Οι ελληνικές κοινότητες του Ιράν και της Κεντρικής Ασίας, πριν από την ελληνιστική περίοδο, ζούσαν κυρίως ως µειονότητες.

Στις περιοχές που χαρακτηρίστηκαν ως Ανω Σατραπείες τα εδάφη δεν ήταν προσβάσιµα, παρά µόνο µε δυσκολία. Καταλαµβάνονταν κυρίως από ερήµους και υψηλές οροσειρές, µε πληθυσµούς ως επί το πλείστον νοµαδικούς. Οι ιστορικές πηγές που αφορούν εκείνη τη χρονική περίοδο είναι επίσης σπάνιες και πρόκειται κυρίως είτε για αφιερώµατα ή επιτύµβιες στήλες είτε για έγγραφα της βασιλικής διοίκησης. Οι σηµαντικότερες γνώσεις προήλθαν από τους επιστήµονες που συνόδευαν τον Μέγα Αλέξανδρο, οι οποίοι πραγµατοποίησαν εξερευνητικές αποστολές. Αυτά τα κείµενα αποτελούν, άλλωστε, τη βάση όλης της µεταγενέστερης ιστορικής καταγραφής.

Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έδωσε αφορµή για πληρέστερες αναφορές στον ∆ιόδωρο Σικελιώτη, στον Ρωµαίο ιστορικό Κόιντο Ρούφο, στον ιστορικό και γεωγράφο Φλάβιο Αρριανό, στον Πλούταρχο, καθώς και στον Ιουστίνο, που µαζί µε τον Ποµπήιο Τρόγο συνέγραψε τις φιλιππικές ιστορίες. Αυτές οι πηγές είναι ενδιαφέρουσες, για τον λόγο ότι υποδεικνύουν σε ποιο πλαίσιο έγινε η εγκατάσταση των µακεδονικών κοινοτήτων στις ανατολικές περιοχές. Επίσης, τεκµηριώνονται οι διαµάχες µεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ιδιαιτέρως στις επιχειρήσεις που έφεραν αντιµέτωπους τον Αντίγονο τον µονόφθαλµο µε τον Ευµένη τον Καρδιανό στο Ιράν, όπου ο Αντίγονος βρήκε την ευκαιρία να αναδιοργανώσει τη διοίκηση των Ανω Σατραπειών.

Από το 311 π. Χ., ο Σέλευκος ανέλαβε αυτά τα εδάφη, αρχικά τις Σατραπείες του ∆υτικού Ιράν και στη συνέχεια τις Σατραπείες του Ανατολικού Ιράν και της Κεντρικής Ασίας. Αντιθέτως, οι ιστορικές πηγές που αφορούν στην αυτοκρατορία των Πάρθων, η οποία αποτέλεσε επαρχία του βασιλείου των Σελευκιδών, µε κύριο εκπρόσωπο τον τελευταίο Ελληνοβακτριανό βασιλιά Ευκρατίδη Α’, συµπληρώνονται από το έργο του Στράβωνα, του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και του Κλαύδιου Πτολεµαίου. Το Βιβλίο 11 των «Γεωγραφικών» ο Στράβωνας το αφιερώνει εξ ολοκλήρου στις επαρχίες που βρίσκονται βόρεια του Χίντου Κας, στη Μηδία και στις παρακείµενες περιοχές.

Το σηµαντικότερο είναι ότι η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου άνοιξε τον δρόµο για µια πιο οργανωµένη µετανάστευση στην αυτοκρατορία των Αχαιµενιδών. Στις Ανω Σατραπείες διαβιούσαν στις βασιλικές αποικίες και Ελληνες και πολλές άλλες εθνικότητες, αλλά, όπως οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι, έτσι και οι Αχαιµενίδες εκτόπιζαν πληθυσµούς ή άτοµα που έπεφταν σε δυσµένεια. Η Βακτρία και η Σουσιάνα ήταν εδάφη εξορίας για ελληνικούς πληθυσµούς. Το 513 π.Χ., οι Πέρσες, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους στη Λιβύη, κατέλαβαν την ελληνική πόλη Βάρκη και απέλασαν τους κατοίκους σε µια ασιατική περιοχή, που έλαβε το όνοµα Βακτριανή. Εκεί, επίσης, κατοικούσαν οι Βραγχίδες, που συγκροτούσαν το ιερατείο του Απόλλωνα στα ∆ίδυµα.

Οι Βραγχίδες είχαν ταχθεί στο πλευρό των Περσών κατά τη διάρκεια του Β’ Περσικού Πολέµου και ο Ξέρξης τούς είχε εγκαταστήσει στη Βακτριανή. Ο Αλέξανδρος, όταν έφτασε στην περιοχή, τους εκτέλεσε όλους ως τιµωρία για την προδοσία των προγόνων τους. Τη ζωή των εκτοπισµένων Ελλήνων στη Σουσιάνα περιγράφει παραστατικά ο Κόιντος Ρούφος. Επρόκειτο για Ερετριείς αιχµαλώτους από τον Α’ Περσικό Πόλεµο, τους οποίους ο ∆αρείος Α’ είχε εγκαταστήσει έξω από τα Σούσα. Οταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε στην Περσέπολη, συνάντησε Ελληνες που εργάζονταν ως τεχνίτες υπό άθλιες συνθήκες στα βασιλικά εργαστήρια και είχαν συµβάλει στην κατασκευή των ανακτόρων στα Σούσα ή στην Περσέπολη.

Στα κείµενα αναφέρεται ότι οι Ιωνες απασχολήθηκαν ως τεχνίτες της πέτρας. Οι Ελληνες ιστοριογράφοι κατέγραψαν τα ονόµατα των τεχνιτών και των καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην περσική αυτοκρατορική Αυλή, µε πιο γνωστό τον Κτησία, που έζησε στην Αυλή του Αρταξέρξη Β’ και ήταν προσωπικός του γιατρός. Η ελληνική παρουσία επιβεβαιώνεται επίσης από την αρχαιολογική και επιγραφική τεκµηρίωση. Σε λατοµεία πέτρας κοντά στην Περσέπολη εντοπίστηκαν επιγραφές που αναφέρουν το όνοµα κάποιου Πύθαρχου, στον οποίο είχε παραχωρηθεί η εκµετάλλευση των λατοµείων. Επίσης, σε µια επιτύµβια στήλη µε ελληνικούς χαρακτήρες διακρίνεται το όνοµα κάποιου Νικοκλή µε καταγωγή από τη Σινώπη, που απεβίωσε τον 4ο αι. π.Χ.

Ο Αλέξανδρος κατέλαβε το Ιράν και την Κεντρική Ασία σε λιγότερο από τρία χρόνια. Για τη διοίκηση αυτών των περιοχών υιοθέτησε διαφορετικές στρατηγικές, οι οποίες στη συνέχεια είχαν επιπτώσεις στις µεθόδους και τη φύση της κατοχής εδαφών. Στο Ιράν δεν συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες, παρά τις σκληρές µάχες που έπρεπε να δώσει για να διασχίσει τα δύσβατα βουνά Ζάγρος, έχοντας παράλληλα να αντιµετωπίσει και τη δυσαρέσκεια µέρους της περσικής αυτοκρατορίας. Προχώρησε γρήγορα, αφήνοντας µακεδονική φρουρά στα Σούσα και στην Περσέπολη. Ωστόσο, στη Σογδιανή και τη Βακτριανή ήρθε αντιµέτωπος µε ισχυρή αντίσταση και χρειάστηκε να δώσει µάχες που διήρκεσαν σχεδόν δύο χρόνια.

Κατά την εαρινή εκστρατεία του 328 π.Χ. δηµιούργησε ένα δίκτυο έξι οχυρών, το οποίο οι αρχαιολογικές έρευνες τοποθετούν στο δυτικό άκρο της Χισάρ, απ’ όπου περνούσε ο δρόµος που οδηγούσε από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν δύο οχυρά, που εικάζεται ότι ανήκουν σε αυτό το συγκρότηµα, συµπεριλαµβανοµένου του οχυρού του Κουργκασόλ, στο σηµερινό Ουζµπεκιστάν. Πρόκειται για ένα οχυρό εγκατεστηµένο στην κορυφή ενός γκρεµού, το οποίο επέτρεπε την παρακολούθηση του περιβάλλοντος χώρου. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την πολιτική που είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο. Οι πόλεις που ίδρυσε στην Κεντρική Ασία και στην κοιλάδα του Ινδού ποταµού έπαιξαν στρατηγικό και στρατιωτικό ρόλο, λειτουργώντας ως σηµεία στήριξης του δευτερεύοντος δικτύου φρουρίων.

Εκποµπή µας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τους συνεργάτες µου Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο ∆ηµητρίου πάνω σε µελέτη της δηµοσιογράφου-συγγραφέως Lediana Hajrani

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 19/8