∆ασκαλογιάννης, η σφραγίδα της Κρήτης στον Αγώνα του ’21
Η οικογένεια ∆ασκαλογιάννη έχει προσφέρει πολλά και σηµαντικά στη Ρωµιοσύνη και στη συνεχιζόµενη πορεία του Γένους µας. Ο ∆ασκαλογιάννης, ο µεγάλος ήρωας της Κρήτης, ο αρχηγός της Επανάστασης των Σφακίων του 1770, ήταν γιος του Ανδρέα Βλάχου. Τα παιδιά του Ανδρέα Βλάχου ήταν ο Γεώργιος, ο Μανούσος, ο Νικόλαος, ο Χατζη-Σγουροµαλλής (κάποιοι τον θεωρούν το ίδιο πρόσωπο µε τον Νικόλαο), ο Παύλος, ο Γιάννης (∆ασκαλογιάννης) και η Αικατερίνη (Κατίκω). Η οικογένεια του Βλάχου ήταν από την Ανώπολη Σφακίων και ήταν κλάδος της µεγάλης οικογένειας των Σκορδίληδων από την Πόλη. Ονοµάστηκαν Βλάχοι µετά την επιστροφή τους από τη Βλαχία, όπου είχαν µεταναστεύσει, διαβιώσει και πλουτίσει (εφοπλιστές).
Ο γενάρχης Ανδρέας Βλάχος ή Αναγνώστης (έψαλε στην εκκλησία) ήταν καραβοκύρης. Οι Σφακιανοί ασχολούνταν συστηµατικά µε τη ναυτιλία. Τα ναυπηγεία τους ήταν στον Προσγιαλό (Χώρα Σφακίων) και στο Λουτρό. Οι εµπορικές τους σχέσεις µε τα διάφορα λιµάνια της Μεσογείου τούς επέβαλλαν να µορφώνονται αρκετά και να µαθαίνουν ξένες γλώσσες. Το πνευµατικό τους επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Ενας από τους πιο πλούσιους (είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια), πιο µορφωµένους και πιο πολυταξιδεµένους ήταν ο Ιωάννης Βλάχος. Λέγεται ότι ο πατέρας του τον είχε στείλει για σπουδές στην Ιταλία. Λόγω της βαθιάς του µορφώσεως, έλαβε το τιµητικό προσωνύµιο «δάσκαλος» (∆ασκαλογιάννης). Γεννήθηκε το 1722 ή, κατά άλλους, το 1730. Μιλούσε ιταλικά και ρωσικά, φορούσε ευρωπαϊκά ρούχα και καπέλο και ήταν εξαιρετικά µορφωµένος.
Βλέποντας την κατάσταση στην Κρήτη, µε τους σκοτωµούς και τους εξισλαµισµούς, έλεγε µε πόνο ψυχής πως, αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, σε λίγα χρόνια θα χάνονταν οριστικά η Ρωµιοσύνη και ο Χριστιανισµός από την Κρήτη. Με την παραίνεση και των Ρώσων (οι οποίοι τελικά τον εγκατέλειψαν) και τη σύµφωνη γνώµη των υπόλοιπων Σφακιανών, ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου του 1770 από την Ανώπολη την Επανάσταση των Σφακίων, η οποία κατεπνίγη στο αίµα και ο ∆ασκαλογιάννης µαζί µε άλλους οδηγήθηκε αιχµάλωτος στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο). Με τη γυναίκα του, Σγουροµαλλίνη ή Ξανθοµαλλίνη, είχαν αποκτήσει κόρες (Ανθούσα, Μαρία, Ελευθερούσα) και γιους (Ανδρέα και, πιθανώς, Νικόλαο). Μετά την αποτυχία της επανάστασης, ο ∆ασκαλογιάννης ήταν κρατούµενος του διοικητή Χουσεΐν πασά στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο). Στις 17 Ιουνίου του 1771, ηµέρα Παρασκευή, αργία των µουσουλµάνων, ο Χουσεΐν κάλεσε στο σαλόνι του ∆ιοικητηρίου τον ∆ασκαλογιάννη και άρχισε να τον ανακρίνει και να τον υβρίζει. ∆ιέταξε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν στον τόπο του µαρτυρίου. Ορισµένοι θεωρούν ότι ο τόπος αυτός ήταν η πλατεία που οι Οθωµανοί αποκαλούσαν Ατ-Μεϊντάν, στην ανατολική πύλη του Κάστρου, στη νότια πλευρά της σηµερινής Πλατείας Ελευθερίας. Αλλοι θεωρούν ότι ήταν η Πλατεία της Αγχόνης (στη σηµερινή πλατεία µπροστά από τη Λέσχη Αξιωµατικών). Η πιο πιθανή εκδοχή (την αναφέρει ο ιστορικός Μουρέλλος) είναι ότι ο τόπος του µαρτυρίου του ήταν η Πλατεία των Λιονταριών. Η εξέδρα στήθηκε κάτω από έναν µεγάλο πλάτανο.
Ηταν ηµέρα αργίας και η πλατεία ήταν γεµάτη κόσµο. Γυµνό, δεµένο χέρια-πόδια και κρεµασµένο από τον πλάτανο, άρχισαν να τον γδέρνουν ζωντανό. Του έβγαζαν λωρίδες και τις πετούσαν κάτω. Μπροστά του είχαν βάλει και καθρέπτη, για να επιτείνουν τον πόνο του. ∆εµένο έφεραν µπροστά του και τον αδερφό του, Χατζη-Σγουροµαλλή. Οταν είδαν ο ένας τον άλλον, οι στιγµές ήταν στιγµές ανείπωτου πόνου. Από τότε ο Χατζη-Σγουροµαλλής τρελάθηκε και έµεινε έτσι έως το τέλος της ζωής του. Συνεχώς, δε, επαναλάµβανε δύο λέξεις: «και - και». Γι’ αυτό και οι απόγονοί του ονοµάζονταν «Καικαίδες» ή «Καικαιδάκηδες». Το συγκινητικό είναι ότι ο ∆ασκαλογιάννης υπέστη το µαρτύριο χωρίς να εκστοµίσει ύβρεις ή κατάρες. Πέθανε από αιµορραγία και το άψυχο κορµί του έµεινε µέρες στον πλάτανο. Το λείψανό του το έθαψαν στην περιοχή Γερωνυµάκη.
Μαζί µε άλλους Σφακιανούς είχε παραδοθεί στους Οθωµανούς και ο αδελφός του ∆ασκαλογιάννη Νικόλαος, τον οποίο και έσφαξαν οι Οθωµανοί. Τα άλλα του αδέλφια, ο Γεώργιος (ο επονοµαζόµενος Νεόνης και οι απόγονοί του Νεονάκηδες), ο Παύλος και ο Μανούσος, είχαν φύγει στα Κύθηρα και σώθηκαν. Η γυναίκα του ∆ασκαλογιάννη, Σγουροµαλλίνη, χάθηκε στην περιοχή του Λουτρού, προσπαθώντας να σώσει τα κορίτσια της από την καταδίωξη των Οθωµανών. Η κόρη τους, Ανθούσα, ήταν παντρεµένη πριν από την Επανάσταση µε τον Γεώργιο ∆α σκαλάκη, τον επονοµαζόµενο Παχύ (οι απόγονοί τους Παχυνάκηδες). Αρχικά εθεωρείτο ότι είχε χαθεί και αυτή στο Λουτρό κατά την καταδίωξη. Φαίνεται, όµως, ότι επέζησε και µε τον σύζυγό της την εξόρισαν οι Οθωµανοί στις ∆αφνές Μαλεβιζίου. Οι άλλες δύο κόρες του, Ελευθερούσα και Μαρία, είχαν πιαστεί και ήταν σε πλήρη αποµόνωση στο Κάστρο. Ο πασάς του Κάστρου πάντρεψε την Ελευθερούσα µε τον πλούσιο βαλή της Σµύρνης, Γιαλί Χουσεΐν µπέη, ενώ έδωσε την πανέµορφη Μαρία γυναίκα στον αρχιλογιστή της ∆ιοίκησής του (ντεφτερντάµπαση) Αµπλού Αχµέτ, ο οποίος αργότερα µετατέθηκε ως υπασπιστής του σουλτάνου στην Πόλη. Ο γιος του ∆ασκαλογιάννη, Ανδρέας, είχε νυµφευθεί την Αλεξάνδρα από την οικογένεια των Σεϊµένηδων στην Ανώπολη και είχε απογόνους: τον Γεώργιο ∆ασκαλάκη (επονοµαζόµενο και Τζελεπή για το εξαιρετικό παρουσιαστικό και την κοµψότητά του - έγινε ήρωας του 1821 και σκοτώθηκε στους αγώνες), τον Μανούσο, που ήταν καπετάνιος µαζί µε τον αδελφό του Γεώργιο στα καράβια, και τον Ιωάννη, που έγινε αρχηγός σε Σωµατοφυλακή Σφακιανών του Ναπολέοντα. Υπάρχει η ανεπιβεβαίωτη παράδοση και για έναν µικρότερο γιο του ∆ασκαλογιάννη, τον Νικόλαο, πέντε ετών, ο οποίος σώθηκε στα Κύθηρα. Οταν ο πρίγκιπας Γεώργιος ήλθε στην Κρήτη, διέταξε έρευνα για τους απογόνους του ∆ασκαλογιάννη και οι ερευνητές ανέφεραν ότι ο τότε µητροπολίτης Κρήτης είχε προστατεύσει το εν λόγω ορφανό παιδί, το οποίο το πήρε ψυχογυιό κάποιος βαφέας κοντά στο Μεϊντάνι. Το παιδί αυτό θεωρείται ότι ήταν ο πατέρας του συµβολαιογράφου ∆ηµητρίου Βλαχάκη και του δικηγόρου Ανδρέα Βλαχάκη. Ο πλούσιος Αµπλού Αχµέτ σεβάστηκε πολύ τη γυναίκα του, Μαρία, και δεν την πίεσε ποτέ να εξωµόσει. Εζησαν αρχοντικά στην Πόλη. Η Μαρία παρέµεινε πάντα πιστή χριστιανή και λέγεται ότι είχε κάνει ένα δωµάτιο του σπιτιού της εκκλησάκι. Εµεινε πιστή στην προτροπή του πατέρα της, τον οποίο υπεραγαπούσε, να µην αλλαξοπιστήσει, ό,τι και αν συµβεί. Το 1816 πέθανε ο Αµπλού Αχµέτ και δύο χρόνια αργότερα και οι δύο γιοι τους. Η Μαρία έµεινε χήρα, ενώ είχε µεγάλη περιουσία. Εζησε χριστιανικά στην Πόλη µε τον καηµό της πατρίδας της.
Τον Μάρτιο του 1821 αποφάσισε να επισκεφτεί την Τήνο, για να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας, που πρόσφατα είχε ανευρεθεί. Στο λιµάνι ήταν ένα µπρίκι µε Κρητικό καπετάνιο. Συνεννοήθηκε µαζί του, όµως το καράβι δεν είχε άδεια απόπλου. Η Μαρία έλαβε φιρµάνι από τον οικογενειακό τους φίλο, Κωνσταντίνο Μουρούζη, Μεγάλο ∆ιερµηνέα της Πύλης, και το καράβι αναχώρησε. Ο καπετάνιος του καραβιού, Μανούσος, ρώτησε τη ∆ασκαλογιάννη ποια είναι και έχει τέτοια δύναµη και αυτή του αφηγήθηκε τη ζωή της. Ο καπετάνιος ήταν ο Μανούσος ∆ασκαλάκης, γιος του αδερφού της, Ανδρέα, και τότε µόνο συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα µπροστά του ήταν η χαµένη του θεία Μαρία! Η συγκίνηση ήταν µεγάλη! Η Μαρία από την ένταση λιποθύµησε.
Γραµµατέας του καραβιού ήταν ο αδελφός του Μανούσου, Γεώργης, ο επονοµαζόµενος και Τζελεπής. Αυτός ανέφερε στη θεία του ότι ήθελε να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας, που τότε άρχιζε και πάλι τους αγώνες της, και η Μαρία τον ενθάρρυνε. Ο Γιώργης κατέβηκε από το καράβι και, µέσω Σάµου, έφτασε στο Κουσάντασι, όπου οργάνωσε σώµα Κρητικών προσφύγων. Η θεία του, Μαρία, χρηµατοδότησε και εξόπλισε σώµα είκοσι ενόπλων, το οποίο ενώθηκε µε το σώµα του Γιώργη και όλοι µαζί κατέβηκαν στην Κρήτη. Ο Γιώργης (1791-1821) διακρίθηκε ως οπλαρχηγός για τους αγώνες του και τελικά σκοτώθηκε µαχόµενος ως ήρωας στην Κάντανο Σελίνου, στη θέση Σταυρός, το 1821. Η Μαρία είχε παραµείνει στην Τήνο, όπου και έµαθε για τον ηρωικό χαµό του ανιψιού της. ∆ιέθεσε µεγάλα ποσά από την περιουσία της, ενώ µάζεψε και πολλά χρήµατα από τους γνωστούς της στην Πόλη και βοήθησε σηµαντικά στην ίδρυση του Πανελληνίου Ιδρύµατος της Ευαγγελιστρίας. Εγινε µοναχή και πέθανε στην Τήνο, το 1823.
* Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µας µε τον συνεργάτη µου, δηµοσιογράφο Λεωνίδα Αποσκίτη, στο πλαίσιο της Εθνεγερσίας, που µεταδόθηκε στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM.
Ο γενάρχης Ανδρέας Βλάχος ή Αναγνώστης (έψαλε στην εκκλησία) ήταν καραβοκύρης. Οι Σφακιανοί ασχολούνταν συστηµατικά µε τη ναυτιλία. Τα ναυπηγεία τους ήταν στον Προσγιαλό (Χώρα Σφακίων) και στο Λουτρό. Οι εµπορικές τους σχέσεις µε τα διάφορα λιµάνια της Μεσογείου τούς επέβαλλαν να µορφώνονται αρκετά και να µαθαίνουν ξένες γλώσσες. Το πνευµατικό τους επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Ενας από τους πιο πλούσιους (είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια), πιο µορφωµένους και πιο πολυταξιδεµένους ήταν ο Ιωάννης Βλάχος. Λέγεται ότι ο πατέρας του τον είχε στείλει για σπουδές στην Ιταλία. Λόγω της βαθιάς του µορφώσεως, έλαβε το τιµητικό προσωνύµιο «δάσκαλος» (∆ασκαλογιάννης). Γεννήθηκε το 1722 ή, κατά άλλους, το 1730. Μιλούσε ιταλικά και ρωσικά, φορούσε ευρωπαϊκά ρούχα και καπέλο και ήταν εξαιρετικά µορφωµένος.
Βλέποντας την κατάσταση στην Κρήτη, µε τους σκοτωµούς και τους εξισλαµισµούς, έλεγε µε πόνο ψυχής πως, αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, σε λίγα χρόνια θα χάνονταν οριστικά η Ρωµιοσύνη και ο Χριστιανισµός από την Κρήτη. Με την παραίνεση και των Ρώσων (οι οποίοι τελικά τον εγκατέλειψαν) και τη σύµφωνη γνώµη των υπόλοιπων Σφακιανών, ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου του 1770 από την Ανώπολη την Επανάσταση των Σφακίων, η οποία κατεπνίγη στο αίµα και ο ∆ασκαλογιάννης µαζί µε άλλους οδηγήθηκε αιχµάλωτος στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο). Με τη γυναίκα του, Σγουροµαλλίνη ή Ξανθοµαλλίνη, είχαν αποκτήσει κόρες (Ανθούσα, Μαρία, Ελευθερούσα) και γιους (Ανδρέα και, πιθανώς, Νικόλαο). Μετά την αποτυχία της επανάστασης, ο ∆ασκαλογιάννης ήταν κρατούµενος του διοικητή Χουσεΐν πασά στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο). Στις 17 Ιουνίου του 1771, ηµέρα Παρασκευή, αργία των µουσουλµάνων, ο Χουσεΐν κάλεσε στο σαλόνι του ∆ιοικητηρίου τον ∆ασκαλογιάννη και άρχισε να τον ανακρίνει και να τον υβρίζει. ∆ιέταξε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν στον τόπο του µαρτυρίου. Ορισµένοι θεωρούν ότι ο τόπος αυτός ήταν η πλατεία που οι Οθωµανοί αποκαλούσαν Ατ-Μεϊντάν, στην ανατολική πύλη του Κάστρου, στη νότια πλευρά της σηµερινής Πλατείας Ελευθερίας. Αλλοι θεωρούν ότι ήταν η Πλατεία της Αγχόνης (στη σηµερινή πλατεία µπροστά από τη Λέσχη Αξιωµατικών). Η πιο πιθανή εκδοχή (την αναφέρει ο ιστορικός Μουρέλλος) είναι ότι ο τόπος του µαρτυρίου του ήταν η Πλατεία των Λιονταριών. Η εξέδρα στήθηκε κάτω από έναν µεγάλο πλάτανο.
Ηταν ηµέρα αργίας και η πλατεία ήταν γεµάτη κόσµο. Γυµνό, δεµένο χέρια-πόδια και κρεµασµένο από τον πλάτανο, άρχισαν να τον γδέρνουν ζωντανό. Του έβγαζαν λωρίδες και τις πετούσαν κάτω. Μπροστά του είχαν βάλει και καθρέπτη, για να επιτείνουν τον πόνο του. ∆εµένο έφεραν µπροστά του και τον αδερφό του, Χατζη-Σγουροµαλλή. Οταν είδαν ο ένας τον άλλον, οι στιγµές ήταν στιγµές ανείπωτου πόνου. Από τότε ο Χατζη-Σγουροµαλλής τρελάθηκε και έµεινε έτσι έως το τέλος της ζωής του. Συνεχώς, δε, επαναλάµβανε δύο λέξεις: «και - και». Γι’ αυτό και οι απόγονοί του ονοµάζονταν «Καικαίδες» ή «Καικαιδάκηδες». Το συγκινητικό είναι ότι ο ∆ασκαλογιάννης υπέστη το µαρτύριο χωρίς να εκστοµίσει ύβρεις ή κατάρες. Πέθανε από αιµορραγία και το άψυχο κορµί του έµεινε µέρες στον πλάτανο. Το λείψανό του το έθαψαν στην περιοχή Γερωνυµάκη.
Μαζί µε άλλους Σφακιανούς είχε παραδοθεί στους Οθωµανούς και ο αδελφός του ∆ασκαλογιάννη Νικόλαος, τον οποίο και έσφαξαν οι Οθωµανοί. Τα άλλα του αδέλφια, ο Γεώργιος (ο επονοµαζόµενος Νεόνης και οι απόγονοί του Νεονάκηδες), ο Παύλος και ο Μανούσος, είχαν φύγει στα Κύθηρα και σώθηκαν. Η γυναίκα του ∆ασκαλογιάννη, Σγουροµαλλίνη, χάθηκε στην περιοχή του Λουτρού, προσπαθώντας να σώσει τα κορίτσια της από την καταδίωξη των Οθωµανών. Η κόρη τους, Ανθούσα, ήταν παντρεµένη πριν από την Επανάσταση µε τον Γεώργιο ∆α σκαλάκη, τον επονοµαζόµενο Παχύ (οι απόγονοί τους Παχυνάκηδες). Αρχικά εθεωρείτο ότι είχε χαθεί και αυτή στο Λουτρό κατά την καταδίωξη. Φαίνεται, όµως, ότι επέζησε και µε τον σύζυγό της την εξόρισαν οι Οθωµανοί στις ∆αφνές Μαλεβιζίου. Οι άλλες δύο κόρες του, Ελευθερούσα και Μαρία, είχαν πιαστεί και ήταν σε πλήρη αποµόνωση στο Κάστρο. Ο πασάς του Κάστρου πάντρεψε την Ελευθερούσα µε τον πλούσιο βαλή της Σµύρνης, Γιαλί Χουσεΐν µπέη, ενώ έδωσε την πανέµορφη Μαρία γυναίκα στον αρχιλογιστή της ∆ιοίκησής του (ντεφτερντάµπαση) Αµπλού Αχµέτ, ο οποίος αργότερα µετατέθηκε ως υπασπιστής του σουλτάνου στην Πόλη. Ο γιος του ∆ασκαλογιάννη, Ανδρέας, είχε νυµφευθεί την Αλεξάνδρα από την οικογένεια των Σεϊµένηδων στην Ανώπολη και είχε απογόνους: τον Γεώργιο ∆ασκαλάκη (επονοµαζόµενο και Τζελεπή για το εξαιρετικό παρουσιαστικό και την κοµψότητά του - έγινε ήρωας του 1821 και σκοτώθηκε στους αγώνες), τον Μανούσο, που ήταν καπετάνιος µαζί µε τον αδελφό του Γεώργιο στα καράβια, και τον Ιωάννη, που έγινε αρχηγός σε Σωµατοφυλακή Σφακιανών του Ναπολέοντα. Υπάρχει η ανεπιβεβαίωτη παράδοση και για έναν µικρότερο γιο του ∆ασκαλογιάννη, τον Νικόλαο, πέντε ετών, ο οποίος σώθηκε στα Κύθηρα. Οταν ο πρίγκιπας Γεώργιος ήλθε στην Κρήτη, διέταξε έρευνα για τους απογόνους του ∆ασκαλογιάννη και οι ερευνητές ανέφεραν ότι ο τότε µητροπολίτης Κρήτης είχε προστατεύσει το εν λόγω ορφανό παιδί, το οποίο το πήρε ψυχογυιό κάποιος βαφέας κοντά στο Μεϊντάνι. Το παιδί αυτό θεωρείται ότι ήταν ο πατέρας του συµβολαιογράφου ∆ηµητρίου Βλαχάκη και του δικηγόρου Ανδρέα Βλαχάκη. Ο πλούσιος Αµπλού Αχµέτ σεβάστηκε πολύ τη γυναίκα του, Μαρία, και δεν την πίεσε ποτέ να εξωµόσει. Εζησαν αρχοντικά στην Πόλη. Η Μαρία παρέµεινε πάντα πιστή χριστιανή και λέγεται ότι είχε κάνει ένα δωµάτιο του σπιτιού της εκκλησάκι. Εµεινε πιστή στην προτροπή του πατέρα της, τον οποίο υπεραγαπούσε, να µην αλλαξοπιστήσει, ό,τι και αν συµβεί. Το 1816 πέθανε ο Αµπλού Αχµέτ και δύο χρόνια αργότερα και οι δύο γιοι τους. Η Μαρία έµεινε χήρα, ενώ είχε µεγάλη περιουσία. Εζησε χριστιανικά στην Πόλη µε τον καηµό της πατρίδας της.
Τον Μάρτιο του 1821 αποφάσισε να επισκεφτεί την Τήνο, για να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας, που πρόσφατα είχε ανευρεθεί. Στο λιµάνι ήταν ένα µπρίκι µε Κρητικό καπετάνιο. Συνεννοήθηκε µαζί του, όµως το καράβι δεν είχε άδεια απόπλου. Η Μαρία έλαβε φιρµάνι από τον οικογενειακό τους φίλο, Κωνσταντίνο Μουρούζη, Μεγάλο ∆ιερµηνέα της Πύλης, και το καράβι αναχώρησε. Ο καπετάνιος του καραβιού, Μανούσος, ρώτησε τη ∆ασκαλογιάννη ποια είναι και έχει τέτοια δύναµη και αυτή του αφηγήθηκε τη ζωή της. Ο καπετάνιος ήταν ο Μανούσος ∆ασκαλάκης, γιος του αδερφού της, Ανδρέα, και τότε µόνο συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα µπροστά του ήταν η χαµένη του θεία Μαρία! Η συγκίνηση ήταν µεγάλη! Η Μαρία από την ένταση λιποθύµησε.
Γραµµατέας του καραβιού ήταν ο αδελφός του Μανούσου, Γεώργης, ο επονοµαζόµενος και Τζελεπής. Αυτός ανέφερε στη θεία του ότι ήθελε να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας, που τότε άρχιζε και πάλι τους αγώνες της, και η Μαρία τον ενθάρρυνε. Ο Γιώργης κατέβηκε από το καράβι και, µέσω Σάµου, έφτασε στο Κουσάντασι, όπου οργάνωσε σώµα Κρητικών προσφύγων. Η θεία του, Μαρία, χρηµατοδότησε και εξόπλισε σώµα είκοσι ενόπλων, το οποίο ενώθηκε µε το σώµα του Γιώργη και όλοι µαζί κατέβηκαν στην Κρήτη. Ο Γιώργης (1791-1821) διακρίθηκε ως οπλαρχηγός για τους αγώνες του και τελικά σκοτώθηκε µαχόµενος ως ήρωας στην Κάντανο Σελίνου, στη θέση Σταυρός, το 1821. Η Μαρία είχε παραµείνει στην Τήνο, όπου και έµαθε για τον ηρωικό χαµό του ανιψιού της. ∆ιέθεσε µεγάλα ποσά από την περιουσία της, ενώ µάζεψε και πολλά χρήµατα από τους γνωστούς της στην Πόλη και βοήθησε σηµαντικά στην ίδρυση του Πανελληνίου Ιδρύµατος της Ευαγγελιστρίας. Εγινε µοναχή και πέθανε στην Τήνο, το 1823.
* Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µας µε τον συνεργάτη µου, δηµοσιογράφο Λεωνίδα Αποσκίτη, στο πλαίσιο της Εθνεγερσίας, που µεταδόθηκε στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM.