Ο Ελβετός πρέσβης στην Αθήνα, Lorenzo Amberg, σε διάλεξή του στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών παρέθεσε ένα θαυµάσιο δείγµα των απόψεων των Ελβετών για τον Καποδίστρια. «Πώς θα µπορέσουµε ποτέ να ανταποδώσουµε αυτά που οφείλουµε σε αυτόν τον υπέροχο Καποδίστρια; Έχει τόσο ευγενικά αισθήµατα, που θα άξιζε να είναι δικός µας. Είναι ο φοίνικας της διπλωµατίας. Χωρίς αυτόν, το Συνέδριο της Βιέννης και οι λοιπές διαβουλεύσεις θα ήταν αξιοθρήνητα. (…)» (Cramer, II, 171).

Ο Francois d’ Ivernois, εκπρόσωπος της Γενεύης στο Συνέδριο της Βιέννης, καταθέτει στο συνέδριο: «Ο κόµης Καποδίστριας έχει εκδηλώσει, για τον σκοπό µας, µια συνεχή καλή πρόθεση, αναλλοίωτη, πάντοτε ευγενή, ολοένα και πιο µεγάλη» (από τα πρακτικά του Συνεδρίου 17/4/1815. Πηγή: Οµιλία πρέσβη της Ελβετίας, Lorenzo Amberg, Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, 7 Ιουνίου 2013).

Τον Σεπτέµβριο του 1813 η Ελβετία είναι κατακερµατισµένη. Η χώρα σπαράσσεται από πολιτικούς διχασµούς, από διαµάχες επιρροών, από εδαφικές διεκδικήσεις. Πρόκειται για µια πολύ οδυνηρή µεταβατική περίοδο και η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή, ώστε η χώρα να βρίσκεται στο µεταίχµιο ενός εµφύλιου πολέµου. Ο Κερκυραίος, ο οποίος απαντώντας στον τσάρο δηλώνει ότι γνωρίζει την Ελβετία µόνο από τα βιβλία και πως δεν µιλά γερµανικά, βουτάει στα βαθιά νερά και αναπτύσσει µια αξιοθαύµαστη δραστηριότητα. Σε λίγο καιρό γίνεται γνώστης των ελβετικών πραγµάτων.

Επισκέπτεται όλους τους παράγοντες, όλα τα καντόνια, συντάσσει σχέδια αποφάσεων και Συνταγµάτων, συµβουλεύεται, κατευνάζει τα πάθη, αναζητά συµβιβασµούς και την ίδια στιγµή αναφέρει πιστά και λεπτοµερώς στους ανωτέρους του όλα όσα συµβαίνουν στην Ελβετία. Μόνο µία φορά χρησιµοποιεί, µαζί µε τους συναδέλφους του, την απειλή. Τον Αύγουστο του 1814, όταν η Οµοσπονδιακή Βουλή ή το Κοινοβούλιο, το οποίο εδρεύει στη Ζυρίχη, δεν έχει καταλήξει στο κείµενο του νέου ελβετικού Συντάγµατος, οι ξένοι διπλωµάτες απειλούν να διαλύσουν τις σχέσεις τους µε τη Βουλή και να εγκαταλείψουν τη χώρα στους διχασµούς της. Τρεις ηµέρες αργότερα υιοθετείται το σχέδιο του Συντάγµατος.

Ο Άγγλος βιογράφος του και ασφαλώς όχι από τους υµνητές του γράφει: «Η φιλοσοφία του για τη ζωή δεν µεταβλήθηκε. Σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του 19ου αιώνα, παρέµεινε ένας φιλελεύθερος από την αρχή µέχρι το τέλος. Άλλαζαν όµως οι αντίπαλοι του φιλελευθερισµού του. Στη νεότητά του ήταν οι Ενετοί και οι Τούρκοι. Στα µισά της ζωής του ο Ναπολέων και ο Μέτερνιχ, ενώ στα τελευταία του χρόνια ήταν οι πρόκριτοι και οι Φαναριώτες. Εκείνος δεν µεταστράφηκε από τον φιλελευθερισµό στην τυραννία, πολύ δε περισσότερο δεν µεταπήδησε από τον ελληνικό εθνικισµό στον ρωσικό σοβινισµό.

Ο Κοραής έσφαλε απολύτως ως προς το πρώτο σηµείο, στον ίδιο βαθµό που έσφαλε και ο Μέτερνιχ ως προς το δεύτερο. Ο δυσφηµιστικός χαρακτηρισµός ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν παρά ένας Ρώσος πράκτορας, αν και εξακολούθησε να διαδίδεται από τους εχθρούς του, απορρίφθηκε µετά τον θάνατό του από όλους τους λογικούς παρατηρητές, τόσο Έλληνες όσο και ξένους» (Κρίστοφερ Μ. Γουντχάουζ, «Καποδίστριας. Ο θεµελιωτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδος», εκδ. Μίνωας, 2020, σελ. 714).

Κατά τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, ο τσάρος Αλέξανδρος αναγνώριζε στον Καποδίστρια αγνές προθέσεις, ικανότητα και ορθές απόψεις. Στον διάλογό της µε τον τσάρο, που παραθέτει η Στούρτζα, αναφέρει: «Ήταν µεγάλη ανάγκη να στείλω στην Ελβετία έναν άνθρωπο ικανό, µε προθέσεις αγνές και ορθές απόψεις. Ο κόµης Καποδίστριας υπερέβη τις προσδοκίες µου… ∆εν γνωρίζω κανέναν άλλον που να διαθέτει τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ώστε να συγκρουστεί µε τον Μέτερνιχ, και έχω σκοπό να προσεγγίσω τον κόµητα εγώ ο ίδιος» (Ρωξάνδρας Στούρτζα, «Αποµνηµονεύµατα», µετάφραση Μαρίας Τσάτσου, πρόλογος-σηµειώσεις Κώστας Χατζηαντωνίου, εκδ. Ιδεόγραµµα, σελ. 123).

Η περιγραφή της Στούρτζα για τον Καποδίστρια είναι µάλλον περισσότερο ενδιαφέρουσα, γιατί αφήνει και κάποια ίχνη σκιάς στην υπέροχη προσωπογραφία: «Ο κόµης Καποδίστριας είναι από τα πρόσωπα εκείνα που η γνωριµία τους αφήνει εποχή στη ζωή ενός ανθρώπου, χωρίς δε να αναφερθεί στο ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Το ωραίο του πρόσωπο, το οποίο φέρει τη σφραγίδα της ιδιοφυΐας, µπορεί να χρησιµεύσει ως µοντέλο για τον ζωγράφο και τον φυσιογνωµιστή. Το διαυγές, γόνιµο και οξυδερκές πνεύµα του συλλαµβάνει µε θέρµη ό,τι συµβαίνει να τον απασχολεί και δίνει στο αντικείµενο των στοχασµών του νέα, µεγαλόπνοη µορφή.

Αλλά όµοιος µε τον καλλιτέχνη που εργάζεται για τις επερχόµενες γενιές, τα δηµιουργήµατά του απορροφούν κατά κανόνα όλη του τη σκέψη και οτιδήποτε άλλο δεν είναι γι’ αυτόν παρά το φόντο ενός ζωγραφικού πίνακα. Αυτή η διάθεσή του µπορεί µερικές φορές να πληγώνει τους φίλους του. Σκεπτόµενοι όµως βαθύτερα, πρέπει να τον συγχωρήσωµε, γιατί αυτή ακριβώς η διάθεση οφείλεται στην ανωτερότητα του πνεύµατός του… Εξ άλλου, η εξαιρετική καλοσύνη του κόµητος Καποδίστρια, η γενναιοδωρία του, η γλυκύτητα και η προσήνεια του χαρακτήρα του µπορούν κάλλιστα να εξισορροπήσουν κάποια µικρά ελαττώµατα, που και αυτά εξαφανίστηκαν στη συνέχεια, όταν η ηλικία και η πείρα είχαν τιθασεύσει αυτόν τον φλογερό πόθο της δίκαιης δόξας που κατελάµβανε τότε το πνεύµα του στην ολότητά του».

Ως προς το πρόσωπο Καποδίστριας, ο Γουντχάουζ παρατηρεί: «Από εκείνη την περίοδο σώζεται µια περιγραφή του Καποδίστρια από έναν από τους πρώτους βιογράφους του, τον ∆ηµήτριο Αρλιώτη, ο οποίος υπήρξε φίλος και συγκαιρινός του, έστω και αν δεν υπήρξε συµφοιτητής του. Περιγράφει τον 20χρονο φοιτητή µε στοργικό θαυµασµό. Τα χαρακτηριστικά τα οποία είδε είναι οµολογουµένως υπερβολικά ωραία για να είναι αληθινά» (Κρίστοφερ Μ. Γουντχάουζ, «Καποδίστριας. Ο θεµελιωτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδος», εκδ. Μίνωας, 2020, σελ. 36).

Όµως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν τα είδε µόνο ο Αρλιώτης και, παρότι υπερβολικά ωραία, φαίνεται να είναι αληθινά. Είναι δίκαιο να τονίσουµε ότι παρόµοια προτερήµατα µε αυτά που αποδίδει ο Αρλιώτης στον Καποδίστρια τού αναγνωρίζουν οι Αγιορείτες µοναχοί. «Αρετή, υψηλό φρόνηµα, µετριοφροσύνη, καταδεχτηκότητα και γλυκύτητα» αναφέρεται σε επιστολή προς τον Πατέρα του.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά