι που είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στο διεθνές εµπόριο. Αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι, µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, διαδοχικές διεθνείς συµφωνίες επεδίωξαν τη µείωση των κανονιστικών και ποσοτικών περιορισµών και την αντικατάστασή τους µε σχετικά απλά συστήµατα δασµών.

Επιπλέον, οι φόροι άνθρακα θα µπορούσαν να αποφέρουν σηµαντικά έσοδα, τα οποία θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν για την προαγωγή της πράσινης έρευνας και ανάπτυξης, για τη στήριξη των νοικοκυριών χαµηλού εισοδήµατος ως προς τις δαπάνες µετάβασης (για παράδειγµα, δίνοντας στους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων κίνητρα να ανταλλάξουν το παλιό, ενεργοβόρο όχηµά τους για ένα καινούργιο αυτοκίνητο χαµηλής κατανάλωσης) και για τη µετακίνηση κεφαλαίων από τις πιο πλούσιες στις πιο φτωχές χώρες µέσω ενός µηχανισµού όπως η Παγκόσµια Τράπεζα Ανθρακα. Οι ποσοστώσεις θα µπορούσαν ίσως και αυτές να δηµοπρατούνται προς την κατεύθυνση της επίτευξης του ίδιου στόχου, ωστόσο αυτό δεν συµβαίνει και συχνά παραχωρούνται άνευ τιµήµατος. Στην πράξη, σχεδόν όλες από τις 40 χώρες που έχουν καθιερώσει εθνικές τιµές διοξειδίου του άνθρακα το έχουν κάνει έµµεσα, µέσω ποσοστώσεων.

Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι ιδιαίτερα ενθουσιασµένοι µε αυτή την προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι είναι πολύ πιο ευπρόσδεκτη πολιτικά απ’ ό,τι η εισαγωγή ενός φόρου άνθρακα. Οµως, δεν είναι καθόλου σαφές εάν ισχύει το ίδιο και για ένα παγκόσµιο σύστηµα, όπου η διαφάνεια αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Οσο αυξάνει το κόστος της στρέβλωσης των φόρων και των ποσοστώσεων, τόσο πιο εύλογη καθίσταται η ευθυγράµµιση όλων προς το αποτελεσµατικότερο σύστηµα. Τα επιστηµονικά στοιχεία καταδεικνύουν ολοένα και περισσότερο ότι ο κόσµος µας µπορεί σύντοµα να φτάσει στο σηµείο χωρίς επιστροφή όσον αφορά την κλιµατική αλλαγή. Συνεπώς, αντί να ανησυχούµε σχεδόν αποκλειστικά για την οικονοµική και πολιτική ανισότητα, οι πολίτες των πλούσιων χωρών θα πρέπει να αρχίσουµε να σκεφτόµαστε πώς να αντιµετωπίσουµε την παγκόσµια ενεργειακή ανισότητα προτού να είναι πολύ αργά.