Εβδοµήντα έξι χρόνια µετά τη λήξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου και η Γερµανία πάλι αφεντικό στην Ευρώπη. Και όλοι, κράτη και λαοί, µικροί και µεγάλοι, ορντινάντσες στις εντολές της κ. Μέρκελ. Και όµως, η υπ’αριθµόν ένα δύναµη της Ευρώπης έχει σηµαία, κυβέρνηση, τράπεζες, εργοστάσια, ∆ικαιοσύνη, Κοινοβούλιο, αλλά δεν είναι χώρα. ∆εν το επιτρέπουν οι νικητές να γίνει χώρα. Και δεν της αφαίρεσαν το δικαίωµα να έχει άµυνα. ∆εν της επέτρεψαν να έχει Σύνταγµα. Μια σπουδαία εργασία του συνταγµατολόγου Christopher Bollyn µάς αποκαλύπτει ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι η Γερµανία δεν είναι χώρα. Είναι χώρος. Σε αυτό το 2ο µέρος ο «Εξ Απορρήτων» αποκαλύπτει ένα γεγονός που αποσιωπάται, αλλά δίνει πολλές εξηγήσεις σε γεγονότα ανερµήνευτα.

Οι Σύμμαχοι αναγνώρισαν τα νόµιµα σύνορα του γερµανικού Ράιχ όπως ίσχυαν στις 31 ∆εκεµβρίου 1937. Αυτά περιλαµβάνουν τα κατεχόµενα γερµανικά εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας, της Ποµερανίας και της Σιλεσίας, των οποίων το οριστικό καθεστώς επρόκειτο να προσδιοριστεί σε ειρηνευτική συµφωνία. Οµως αυτή η ειρηνευτική συµφωνία δεν συνήφθη ποτέ. Η αποκαλούµενη Τελική ∆ιευθέτηση της 12ης Σεπτεµβρίου 1990 απαιτούσε να επιβεβαιωθούν τα υπάρχοντα σύνορα µεταξύ Πολωνίας και Γερµανίας και η Γερµανία να παραιτηθεί από κάθε εδαφική διεκδίκηση στο µέλλον. Το καθεστώς της Ανατολικής Πρωσίας και της πρωτεύουσάς της, του Κένιγκσµπεργκ, που κατελήφθη και µετονοµάστηκε από τη Σοβιετική Ενωση το 1945, δεν αναφέρεται στην Τελική ∆ιευθέτηση. Σύµφωνα µε τη µεταβατική κυβέρνηση, η Τελική ∆ιευθέτηση δεν είναι έγκυρη, διότι τέθηκε υπό διαπραγµάτευση και υπογράφτηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο γερµανικών κρατών, της Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας (BRD) και της Γερµανικής Λαοκρατικής ∆ηµοκρατίας (DDR), που έπαψαν νοµικά να υπάρχουν µετά τη ∆ιάσκεψη του Παρισιού, στις 17 Ιουλίου 1990.

«Η γερµανική κυβέρνηση είναι παράνοµη», δήλωσε ο Εµπελ στο ΑΕΡ, «και οι πράξεις της δεν έχουν νοµικό έρεισµα». Στην ερώτηση πώς είναι δυνατόν ο γερµανικός λαός να αγνοεί αυτήν την κατάσταση, ο Εµπελ απάντησε ως εξής: «Τα γερµανικά ΜΜΕ βρίσκονται ακόµα υπό τον έλεγχο των Συµµάχων. Το σύνολο των Μέσων είναι χειραγωγούµενα. Ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος δεν έχει τελειώσει, δεδοµένου ότι δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνευσης µεταξύ της Γερµανίας και των Συµµάχων». «Το ειρηνευτικό σύµφωνο είναι το πιο σηµαντικό πράγµα που χρειαζόµαστε και επιθυµούµε».

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίσηµο ειρηνευτικό σύµφωνο µεταξύ της Γερµανίας και των Συµµάχων, επικεφαλής των οποίων είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες, προσβάλλει τη γερµανική κυριαρχία. «Μέχρις ότου υπογραφεί ειρηνευτικό σύµφωνο, η Γερµανία θα αποτελεί αποικία των Ηνωµένων Πολιτειών», δήλωσε στον Εµπελ ο Τζον Κόρνµπλουµ, από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στις 20 Οκτωβρίου 1985. Σύµφωνα µε τον Εµπελ, ο Κόρνµπλουµ σήµερα εργάζεται στην Τράπεζα Λαζάρ στο Βερολίνο. Περίπου 80.000 άτοµα στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ είναι µόνιµα τοποθετηµένα στη Γερµανία, ενώ και η Βρετανία εξακολουθεί να διατηρεί στρατεύµατα και στρατιωτικό υλικό σε βάσεις της στην περιοχή της ∆υτικής Γερµανίας, η οποία βρισκόταν παλαιότερα υπό βρετανική κατοχή. Το θέαµα ενός βρετανικού στρατιωτικού άρµατος στους δρόµους του Μίνστερ, στη Βεστφαλία, δεν είναι καθόλου σπάνιο.
Σύμφωνα µε τον Εµπελ, εξακολουθούν να ισχύουν οι νόµοι της αµερικανικής κατοχής όπως τους κληροδότησε το Ανώτατο Αρχηγείο Συµµαχικών Εκστρατευτικών ∆υνάµεων (SΗΑΕF). Ο πρώτος νόµος, η ∆ιακήρυξη Νο 1, που όριζε τον στρατηγό Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ ανώτατο άρχοντα στις περιοχές υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, υπογράφτηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1944. Συµµαχικές Αρχές έχουν ενηµερώσει τον Εµπελ ότι αυτοί οι νόµοι του SΗΑΕF θα παραµείνουν σε ισχύ για 60 έτη από την ηµεροµηνία της υπογραφής τους και ισχύουν για το σύνολο της Ευρώπης.

Οι κρούσεις του Εµπελ προς το αµερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και την αµερικανική πρεσβεία στο Βερολίνο σχετικά µε την εγκυρότητα των νόµων SHAEF και των διακηρύξεων των ΗΠΑ περί κατοχής στη Γερµανία παρέµειναν αναπάντητες. «Οταν υπογραφεί ειρηνευτικό σύµφωνο, όταν γιατρευτεί η πληγή, τότε θα αλλάξουν πολλά πράγµατα», δηλώνει ο Εµπελ, «όχι µόνο για τη Γερµανία, αλλά και για ολόκληρο τον κόσµο». Τα Ηνωµένα Εθνη έχουν και αυτά µεταβατικό χαρακτήρα. Εάν υπογραφεί ειρηνευτικό σύµφωνο µεταξύ της Γερµανίας και των Συµµάχων (πρώτιστα τις Ηνωµένες Πολιτείες), ο ΟΗΕ θα πάψει να υφίσταται όπως τον ξέρουµε», είπε ο Εµπελ. Ο Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών ιδρύθηκε το 1945 από πρωτοβουλία των 26 εθνών που συµµετείχαν στον αντιναζιστικό συνασπισµό του 1942. Μέχρι το 1944, περιλάµβανε 47 έθνη. Ο καταστατικός χάρτης του περιέχει «µέτρα κατά εχθρικού κράτους» (άρθρα 53 και 107), τα οποία συντάχθηκαν εξαιτίας της Γερµανίας και αναφέρονται σε αυτήν ως «κράτος εχθρό».
«Η Ομοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας (πρώην ∆υτική Γερµανία) δεν είναι η νόµιµη διάδοχος ἡ κληρονόµος του Β’ Γερµανικού Ράιχ», δηλώνει ο Εµπελ και συνεχίζει λέγοντας ότι, για τον λόγο αυτόν, ένα ειρηνευτικό σύµφωνο που ενδεχοµένως υπογράψει η σηµερινή κυβέρνηση του Βερολίνου δεν θα έχει νοµική ισχύ. «Μέχρις ότου αναδειχθεί και ψηφιστεί από τον λαό πραγµατική κυβέρνηση», δηλώνει ο Εµπελ, είναι απαραίτητη η µεταβατική κυβέρνηση, για να «εκπληρώνει τον ρόλο της νόµιµης γερµανικής κυβέρνησης».

Ο Εµπελ ισχυρίζεται ότι οι Σύµµαχοι τον έχουν εξουσιοδοτήσει να υπηρετήσει ως επικεφαλής της µεταβατικής κυβέρνησης. ∆ηµόσιος υπάλληλος στον Γερµανικό Σιδηρόδροµο, ο Εµπελ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1939 και είναι πολίτης του γερµανικού Ράιχ, αφού ποτέ του δεν πήρε την υπηκοότητα κανενός εκ των δύο γερµανικών κρατών που προέκυψαν µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Το Βερολίνο ήταν ξεχωριστή ζώνη και «δεν υπήρξε ποτέ τµήµα ούτε της BRD ούτε της DDR», λέει.

Ο Εµπελ διορίστηκε για πρώτη φορά από το Στρατοδικείο των ΗΠΑ στο Βερολίνο για να υπηρετήσει ως νοµοµαθής σύµβουλος (Rechtskosulent) για την Πρωσία στις 23 Σεπτεµβρίου 1980. Στις 9 Ιανουαρίου 1984, το αµερικανικό υπουργείο Εξωτερικών διόρισε τον Εµπελ επικεφαλής των Γερµανικών Σιδηροδρόµων (Reichsbahn) στο ∆υτικό Βερολίνο. Στις 8 Μαΐου 1985, ακριβώς σαράντα χρόνια µετά τη συνθηκολόγηση του γερµανικού Στρατού (Wehrmacht), διορίστηκε υπουργός Μεταφορών του γερµανικού Ράιχ από τον ύπατο αρµοστή των ΗΠΑ στη Γερµανία, ο οποίος, λέει, ήταν τότε ο Αµερικανός πρεσβευτής στη ∆υτική Γερµανία (BRD) Ρίτσαρντ Μπερτ (Richard Burt).

Τέλος, στις 27 Σεπτεµβρίου 2000, ο Ερνστ Ματσένκο (Ernst Matscheko), εκπρόσωπος του υπουργείου ∆ικαιοσύνης των ΗΠΑ, διόρισε τον Εµπελ καγκελάριο του γερµανικού Ράιχ (Reichskanzler). Σύµφωνα µε πληροφορίες, ο Ματσένκο ζήτησε από τον Εµπελ να ορίσει πρόεδρο του Ράιχ (Reichspraesident) και ειδικό πρεσβευτή στα Ηνωµένα Εθνη.

Η αµερικανική πρεσβεία στο Βερολίνο ούτε επιβεβαιώνει ούτε διαψεύδει τους ισχυρισµούς του Εµπελ, τους οποίους ο ίδιος στηρίζει σε έγγραφα που παρουσιάζει ως αποδεικτικά στοιχεία. Ενας εκπρόσωπος της αµερικανικής πρεσβείας δήλωσε στο AFP: «∆εν φέρουµε ευθύνη για αυτά που ισχυρίζονται (η κυβέρνηση του Ράιχ)».