Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η αδιαμφισβήτητη οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική υπερδύναμη του κόσμου, η λογική της φιλελεύθερης ηγεμονίας ήταν αναπόφευκτη και πειστική. Όμως, στον σημερινό ταχέα μεταβαλλόμενο πολυπολικό κόσμο, δεν είναι πια. Αυτό ισχύει ήδη εδώ και πάνω από μια δεκαετία, και για τον λόγο αυτό οι ΗΠΑ αποσύρονταν ήδη από την παγκόσμια ηγεσία πολύ πριν αναλάβει την εξουσία ο Τραμπ.

Συχνά ο απομονωτισμός του Τραμπ χαρακτηρίστηκε ως «ανωμαλία», ωστόσο αντικατοπτρίζει έναν διαχρονικό τρόπο σκέψης που υπήρχε στις ΗΠΑ ήδη από την εποχή της ίδρυσης της χώρας. Για παράδειγμα, εάν γερμανικά υποβρύχια δεν είχαν επιτεθεί σε αμερικανικά εμπορικά πλοία το 1917, οι ΗΠΑ ίσως να μην είχαν εμπλακεί ποτέ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομοίως, μόνον όταν η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941 μπήκαν οι ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και μετά τον πόλεμο, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ειρήνη (με την ανάπτυξη στρατευμάτων) και να αποκαταστήσουν την ευημερία στην Ευρώπη (εφαρμόζοντας το Σχέδιο Μάρσαλ) υποκινήθηκαν από τον φόβο της σοβιετικής επέκτασης και όχι από κάποια αίσθηση ηθικού καθήκοντος.

Επίσης προς το συμφέρον της Αμερικής, ο προκάτοχος του Τραμπ, Μπαράκ Ομπάμα –στην κυβέρνηση του οποίου είχε υπηρετήσει ο Μπάιντεν ως αντιπρόεδρος– και ακόμα και ο Τζορτζ Μπους ο Νεώτερος πριν τον Ομπάμα, είχαν λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση του περιορισμού του ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική. Όπως και ο Τραμπ, έτσι και οι Ομπάμα και Μπους είχαν εκφράσει την απογοήτευσή τους για την ανεπαρκή κατανομή των βαρών εκ μέρους των συμμάχων της χώρας στο ΝΑΤΟ.

Πολλοί ελπίζουν πως ο Τζο Μπάιντεν θα μπορέσει να διασώσει, ή ακόμα και να αναζωογονήσει, την φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ η οποία είχε εδραιωθεί μετά το 1945. Μια τέτοια ελπίδα, παρόλο που είναι κατανοητή, για κάποιους είναι απολύτως ανεδαφική και καθόλου ρεαλιστική. Η μετά Τραμπ παγκόσμια τάξη πραγμάτων φαίνεται πως θα μοιάζει περισσότερο με μια επιστροφή στον ανταγωνισμό μεταξύ δύο αντίπαλων μπλοκ που είχαμε βιώσει το 1945 παρά με τη φιλελεύθερη ευφορία που επικράτησε μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Η υποχώρηση των ΗΠΑ από τον ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα αντικατοπτρίζει ιστορικά δεδομένα που ο Μπάιντεν δεν μπορεί να αναιρέσει, δηλαδή, την απώλεια της αξιοπιστίας των ΗΠΑ ως αποτέλεσμα των μακρόχρονων, δαπανηρών και αναποτελεσματικών πολέμων της στην Μέση Ανατολή αλλά και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οποία ανέδειξε την αρνητική πλευρά της Παγκοσμιοποίησης και τα μειονεκτήματα της ασύδοτης έκδοσης της φιλελεύθερης ορθοδοξίας.

Αντί να εκπληρώσουν την υπόσχεση για ευρεία ευημερία των πολλών, έγινε σαφές πως οι αρχές της ελεύθερης αγοράς των τελευταίων δεκαετιών είχαν διευκολύνει την ανάδυση χυδαίων ανισοτήτων και την κατάρρευση της μεσαίας τάξης. Είναι η συνειδητοποίηση των ατελείωτων πολεμικών διενέξεων και αυξανόμενων ανισοτήτων ως αποτέλεσμα του ασύδοτου και ασύστολου χυδαίου νεο-φιλελευθερισμού των μονοπωλιακών “πολυεθνικών” θηρίων που τροφοδότησε την εθνικιστική αντίδραση και έδωσε την νίκη στον Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2016.

Ο Τραμπ, μέσα σε λιγότερα από τέσσερα χρόνια, πέτυχε αυτό που, ιστορικά, είχαν καταφέρει να πετύχουν μόνο καταστροφικοί πόλεμοι: την αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Με τον απομονωτισμό του, τον δήθεν αυταρχισμό του και την αδιαμφισβήτητη

ιδιοτροπία του, ο Τραμπ άδραξε χαιρέκακα μια βαριοπούλα και την κατέβασε με φόρα στους διεθνείς θεσμούς και τις πολυμερείς οργανώσεις που είχαν οικοδομήσει οι προκάτοχοί του μέσα από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συντηρούσαν έκτοτε. Κι εκεί που με τις μεταρρυθμίσεις του Τραμπ τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, νά σου η “πανδημία”. Και τώρα τι γίνεται;

Φαίνεται ότι κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αναλωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό προσπαθώντας να επουλώσει τις εγχώριες “πληγές” που προκάλεσε ο Τραμπ και να διορθώσει τις κρίσιμες αδυναμίες των ΗΠΑ που αποκάλυψε η “πανδημία”. Η ανάκαμψη των ΗΠΑ όμως δεν πρόκειται να είναι ούτε γρήγορη ούτε ανώδυνη. Αλλά, ακόμα κι αν η κυβέρνηση του Μπάιντεν είχε απεριόριστες ικανότητες, αυτό που σίγουρα δεν θα μπορούσε να κάνει είναι να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Η μεταρρύθμιση της Αμερικής φαίνεται πλέον να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ικανότητάς της να ασκήσει παγκόσμια ηγεσία.

Πολλοί σκέφτηκαν και περίμεναν ότι μια πανδημία θα αποτελούσε εξαιρετική ευκαιρία για παγκόσμια συνεργασία. Όμως, αντιμετωπίστηκε με κλείσιμο συνόρων, ανταγωνισμό για τις απαραίτητες προμήθειες και για μελλοντικές δόσεις του εμβολίου και, το χειρότερο, με την περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και την επέκταση των δυνατοτήτων επιτήρησης των πολιτών, ακόμα και σε δημοκρατικά κράτη, παραβιάζοντας μέχρι και συνταγματικά δικαιώματα. Και εκεί ακριβώς που χρειαζόμασταν περισσότερο την παγκόσμια συνεργασία, το χαλασμένο και διεφθαρμένο νεο-φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα μάς οδήγησε πίσω στον κόρφο του αυταρχικού έθνους-κράτους. Να ήταν άραγε τυχαίο; Μας έρχεται στον νου το “διαίρει και κυβέρνα” ληστρικώς, όπου οι εγκάθετοι κυβερνητικοί υπάλληλοι του μεγάλου κεφαλαίου παίζουν τις τύχες των λαών τους στην σκακιέρα της αισχροκερδίας που λέγεται ανάπτυξη, και μάλιστα σήμερα με το επίθετο “πράσινη”.

Όπως και νά’χει, και σίγουρα θέμα για “συνομωσιολόγους”, αν η κυβέρνηση Μπάιντεν φιλοδοξεί να ηγηθεί των δημοκρατιών του κόσμου στον ανταγωνισμό τους με ένα αναδυόμενο αυταρχικό μπλοκ της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, θα πρέπει να υποστηρίξει παράλληλα τους θεσμούς της πολυμέρειας, που είναι οι πιο σημαντικοί για την ειρήνη. Για τον σκοπό αυτό, ο Μπάιντεν θα πρέπει να εγκαταλείψει αμέσως τη στάση ανοχής που επέδειξε ο πρόεδρος Τραμπ απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και να αντικαταστήσει την φιλοπόλεμη στρατηγική Τραμπ απέναντι στο Ιράν με μια προσπάθεια να επιτευχθεί μια αναθεωρημένη πυρηνική συμφωνία διαρκείας. Κάποιοι λένε πως ο Μπάιντεν φαίνεται ότι προτίθεται να κάνει και τα δύο. Για να γίνει όμως και τέτοιο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συμμαχίες των ΗΠΑ περισσότερο ως συλλογικά εγχειρήματα, στα οποία οι ΗΠΑ θα διαδραματίζουν ιδανικά ηγετικό ρόλο αλλά χωρίς να τα «καπελώνουν».

Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ενδυναμώσουν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες του κόσμου προκειμένου να δημιουργήσουν ένα μπλοκ ικανό να αντισταθεί στα αυταρχικά καθεστώτα του κόσμου, είτε ευθύνονται οι ίδιες γι’αυτό, στο παρελθόν, είτε όχι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται προσπάθειες για την καταπολέμηση των δυνάμεων αποσύνθεσης εντός της Ε.Ε. και, ενδεχομένως, για τη μετατροπή του ΝΑΤΟ σε μια ευρύτερη συμμαχία ασφαλείας δημοκρατιών, που προς το παρόν με κανέναν τρόπο δεν εκπληρεί, ίσως επειδή είναι “εγκεφαλικά νεκρό”, όπως το έθεσε πρόσφατα ο πρόεδρος Μακρόν. Από την πλευρά τής Ευρώπης, αυτή η μετατόπιση έχει ήδη ξεκινήσει με μερικούς Ευρωπαίους ηγέτες, και ειδικά τον Πρόεδρο Μακρόν, που αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο την ανάγκη να πάρουν την ασφάλεια της Ευρώπης στα χέρια τους. Και φυσικά, μέσα σ’αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί η Ρωσία να θεωρείται πλέον ως αντίπαλος αλλά ως ένας πολύτιμος σύμμαχος και συνεργάτης στην δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων μεν, αλλά των εθνικών συνεργασιών δε.

Παρομοίως, αν είναι πραγματικό δεδομένο ότι η Κίνα έχει εν πολλοίς εγκαταλείψει τη στρατηγική τής «ειρηνικής ανόδου», η αποφυγή βίαιων συγκρούσεων θα είναι ένα εγχείρημα λεπτών ισορροπιών. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να διαχειριστεί τη συνεχιζόμενη στρατηγική της αντιπαράθεση με την Κίνα, η Αμερική θα πρέπει να συνεργαστεί με τους συμμάχους της στην Ασία, όπως με τη στρατιωτικά επανεξοπλισμένη Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Κρίσιμης σημασίας θα είναι το γεγονός ότι τα δύο αντίπαλα μπλοκ θα πρέπει και αυτά να συνεργάζονται αποτελεσματικά τουλάχιστον σε ορισμένους βασικούς τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως το εμπόριο, η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η κλιματική αλλαγή και η παγκόσμια υγεία. Αυτό θα απαιτήσει διπλωματικές δεξιότητες που, ελπίζει και εύχεται κανείς ότι, όποιος κι αν είναι ο πρόεδρος της χώρας, θα πρέπει να τις διαθέτει, ή αν όχι, τουλάχιστον να έχει την αίσθηση επιλογής κατάλληλου προσωπικού στο επιτελείο του, ικανού να τις επιστρατεύσει. Ίδωμεν λίαν συντόμως.