Έπειτα από μια μακρά προεκλογική πολιτική περίοδο, διαπιστώσαμε την τραγική ανυπαρξία σοβαρού πολιτικού λόγου.

Για ακόμα μία φορά ο τοξικός, άναρθρος και ανορθολογικός λόγος αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο της κομματικής αντιπαράθεσης, όπου μέσω της σκανδαλολογίας, του κουτσομπολιού και των προσωπικών επιθέσεων επιχειρήθηκε να αποκρυβούν η μεγάλη πολιτική γύμνια και το αδιέξοδο της νοσηρής κομματοκρατίας, που έχει επικαθήσει. Αυτή η νοσηρή κομματοκρατία απειλεί να πνίξει τη χώρα.   Τα κυρίαρχα θέματα που αφορούν τη χώρα και συνολικά τον Ελληνισμό απουσίασαν παντελώς από την προεκλογική αντιπαράθεση. Ο δημόσιος λόγος χαρακτηρίστηκε από ρηχή αντιπαλότητα, όπου πρωταγωνίστησαν οι ασύνδετες και άναρθρες κραυγές εντυπωσιασμού, χωρίς την προοπτική οποιουδήποτε σοβαρού και ολιστικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας.Η άμεση ανάγκη για παραγωγική ανασυγκρότηση του πρωτογενούς και βιομηχανικού τομέα, με στόχο τη διατροφική επάρκεια της χώρας, και η σοβαρή ανάγκη ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανίας, που αποτελεί ζωτικής σημασίας παράγοντα επιβίωσης του Ελληνισμού για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, που είναι παρούσα, παρά το επιφανειακό μορατόριουμ μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς στην Τουρκία, «αποσιωπήθηκαν».

Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Κιλιτσντάρογλου δεν φείδονται διεκδικήσεων κατά της χώρας μας μέσω του αφηγήματος της «Γαλάζιας πατρίδας», ενώ η συστηματική τουρκική υπονόμευση της Θράκης και της Κύπρου και οι συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν αποτέλεσαν καν θέματα συζήτησης στην προεκλογική αντιπαράθεση. Οπως επίσης το τεράστιο δημόσιο χρέος, μέσω του οποίου έχουν υποθηκευτεί η ανεξαρτησία και η ουσιαστική κυριαρχία της χώρας, το ιδιωτικό χρέος, μέσω του οποίου συντελείται από τα θεσμοθετημένα κερδοσκοπικά funds η μεγαλύτερη εκποίηση του εθνικού πλούτου και απειλείται η κατοικία μεγάλης μερίδας των Ελλήνων, το επερχόμενο νέο σύμφωνο σταθερότητας της Ε.Ε. από φέτος και η σκληρή λιτότητα, που θα επιβληθεί στα ήδη εξαντλημένα κατώτερα οικονομικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και στη μεσαία τάξη, η οποία συνθλίβεται ήδη από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό.

Η ανακοπή της φυγής των Ελλήνων επιστημόνων (π.χ. υπάρχει ήδη τεράστια έλλειψη αναισθησιολόγων στη χώρα), η επανάκαμψη των Ελλήνων με ταναστών και, τέλος, η αντιμετώπιση του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος απουσίασαν από το λασπώδες και χαοτικό περιβάλλον της προεκλογικής περιόδου. Εντυπωσίασε, δε, το γεγονός ότι ακόμα και το μείζον ζήτημα των υποκλοπών, που έπληξε το δημοκρατικό κεκτημένο, και το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών δεν είχαν τον χρόνο και τη βαρύτητα που θα περίμενε κανείς αντικειμενικά σε αυτή την προεκλογική περίοδο.

Το κρίσιμο και βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή τη συνειδητή έλλειψη είναι ότι δεν υπάρχουν, ιδιαίτερα στα κόμματα εξουσίας, ουσιαστικές πολιτικές διαφορές ως προς το διαχειριστικό αφήγημά τους. Πρόκειται για μείζονα κίνδυνο για τη χώρα, αφού η απουσία σοβαρών πολιτικών ηγεσιών και κομμάτων με όραμα και αποφασιστικότητα για υλοποίηση αυτού οδηγεί το πολιτικό σύστημα σε πλήρη αποτελμάτωση και τη χώρα συνολικά στην παρακμή.

Και αυτό γιατί στον ίδιο αστερισμό κινούνται λίγο έως πολύ και τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα εντός και εκτός Βουλής, αφού κανένα από αυτά δεν έχει έστω και θεωρητικά μια συνολική εναλλακτική λύση για τη χώρα και αξιόπιστη ηγεσία, που να μπορεί να την εφαρμόσει. Ο μεγάλος απών από αυτή την εκλογική διαδικασία ήταν ένα δημοκρατικό, προοδευτικό, πατριωτικό πολιτικό κίνημα, που με βάση την ιδεολογία του αριστερού πατριωτισμού θα έθετε τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα της Ελλάδος.

Πρόκειται για οξύ σύμπτωμα μιας μακρόχρονης παρακμιακής πορείας, λόγω και της δραματικής σύγκλισης των υπαρχόντων κομμάτων επί των κεντρικών ζητημάτων, ανεξαρτήτως των επιφανειακών ιδεολογικών διαφορών τους, σύμπτωμα που εμφανίστηκε κατά την ύστερη Μεταπολίτευση, απέκτησε σταθερά χαρακτηριστικά στην περίοδο του μνημονιακού οδοστρωτήρα και παγιώθηκε πλέον στην εποχή της μεταμνημονιακής κηδεμονίας με τη μορφή ενός αναθεωρημένου, τοξικού δικομματισμού, που προέκυψε στις εκλογές του 2019.

Η Ν.Δ., παρά τα αρχικά φιλελεύθερα επικοινωνιακά φληναφήματα, με στόχο την αλίευση των ψηφοφόρων του Κέντρου, επανέκαμψε γρήγορα στα κλασικά, παλαιοδεξιά χαρακτηριστικά της, με κύριο όχημα την άγρια νομή του κράτους. Κατά την τετραετή, σχεδόν, διακυβέρνησή της έχει διευρυνθεί η οικονομική ανισότητα. Εχει γιγαντωθεί η ψηφοθηρική επιδοματική πολιτική ψίχουλων στη μεγάλη πλειονότητα του λαού, που πένεται εν μέσω σκληρής ανόδου του πληθωρισμού και των υπεραυξήσεων στην ενέργεικαι στα τρόφιμα, ενώ την ίδια ώρα γιγαντώνεται ο πλούτος, που διοχετεύεται στα συγκεκριμένα κανάλια της παρασιτικής ολιγαρχίας. Πέραν του κοινωνικού και ηθικού ζητήματος που προκύπτει από αυτό, η χώρα κινδυνεύει να απολέσει και την τελευταία της ευκαιρία, χρησιμοποιώντας κατάλληλα τα χρήματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, να προχωρήσει στοιχειωδώς στην αλλαγή του σαθρού και επικίνδυνου, παρασιτικού οικονομικού συστήματός της. Πέραν, δε, αυτών, το σκάνδαλο των υποκλοπών κατέδειξε περίτρανα, αφενός, το αδιέξοδο και επικίνδυνο πρωθυπουργικό εξουσιαστικό σύστημα και, αφετέρου, την πλήρη αδιαφορία της κυβέρνησης για το εναπομείναν κύρος των ενδιάμεσων θεσμών του κράτους, όπως για παράδειγμα της ΕΥΠ, που τη μετέτρεψε από θεσμό επιφορτισμένο με την εθνική ασφάλεια σε θλιβερό παράρτημα κομματικής ιδιοτέλειας.


Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί μετά την οδυνηρή ήττα του 2019 να προχωρήσει σε ουσιαστική ανασυγκρότηση και να προβάλει προγραμματική αντιπολίτευση με ουσιαστικό πολιτικό σχέδιο για την επόμενη ημέρα, λόγω της πολιτικής και ιδεολογικής του φτώχειας και του εγκλωβισμού του στην παραδοσιακή αδιέξοδη κοίτη του δικαιωματισμού, παραμένει στο γήπεδο της επιφανειακής, ρηχής αντιπολίτευσης, εντός του πλαισίου της αδιέξοδης διαχειριστικής λογικής.

Αλλά η ίδια ιδεολογική και πολιτική κρίση κυριαρχεί και στα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, τόσο στο ΠΑΣΟΚ, που δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ιδεολογική του απονεύρωση, όσο και στο ΚΚΕ, το οποίο συνεχίζει την ιδεολογική του περιχαράκωση και την αταβιστική πολιτική του λειτουργία. Οσον αφορά τα υπόλοιπα πολιτικά συνονθυλεύματα, το ΜέΡΑ25, που φέρεται ενισχυμένο μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, επιδίδεται σε έναν ιδιότυπο βερμπαλισμό και επικοινωνιακό ακτιβισμό, η δε Ελληνική Λύση θυμίζει αρχηγικό θίασο που παραπαίει.


Ετσι, το πολιτικό προσωπικό που άσκησε εξουσία, αντί να συμβάλει στην επιβολή ενός ισχυρού εθνικού πλαισίου ανάπτυξης, με βάση τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, μετατράπηκε σε τμήμα της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας, αποκτώντας συμφέροντα, ως επιμέρους ειδικό στρώμα στο κράτος, μέσω των προνομίων και της ατιμωρησίας, τα οποία ενσωματώνουν σχεδόν τους πάντες που συμμετέχουν στο πολιτικό εποικοδόμημα. Η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού, ανεξαρτήτως ιδεολογικών επικλήσεων και τυχόν «επιδεικτικών» αντισυστημικών συμπεριφορών, έχει ειδικά συμφέροντα αναπαραγωγής του εντός του υπάρχοντος, νόθου πολιτικού εποικοδομήματος και της σχέσης του με το κράτος, με συνέπεια να υπάρχει πλήρης απόσταση από τα πραγματικά συμφέροντα του «χειμαζόμενου» λαού και των λαϊκών τάξεων.

Αυτό το πολιτικό σύστημα της «άφρονης κομματοκρατίας», με κόμματα σχεδόν πανομοιότυπα ως προς τη λειτουργία τους (αρχηγικά και χωρίς εσωτερική δημοκρατία), δεν μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λειτουργεί, παράλληλα, αποτρεπτικά για οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ανανέωσης, σε κεντρικό και ενδιάμεσο θεσμικό επίπεδο. Συμπερασματικά, από το σύνολο του υπάρχοντος κομματικού δυναμικού προκύπτει η αδυναμία αξιοπρεπούς πολιτικής εκπροσώπησης, παραγωγής προγραμματικού λόγου και υλοποιήσιμου έργου, με συνέπεια να εμφανίζεται σήμερα ολοένα και περισσότερο ένα τεράστιο πολιτικό κενό.

Η χώρα μας, παρά το ισχυρό σοκ της χρεοκοπίας της το 2010, μετά την προηγηθείσα κίβδηλη ευημερία, και του μνημονιακού οδοστρωτήρα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και της συνεχιζόμενης μεταμνημονιακής κηδεμονίας, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ουδέν μήνυμα αυτογνωσίας εισέπραξε, αφού πορεύεται με τον αυτόματο πιλότο ενός ληστρικού, παρασιτικού μοντέλου, που με την πρώτη μεγάλη σοβαρή διεθνή κρίση θα τη ρίξει ξανά στα βράχια.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ