Η φτώχεια ως αδίκημα
Σχεδόν σε όλες τις προηγμένες δυτικές οικονομίες υπάρχει μια διάχυτη δυσφορία, που έχει πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με το τι μπορεί και πρέπει να κάνει το κράτος για να διασφαλίζει την οικονομική δικαιοσύνη, ιδίως για εκείνους που βρίσκονται στο κατώτατο σκαλοπάτι της εισοδηματικής κλίμακας. Οπως πάντα, το καίριο ερώτημα είναι κατά πόσο οι δημόσιες πολιτικές θα βοηθούσαν ή θα παρεμπόδιζαν την οικονομική δυναμική και ανάπτυξη.
Σε μεγάλο μέρος του σύγχρονου κόσμου υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς των μη προνομιούχων και των πολλών θυμάτων διακρίσεων βάσει φύλου ή φυλής. Μπορεί οι φορολογικές πιστώσεις στις ανύπαντρες μητέρες χαμηλού εισοδήματος (στις ΗΠΑ) να παρέχουν μια κάποια στήριξη και να συμβάλλουν στην ανατροφή των παιδιών τους, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές ενδείξεις φτώχειας σε πολλούς εργαζομένους: υποσιτισμός, κακή υγεία και κατάχρηση ουσιών.
Λιγότερο αναγνωρισμένο είναι το γεγονός ότι πολλοί χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι αναγκάζονται συχνά να απορρίπτουν θέσεις ουσιώδους εργασίας, επειδή αυτές πληρώνουν πολύ λίγα χρήματα. Και χωρίς μια «καλή δουλειά», αυτοί οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να έχουν μια «καλή ζωή». Τέτοια φαινόμενα, ιδιαίτερα στις προηγμένες οικονομίες, είναι δυσοίωνες ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά: το πρόβλημα δεν είναι η «ανισότητα», αλλά ένας πολύ υψηλός βαθμός αδικίας.
Μεγάλα τμήματα της κοινωνίας είναι βαθιά απογοητευμένα από την πτωτική τάση των αμοιβών από την εργασία ή την επιχειρηματική δραστηριότητα. Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα παρατηρείται γενική μείωση της ικανοποίησης από την εργασία και ένα κατ’ ουσίαν πάγωμα στην αύξηση των πραγματικών μισθών στις ΗΠΑ, αργότερα δε και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, ίσως και σε τμήματα της Γερμανίας και ορισμένων άλλων χωρών. Επιπλέον, τα πραγματικά επιτόκια έχουν κατακρημνιστεί σχεδόν στο σημείο της εκμηδένισης. Πίσω από αυτό κρύβεται και μια πτώση στην καινοτομία. Είναι προφανές ότι κάποιο ουσιώδες σφάλμα στον μηχανισμό της ανθρώπινης ικανοποίησης δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Μπορεί οι δυτικές κοινωνίες να προσπαθούν να διασφαλίσουν μια κάποια οικονομική δικαιοσύνη, όμως είναι κρίσιμο να αποκαταστήσουν και να συντηρήσουν και μια ευρεία εμπειρία ευζωίας. Αυτό σημαίνει προσφορά ουσιώδους εργασίας, όπως, π.χ., στον επιχειρηματικό καπιταλισμό, όπου οι συμμετέχοντες κατανέμουν τον συσσωρευμένο πλούτο τους και τις ικανότητες που έχουν αναπτύξει στο να ιδρύουν διάφορους νέους κλάδους και να επενδύουν σε διάφορα έργα. Για να γίνει αυτό, οι χώρες έχουν αναθρέψει και εκπαιδεύσει ανθρώπους που μπορούν να ασκήσουν τη δημιουργικότητά τους επινοώντας νέες εμπορικές μεθόδους και προϊόντα καθώς και ανθρώπους που είναι αρκετά σοφοί και θαρραλέοι για να ρισκάρουν να στηρίξουν την καινοτομία.
Ταυτόχρονα, αναδύεται μια συζήτηση για την οικονομική δικαιοσύνη. ∆ιάφορες φωνές εντός του ∆ημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του υποψήφιου προέδρου Τζο Μπάιντεν, έχουν δημιουργήσει προσδοκίες ότι, εάν εκλεγούν, θα αντιμετωπίσουν τις αδικίες που στηλιτεύτηκαν στο πρόσφατο Συνέδριο των ∆ημοκρατικών. Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν και έως τον Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζουν ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό που έχουν κατά νου οι ∆ημοκρατικοί είναι τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα των ΗΠΑ για την αύξηση των εισοδημάτων των φτωχών εργαζομένων κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, ξεκινώντας με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα «Μεγάλη Κοινωνία» της προεδρίας Λίντον Τζόνσον τη δεκαετία του 1960 και την πίστωση φόρου εισοδήματος που εφαρμόστηκε τη δεκαετία του 1970. Επίσης, όπως αναφέρθηκε πρόσφατα, οι ∆ημοκρατικοί νομοθέτησαν το Medicare, τα κουπόνια σίτισης, το Head Start και μια σειρά από άλλα προγράμματα, που βοήθησαν τόσο τις μειονότητες όσο και τους λευκούς. Αραγε, όλα αυτά επιβράδυναν την ανάπτυξη; Παρατηρείται ότι η αύξηση της παραγωγικότητας για την ακρίβεια, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και, εντέλει, η παραγωγικότητα της εργασίας πράγματι επιβραδύνθηκε αμέσως μετά τη θέσπιση των παραπάνω νομοθετημάτων και, με εξαίρεση τα χρόνια αιχμής της επανάστασης του ∆ιαδικτύου η ανάπτυξη παρέμεινε συγκρατημένη. Ωστόσο, όπως λέει το παλιό ρητό, «η συσχέτιση δεν σημαίνει απαραίτητα αιτιώδη συνάφεια».
Αντίθετα, η μεγάλη επιβράδυνση της παραγωγικότητας επήλθε εξαιτίας μιας σημαντικής μείωσης στον αριθμό των ανθρώπων που εξακολουθούσαν να θέλουν να επινοούν νέα εμπορικά προϊόντα και μεθόδους και όχι εξαιτίας προγραμμάτων όπως η «Μεγάλη Κοινωνία». Ασφαλώς είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι φταίνε όσοι βοηθήθηκαν από το πρόγραμμα «Μεγάλη Κοινωνία». Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν οικονομετρικές μελέτες που να καταδεικνύουν ότι στις χώρες που βοηθούν περισσότερο τους μη προνομιούχους σημειώνεται μικρότερη ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια άλλη ανησυχία, που ονομάζεται «φόρτιση δημοσιονομικών δυνατοτήτων». Ορισμένοι οικονομολόγοι και επιχειρηματίες φοβούνται ότι η αύξηση των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι πόροι που απαιτούνται για την ουσιαστική μείωση της φτώχειας, δεν θα κατάφερνε να συγκεντρώσει πολύ περισσότερα έσοδα. Ενδεχομένως, μάλιστα, να μειώνονταν τα έσοδα, καθώς οι φορολογούμενοι θα μείωναν την προσφορά εργασίας τους και οι εταιρείες θα έχαναν το ενδιαφέρον τους για αύξηση της αποδοτικότητάς τους. Εντούτοις, δεν υπάρχει ίχνος ακαδημαϊκής έρευνας που να συνιστά ότι οι δυτικές οικονομίες έχουν φτάσει στα όρια των δημοσιονομικών τους δυνατοτήτων και ασφαλώς δεν τα έχει φτάσει η οικονομία των ΗΠΑ, που χαρακτηρίζεται έτσι κι αλλιώς από χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Επομένως, οι ΗΠΑ (και άλλες δυτικές κυβερνήσεις, σε ποικίλο βαθμό) έχουν άφθονο περιθώριο να εξαπολύσουν επίθεση ενάντια στην οικονομική αδικία. Για να φτάσουν οι μισθοί των χαμηλόμισθων εργαζομένων σε αποδεκτά επίπεδα, το κράτος θα πρέπει να θεσπίσει ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων, προκειμένου να αυξηθεί πιο άμεσα και πιο έντονα το ύψος των κατώτατων μισθών. Από εκεί κι έπειτα, το πρόγραμμα θα καθορίζει σταδιακά χαμηλότερες επιδοτήσεις για κάθε επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
Μεγάλο μέρος της προσοχής που δίνεται σήμερα στην οικονομική αδικία προέρχεται από τη «Θεωρία της ∆ικαιοσύνης», το προ 50 ετών εμβληματικό έργο του φιλόσοφου John Rawls. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Rawls υποστήριξε πως η δικαιοσύνη απαιτεί τη μέγιστη δυνατή αύξηση της αμοιβής των πλέον χαμηλόμισθων κάτι που θα συνεπαγόταν και ύψιστη φορολόγηση. Ο Rawls, όμως, εστίασε τη θεωρία του στη φτώχεια από οποιαδήποτε αιτία, αλλά αυτό στο οποίο χρειάζεται να εστιάσουμε σήμερα είναι το να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια οικονομία δίκαιη και συμπεριληπτική.
Και ενώ είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από τη φτώχεια, είναι εξίσου σημαντικό να ξέρουμε πώς να μη φτάσουμε σε αυτή. Πρέπει να αντιταχθούμε σε ένα Καθολικό Βασικό Εισόδημα (ΚΒΕ) μια θλιβερή χρήση των δημοσίων εσόδων, που θα ήταν πολύ προτιμότερο να διοχετευτούν για να αυξήσουν το εισόδημα των χαμηλόμισθων εργαζομένων σε επίπεδο που θα τους επέτρεπε να βιοποριστούν αξιοπρεπώς, πράγμα απαραίτητο για την αυτοεκτίμηση του καθενός.
Ενα ΚΒΕ ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τους ανθρώπους εκτός εργασίας, τη στιγμή που η εργασία αποτελεί για πολλούς τον μόνο διαθέσιμο τρόπο εξασφάλισης της προσωπικής ικανοποίησης και μιας αίσθησης ικανοποιητικής συμμετοχής στον κόσμο.
Σε μεγάλο μέρος του σύγχρονου κόσμου υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς των μη προνομιούχων και των πολλών θυμάτων διακρίσεων βάσει φύλου ή φυλής. Μπορεί οι φορολογικές πιστώσεις στις ανύπαντρες μητέρες χαμηλού εισοδήματος (στις ΗΠΑ) να παρέχουν μια κάποια στήριξη και να συμβάλλουν στην ανατροφή των παιδιών τους, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές ενδείξεις φτώχειας σε πολλούς εργαζομένους: υποσιτισμός, κακή υγεία και κατάχρηση ουσιών.
Λιγότερο αναγνωρισμένο είναι το γεγονός ότι πολλοί χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι αναγκάζονται συχνά να απορρίπτουν θέσεις ουσιώδους εργασίας, επειδή αυτές πληρώνουν πολύ λίγα χρήματα. Και χωρίς μια «καλή δουλειά», αυτοί οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να έχουν μια «καλή ζωή». Τέτοια φαινόμενα, ιδιαίτερα στις προηγμένες οικονομίες, είναι δυσοίωνες ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά: το πρόβλημα δεν είναι η «ανισότητα», αλλά ένας πολύ υψηλός βαθμός αδικίας.
Μεγάλα τμήματα της κοινωνίας είναι βαθιά απογοητευμένα από την πτωτική τάση των αμοιβών από την εργασία ή την επιχειρηματική δραστηριότητα. Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα παρατηρείται γενική μείωση της ικανοποίησης από την εργασία και ένα κατ’ ουσίαν πάγωμα στην αύξηση των πραγματικών μισθών στις ΗΠΑ, αργότερα δε και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, ίσως και σε τμήματα της Γερμανίας και ορισμένων άλλων χωρών. Επιπλέον, τα πραγματικά επιτόκια έχουν κατακρημνιστεί σχεδόν στο σημείο της εκμηδένισης. Πίσω από αυτό κρύβεται και μια πτώση στην καινοτομία. Είναι προφανές ότι κάποιο ουσιώδες σφάλμα στον μηχανισμό της ανθρώπινης ικανοποίησης δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Μπορεί οι δυτικές κοινωνίες να προσπαθούν να διασφαλίσουν μια κάποια οικονομική δικαιοσύνη, όμως είναι κρίσιμο να αποκαταστήσουν και να συντηρήσουν και μια ευρεία εμπειρία ευζωίας. Αυτό σημαίνει προσφορά ουσιώδους εργασίας, όπως, π.χ., στον επιχειρηματικό καπιταλισμό, όπου οι συμμετέχοντες κατανέμουν τον συσσωρευμένο πλούτο τους και τις ικανότητες που έχουν αναπτύξει στο να ιδρύουν διάφορους νέους κλάδους και να επενδύουν σε διάφορα έργα. Για να γίνει αυτό, οι χώρες έχουν αναθρέψει και εκπαιδεύσει ανθρώπους που μπορούν να ασκήσουν τη δημιουργικότητά τους επινοώντας νέες εμπορικές μεθόδους και προϊόντα καθώς και ανθρώπους που είναι αρκετά σοφοί και θαρραλέοι για να ρισκάρουν να στηρίξουν την καινοτομία.
Ταυτόχρονα, αναδύεται μια συζήτηση για την οικονομική δικαιοσύνη. ∆ιάφορες φωνές εντός του ∆ημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του υποψήφιου προέδρου Τζο Μπάιντεν, έχουν δημιουργήσει προσδοκίες ότι, εάν εκλεγούν, θα αντιμετωπίσουν τις αδικίες που στηλιτεύτηκαν στο πρόσφατο Συνέδριο των ∆ημοκρατικών. Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν και έως τον Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζουν ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό που έχουν κατά νου οι ∆ημοκρατικοί είναι τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα των ΗΠΑ για την αύξηση των εισοδημάτων των φτωχών εργαζομένων κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, ξεκινώντας με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα «Μεγάλη Κοινωνία» της προεδρίας Λίντον Τζόνσον τη δεκαετία του 1960 και την πίστωση φόρου εισοδήματος που εφαρμόστηκε τη δεκαετία του 1970. Επίσης, όπως αναφέρθηκε πρόσφατα, οι ∆ημοκρατικοί νομοθέτησαν το Medicare, τα κουπόνια σίτισης, το Head Start και μια σειρά από άλλα προγράμματα, που βοήθησαν τόσο τις μειονότητες όσο και τους λευκούς. Αραγε, όλα αυτά επιβράδυναν την ανάπτυξη; Παρατηρείται ότι η αύξηση της παραγωγικότητας για την ακρίβεια, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και, εντέλει, η παραγωγικότητα της εργασίας πράγματι επιβραδύνθηκε αμέσως μετά τη θέσπιση των παραπάνω νομοθετημάτων και, με εξαίρεση τα χρόνια αιχμής της επανάστασης του ∆ιαδικτύου η ανάπτυξη παρέμεινε συγκρατημένη. Ωστόσο, όπως λέει το παλιό ρητό, «η συσχέτιση δεν σημαίνει απαραίτητα αιτιώδη συνάφεια».
Αντίθετα, η μεγάλη επιβράδυνση της παραγωγικότητας επήλθε εξαιτίας μιας σημαντικής μείωσης στον αριθμό των ανθρώπων που εξακολουθούσαν να θέλουν να επινοούν νέα εμπορικά προϊόντα και μεθόδους και όχι εξαιτίας προγραμμάτων όπως η «Μεγάλη Κοινωνία». Ασφαλώς είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι φταίνε όσοι βοηθήθηκαν από το πρόγραμμα «Μεγάλη Κοινωνία». Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν οικονομετρικές μελέτες που να καταδεικνύουν ότι στις χώρες που βοηθούν περισσότερο τους μη προνομιούχους σημειώνεται μικρότερη ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια άλλη ανησυχία, που ονομάζεται «φόρτιση δημοσιονομικών δυνατοτήτων». Ορισμένοι οικονομολόγοι και επιχειρηματίες φοβούνται ότι η αύξηση των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι πόροι που απαιτούνται για την ουσιαστική μείωση της φτώχειας, δεν θα κατάφερνε να συγκεντρώσει πολύ περισσότερα έσοδα. Ενδεχομένως, μάλιστα, να μειώνονταν τα έσοδα, καθώς οι φορολογούμενοι θα μείωναν την προσφορά εργασίας τους και οι εταιρείες θα έχαναν το ενδιαφέρον τους για αύξηση της αποδοτικότητάς τους. Εντούτοις, δεν υπάρχει ίχνος ακαδημαϊκής έρευνας που να συνιστά ότι οι δυτικές οικονομίες έχουν φτάσει στα όρια των δημοσιονομικών τους δυνατοτήτων και ασφαλώς δεν τα έχει φτάσει η οικονομία των ΗΠΑ, που χαρακτηρίζεται έτσι κι αλλιώς από χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Επομένως, οι ΗΠΑ (και άλλες δυτικές κυβερνήσεις, σε ποικίλο βαθμό) έχουν άφθονο περιθώριο να εξαπολύσουν επίθεση ενάντια στην οικονομική αδικία. Για να φτάσουν οι μισθοί των χαμηλόμισθων εργαζομένων σε αποδεκτά επίπεδα, το κράτος θα πρέπει να θεσπίσει ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων, προκειμένου να αυξηθεί πιο άμεσα και πιο έντονα το ύψος των κατώτατων μισθών. Από εκεί κι έπειτα, το πρόγραμμα θα καθορίζει σταδιακά χαμηλότερες επιδοτήσεις για κάθε επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
Μεγάλο μέρος της προσοχής που δίνεται σήμερα στην οικονομική αδικία προέρχεται από τη «Θεωρία της ∆ικαιοσύνης», το προ 50 ετών εμβληματικό έργο του φιλόσοφου John Rawls. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Rawls υποστήριξε πως η δικαιοσύνη απαιτεί τη μέγιστη δυνατή αύξηση της αμοιβής των πλέον χαμηλόμισθων κάτι που θα συνεπαγόταν και ύψιστη φορολόγηση. Ο Rawls, όμως, εστίασε τη θεωρία του στη φτώχεια από οποιαδήποτε αιτία, αλλά αυτό στο οποίο χρειάζεται να εστιάσουμε σήμερα είναι το να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια οικονομία δίκαιη και συμπεριληπτική.
Και ενώ είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από τη φτώχεια, είναι εξίσου σημαντικό να ξέρουμε πώς να μη φτάσουμε σε αυτή. Πρέπει να αντιταχθούμε σε ένα Καθολικό Βασικό Εισόδημα (ΚΒΕ) μια θλιβερή χρήση των δημοσίων εσόδων, που θα ήταν πολύ προτιμότερο να διοχετευτούν για να αυξήσουν το εισόδημα των χαμηλόμισθων εργαζομένων σε επίπεδο που θα τους επέτρεπε να βιοποριστούν αξιοπρεπώς, πράγμα απαραίτητο για την αυτοεκτίμηση του καθενός.
Ενα ΚΒΕ ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τους ανθρώπους εκτός εργασίας, τη στιγμή που η εργασία αποτελεί για πολλούς τον μόνο διαθέσιμο τρόπο εξασφάλισης της προσωπικής ικανοποίησης και μιας αίσθησης ικανοποιητικής συμμετοχής στον κόσμο.