Διαδόσεις και φήμες για τον Αλέξανδρο
Τερατολογίες για τον «υπεράνθρωπο» και «κοσμοκράτορα» βασιλιά των Μακεδόνων, που κατέκτησε τον κόσμο και έγραψε στην ιστορία το όνομά του με χρυσά γράμματα
Οι φανταστικές προσθήκες που έκαναν στην Ιστορία πνίξανε σχεδόν ολοκληρωτικά τ’ αληθινά ιστορικά περιστατικά των εκστρατειών και περιπλανήσεων του Μακεδόνα βασιλιά και, όσο περνούσαν οι αιώνες, προσθέτονταν όλο νέα θαύματα και νέες τερατολογίες.
«Πολύ νωρίς μετά το θάνατό του, ο Αλέξαντρος είχε ήδη καταντήσει θρύλος. Σιγά σιγά, με το πέρασμα των αιώνων, τα ιστορικά γεγονότα της ζωής του αρχίζουνε και ξεθωριάζουν, παραμορφώνονται ή και ξεχνιούνται ολότελα, και έτσι δημιουργείται τριγύρω από τ’ όνομά του ένας ολόκληρος κύκλος μύθων όπου κυριολεχτικά οργιάζει η λαϊκή φαντασία. Ο Αλέξαντρος τού μύθου δε[ν] μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξαντρο της ιστορίας», μας λέει ο Α. Α. Πάλλης. Το «Παραμύθι του Μεγ’ Αλέξαντρου», ή ο «Μύθος του Αλεξάνδρου» είναι η θρυλική ιστορία του βίου του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά, που στάθηκε για τη μεσαιωνική Ευρώπη και Ασία ό,τι περίπου η Ιλιάδα και η Οδύσσεια για τον αρχαίο κόσμο.
Η «ιστορία» αυτή είχε μεγάλη πέραση, ιδίως στα χωριά, όπου κυκλοφορούσε σε κάτι φτηνά και κακότεχνα φυλλάδια και ήτο γνωστή στον λαό με το όνομα «Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξαντρου».
Αν οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάνανε κολοσσιαία εντύπωση σε όλους τους λαούς της Ασίας, η απήχησή τους στην Ελλάδα και στις διάφορες ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ανατολής δεν ήταν μικρότερη. Οι στρατιώτες, που είχαν συνοδέψει τον Αλέξανδρο έως τα βάθη της Ασίας, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους θα διέδιδαν χίλιες δυο ιστορίες για τις περιπέτειες και επίσης όλα τα άλλα αξιοπερίεργα πράματα που είχαν συναντήσει. Δεν λείψανε, φυσικά, και οι τερατολόγοι που θα καταχράζονταν την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία του κόσμου, γεμίζοντάς τους τα κεφάλια με κάθε λογής παραμύθια και περιγραφές για ανύπαρκτα θηρία, τέρατα και άλλα εντελώς φανταστικά περιστατικά. Έτσι, οι φανταστικές αυτές προσθήκες που έκαναν πνίξανε σχεδόν ολοκληρωτικά τ’ αληθινά ιστορικά περιστατικά των εκστρατειών και περιπλανήσεων του Μακεδόνα βασιλιά και, όσο περνούσαν οι αιώνες, προσθέτονταν όλο νέα θαύματα και νέες τερατολογίες.
Στα παραμύθια αυτά, ο Αλέξανδρος παριστάνεται σαν υπεράνθρωπος, σαν κοσμοκράτορας, που η φιλοδοξία του δεν γνωρίζει όρια και δεν σταματά μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Έτσι τόνε βλέπουμε να φτάνει ίσαμε τις Στήλες του Ηρακλή (σημ. Γιβραλτάρ) και τις όχθες τού Ατλαντικού, όπου κατεβαίνει, κλεισμένος μέσα σε ένα γυάλινο βαρέλι, κάτω στον βυθό, για να ερευνήσει τα μυστήρια τού ωκεανού, να ταξιδεύει στο απώτατο σημείο της Ανατολής, όπου, με σύντροφο τον φημισμένο μάγο και κατασκευαστή «τελεσμάτων» Απολλώνιο τον Τυανέα, ερευνά τη Θάλασσα της Κίνας και τελευταία να εισδύει στις σκοτεινές χώρες του Βορρά -στα μέρη της Ρωσίας και της Σιβηρίας-, απ’ όπου επιστρέφει πια για να πεθάνει στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, τη Βαβυλώνα.
Στις περιπλανήσεις του αυτές συναντά κάθε είδους θηρία και τέρατα-δράκους, ανθρώπους με κεφάλι σκυλιού ή αυτιά νυχτερίδας, τεράστια καβούρια, φαρμακερά φίδια, τρωγλοδύτες, Αμαζόνες, Σειρήνες και ό,τι άλλο δημιούργησε ή φαντασία των ανθρώπων από την εποχή του Ομήρου ίσαμε την εποχή της Αναγέννησης. Το μυθιστόρημα του Ψευδοκαλλισθένη είναι ήδη γεμάτο τέτοια φανταστικά ανέκδοτα. Ύστερα, σε κάθε νέα έκδοση του Μύθου, προσθέτονταν και άλλα. O Πέρσης ποιητής Νιζάμη, στο δεύτερο μέρος του «Ισκανταρνάμα» -το «Ισκανταρνάμα-ε μπάχρι» ή «Έπος του Αλεξάνδρου κατά θάλασσα»- έχει μαζέψει του κόσμου τους θρύλους από διάφορες πηγές -τους περισσότερους από περιγραφές Αράβων ή άλλων γεωγράφων περιηγητών του Μεσαίωνα-, και τους έχωσε μέσα στην αφήγηση των ταξιδιών του Αλέξανδρου.
Εκεί αναγράφεται ένα πολύ περίεργο ανέκδοτο -η περιγραφή της χαράδρας με τα διαμάντια-, που το βρίσκουμε απαράλλακτο μέσα στη Χαλιμά, στο κεφάλαιο στο οποίο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός διηγείται τις περιπέτειές τους. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος, ταξιδεύοντας με τους συντρόφους του, φτάνει μπροστά σε μια βαθιά χαράδρα γεμάτη διαμάντια, κανένας όμως δεν τολμά να κατεβεί να τα μαζέψει εξαιτίας του ότι έχει πολλά φαρμακερά φίδια. Τότες ο «νουνεχής» Αλέξανδρος σοφίζεται το εξής τέχνασμα: Προστάζει και σφάζουν χίλια πρόβατα, και τα ρίχνουν μέσ’ στη χαράδρα, για να κολλήσουν τα διαμάντια πάνω στη ματωμένη και γλοιώδη επιφάνεια τού κρέατος.
Ο Επιφάνιος τοποθετεί τη χαράδρα στη Σκυθία. Ύστερα τον αναφέρει, στα απομνημονεύματά του, ο περίφημος Βενετός περιηγητής του 13ου αιώνα, Μάρκο Πόλο, που τοποθετεί τη χαράδρα στην περιφέρεια Μουτφιλή των Ανατολικών Ινδιών. Ο Νικολόντε-Κόντι επίσης την τοποθετεί στις Ινδίες, στα βουνά του Αλμπενιγκάρας Β. του Βιγιαναγκάρ. Την ίδια παράδοση μνημονεύουν άπειροι άλλοι συγγραφείς - Έλληνες, Άραβες, Κινέζοι και Πορτογάλοι. Ο μύθος φαίνεται να είναι ι νδικής προελεύσεως και μάλλον σχετίζεται με τα φημισμένα αδαμαντωρυχεία της Γκολκόντας, στις Ανατολικές Ινδίες.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 17/6
«Πολύ νωρίς μετά το θάνατό του, ο Αλέξαντρος είχε ήδη καταντήσει θρύλος. Σιγά σιγά, με το πέρασμα των αιώνων, τα ιστορικά γεγονότα της ζωής του αρχίζουνε και ξεθωριάζουν, παραμορφώνονται ή και ξεχνιούνται ολότελα, και έτσι δημιουργείται τριγύρω από τ’ όνομά του ένας ολόκληρος κύκλος μύθων όπου κυριολεχτικά οργιάζει η λαϊκή φαντασία. Ο Αλέξαντρος τού μύθου δε[ν] μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξαντρο της ιστορίας», μας λέει ο Α. Α. Πάλλης. Το «Παραμύθι του Μεγ’ Αλέξαντρου», ή ο «Μύθος του Αλεξάνδρου» είναι η θρυλική ιστορία του βίου του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά, που στάθηκε για τη μεσαιωνική Ευρώπη και Ασία ό,τι περίπου η Ιλιάδα και η Οδύσσεια για τον αρχαίο κόσμο.
Η «ιστορία» αυτή είχε μεγάλη πέραση, ιδίως στα χωριά, όπου κυκλοφορούσε σε κάτι φτηνά και κακότεχνα φυλλάδια και ήτο γνωστή στον λαό με το όνομα «Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξαντρου».
Το «παραμύθι»
Στην Ελλάδα, και μετά τους βυζαντινούς χρόνους ακόμα, το «Παραμύθι» δεν έχασε τη δημοτικότητά του στον λαό. Από την αρχική έκδοση του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ., που λέγεται του Ψευδοκαλλισθένη, βγήκαν διάφορες έμμετρες και πεζές διασκευές στις περισσότερες ασιατικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Μια τέτοια λαϊκή διασκευή, σε απλή γλώσσα, είναι και εκείνη που φέρει τον τίτλο «Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, πόλεμοι και θάνατος αυτού». Το βιβλίο τούτο πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία στα 1699 (;) και έκτοτε βγήκαν επανειλημμένως νέες εκδόσεις. Σε αυτή την έκδοση βασίστηκε ο Α. Α. Πάλλης για να φτιάξει τη δική του επιμελημένη έκδοση το 1935.Αν οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάνανε κολοσσιαία εντύπωση σε όλους τους λαούς της Ασίας, η απήχησή τους στην Ελλάδα και στις διάφορες ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ανατολής δεν ήταν μικρότερη. Οι στρατιώτες, που είχαν συνοδέψει τον Αλέξανδρο έως τα βάθη της Ασίας, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους θα διέδιδαν χίλιες δυο ιστορίες για τις περιπέτειες και επίσης όλα τα άλλα αξιοπερίεργα πράματα που είχαν συναντήσει. Δεν λείψανε, φυσικά, και οι τερατολόγοι που θα καταχράζονταν την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία του κόσμου, γεμίζοντάς τους τα κεφάλια με κάθε λογής παραμύθια και περιγραφές για ανύπαρκτα θηρία, τέρατα και άλλα εντελώς φανταστικά περιστατικά. Έτσι, οι φανταστικές αυτές προσθήκες που έκαναν πνίξανε σχεδόν ολοκληρωτικά τ’ αληθινά ιστορικά περιστατικά των εκστρατειών και περιπλανήσεων του Μακεδόνα βασιλιά και, όσο περνούσαν οι αιώνες, προσθέτονταν όλο νέα θαύματα και νέες τερατολογίες.
Στα παραμύθια αυτά, ο Αλέξανδρος παριστάνεται σαν υπεράνθρωπος, σαν κοσμοκράτορας, που η φιλοδοξία του δεν γνωρίζει όρια και δεν σταματά μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Έτσι τόνε βλέπουμε να φτάνει ίσαμε τις Στήλες του Ηρακλή (σημ. Γιβραλτάρ) και τις όχθες τού Ατλαντικού, όπου κατεβαίνει, κλεισμένος μέσα σε ένα γυάλινο βαρέλι, κάτω στον βυθό, για να ερευνήσει τα μυστήρια τού ωκεανού, να ταξιδεύει στο απώτατο σημείο της Ανατολής, όπου, με σύντροφο τον φημισμένο μάγο και κατασκευαστή «τελεσμάτων» Απολλώνιο τον Τυανέα, ερευνά τη Θάλασσα της Κίνας και τελευταία να εισδύει στις σκοτεινές χώρες του Βορρά -στα μέρη της Ρωσίας και της Σιβηρίας-, απ’ όπου επιστρέφει πια για να πεθάνει στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, τη Βαβυλώνα.
Στις περιπλανήσεις του αυτές συναντά κάθε είδους θηρία και τέρατα-δράκους, ανθρώπους με κεφάλι σκυλιού ή αυτιά νυχτερίδας, τεράστια καβούρια, φαρμακερά φίδια, τρωγλοδύτες, Αμαζόνες, Σειρήνες και ό,τι άλλο δημιούργησε ή φαντασία των ανθρώπων από την εποχή του Ομήρου ίσαμε την εποχή της Αναγέννησης. Το μυθιστόρημα του Ψευδοκαλλισθένη είναι ήδη γεμάτο τέτοια φανταστικά ανέκδοτα. Ύστερα, σε κάθε νέα έκδοση του Μύθου, προσθέτονταν και άλλα. O Πέρσης ποιητής Νιζάμη, στο δεύτερο μέρος του «Ισκανταρνάμα» -το «Ισκανταρνάμα-ε μπάχρι» ή «Έπος του Αλεξάνδρου κατά θάλασσα»- έχει μαζέψει του κόσμου τους θρύλους από διάφορες πηγές -τους περισσότερους από περιγραφές Αράβων ή άλλων γεωγράφων περιηγητών του Μεσαίωνα-, και τους έχωσε μέσα στην αφήγηση των ταξιδιών του Αλέξανδρου.
Εκεί αναγράφεται ένα πολύ περίεργο ανέκδοτο -η περιγραφή της χαράδρας με τα διαμάντια-, που το βρίσκουμε απαράλλακτο μέσα στη Χαλιμά, στο κεφάλαιο στο οποίο ο Σεβάχ ο Θαλασσινός διηγείται τις περιπέτειές τους. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος, ταξιδεύοντας με τους συντρόφους του, φτάνει μπροστά σε μια βαθιά χαράδρα γεμάτη διαμάντια, κανένας όμως δεν τολμά να κατεβεί να τα μαζέψει εξαιτίας του ότι έχει πολλά φαρμακερά φίδια. Τότες ο «νουνεχής» Αλέξανδρος σοφίζεται το εξής τέχνασμα: Προστάζει και σφάζουν χίλια πρόβατα, και τα ρίχνουν μέσ’ στη χαράδρα, για να κολλήσουν τα διαμάντια πάνω στη ματωμένη και γλοιώδη επιφάνεια τού κρέατος.
Τα διαμάντια
Τα όρνια, που μυρίζονται από μακριά το σφαχτό, πετούνε στο βάθος της χαράδρας και αρπάζουν τα κομμάτια κρέας. Ο Αλέξανδρος και οι σύντροφοί του παραμονεύουνε εκεί κοντά και, μόλις βλέπουν τα όρνεα και βγαίνουν επάνω στην επιφάνεια, μπήγουν τις φωνές. Τα όρνεα, τρομαγμένα, αφήνουν τα κρέατα να πέσουν χάμω. Τότες οι άνθρωποι πλησιάζουν και μαζεύουν τα διαμάντια που είναι κολλημένα πάνω στο κρέας. Ο περίεργος αυτός θρύλος είναι από τους πιο γνωστούς της Ανατολής. Ήδη τον 5ο αιώνα μ.X. τον βρίσκουμε σε μια διατριβή του Επιφάνιου, Αρχιεπίσκοπου Σαλαμίνος Κύπρου, «περί πολυτίμων λίθων».Ο Επιφάνιος τοποθετεί τη χαράδρα στη Σκυθία. Ύστερα τον αναφέρει, στα απομνημονεύματά του, ο περίφημος Βενετός περιηγητής του 13ου αιώνα, Μάρκο Πόλο, που τοποθετεί τη χαράδρα στην περιφέρεια Μουτφιλή των Ανατολικών Ινδιών. Ο Νικολόντε-Κόντι επίσης την τοποθετεί στις Ινδίες, στα βουνά του Αλμπενιγκάρας Β. του Βιγιαναγκάρ. Την ίδια παράδοση μνημονεύουν άπειροι άλλοι συγγραφείς - Έλληνες, Άραβες, Κινέζοι και Πορτογάλοι. Ο μύθος φαίνεται να είναι ι νδικής προελεύσεως και μάλλον σχετίζεται με τα φημισμένα αδαμαντωρυχεία της Γκολκόντας, στις Ανατολικές Ινδίες.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 17/6