Υπάρχει ένα αντικείμενο που δένει μαζί πολλά από τα θέματα που έχουμε πραγματευτεί έως τώρα και, επίσης, προκαταλαμβάνει πολλά από εκείνα που θα εξερευνήσουμε στη συνέχεια. Η διάπραξη βιασμού τον καιρό του πολέμου αποτελεί την επιτομή της κακής μεταχείρισης της στρατιωτικής ισχύος και της αδικαιολόγητης χρήσης βίας εις βάρος ανυπεράσπιστων αμάχων. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ένα φαινόμενο που θέριεψε πέρα από οποιαδήποτε γνωστή αναλογία: Σε αυτόν τον πόλεμο συνέβησαν περισσότεροι βιασμοί, ιδίως στα τελευταία του στάδια, απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε άλλου πολέμου στην Ιστορία. Ο πρωταρχικός παράγοντας υποκίνησης, ιδίως αμέσως μετά τη μάχη, ήταν η εκδίκηση - αλλά το πρόβλημα ξέφευγε από τον έλεγχο, εξαιτίας οργανωτικών αποτυχιών από πλευράς καθενός από τους εμπόλεμους στρατούς. Οι συνέπειες για την ηθική και φυσική υγεία των ανθρώπων, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου ο βιασμός ήταν πιο διαδεδομένος, υπήρξαν τρομερές. Ο βιασμός έχει ανέκαθεν συνδεθεί με τον πόλεμο: Γενικά, όσο πιο κτηνώδης είναι ο πόλεμος, τόσο πιο πιθανό είναι να περιλαμβάνει τον βιασμό γυναικών του εχθρού. Στα τελευταία στάδια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τα χειρότερα περιστατικά βιασμού συνέβησαν σίγουρα στις περιοχές όπου οι μάχες ήταν πιο σκληρές και υπάρχουν ενδείξεις που δείχνουν ότι ακόμα και οι ίδιες οι γυναίκες παρατήρησαν ότι κινδύνευαν περισσότερο κατά τη διάρκεια σφοδρών μαχών ή αμέσως μετά από αυτές. Μερικοί αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της εποχής είπαν ακόμα και ότι ο βιασμός ήταν αναπόφευκτος, με δεδομένη την αγριότητα των μαχών στις οποίες βρέθηκαν αυτοί οι στρατιώτες: «Τι μπορείς να κάνεις;», ισχυριζόταν ένας Ρώσος αξιωματικός. «Είναι πόλεμος. Οι άνθρωποι αποκτηνώνονται».

Τα χειρότερα περιστατικά συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη, σε εκείνες τις περιοχές της Σιλεσίας και της Ανατολικής Πρωσίας όπου οι Σοβιετικοί στρατιώτες έθεσαν για πρώτη φορά πόδι σε γερμανικό έδαφος. Ο βιασμός, όμως, δεν περιοριζόταν μόνο γύρω από τις περιοχές όπου λάμβαναν χώρα οι μάχες. Κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα, οι βιασμοί αυξάνονταν παντού κατά τη διάρκεια του πολέμου, ακόμα και σε περιοχές όπου δεν σημειώνονταν μάχες. Στη Βρετανία και τη Βόρεια Ιρλανδία, για παράδειγμα, τα σεξουαλικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, αυξήθηκαν σχεδόν κατά 50% μεταξύ του 1939 και του 1945 - ένα γεγονός που προκάλεσε τεράστια ανησυχία εκείνη την εποχή. Δεν υπάρχουν εύκολες εξηγήσεις για τις τεράστιες αυξήσεις στους βιασμούς που συνέβησαν στην Ευρώπη κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου και μετά από αυτόν, αλλά υπάρχουν σίγουρα μερικές καθοριστικές τάσεις, κοινές σε ολόκληρη την ήπειρο. Οπως πάντα, το πρόβλημα ήταν πολύ-πολύ χειρότερο στο Ανατολικό Μέτωπο απ’ ό,τι στο Δυτικό. Παρόλο που πολίτες άντρες ήταν κατά καιρούς υπεύθυνοι για τη διάπραξη του εγκλήματος, ήταν ένα συντριπτικά στρατιωτικό πρόβλημα: Καθώς οι συμμαχικές στρατιές συνέκλιναν προς τη Γερμανία από κάθε κατεύθυνση, τις συνόδευε ένα κύμα σεξουαλικής βίας, μαζί και με άλλα εγκλήματα. Οι βιασμοί έτειναν να είναι χειρότεροι εκεί όπου υφίσταντο χαοτικές συνθήκες, για παράδειγμα αμέσως έπειτα από μια σφοδρή μάχη ή ανάμεσα σε στρατεύματα με κακή πειθαρχία. Και το σημαντικό είναι πως ήταν ασύγκριτα χειρότεροι σε χώρες που κατακτούνταν παρά σε εκείνες που απελευθερώνονταν. Αυτό φανερώνει ότι η εκδίκηση και μια επιθυμία κυριαρχίας αποτελούσαν σημαντικούς παράγοντες -στην πραγματικότητα, τους κύριους παράγοντες- πίσω από τους μαζικούς βιασμούς που συνέβησαν το 1945. 

Μελέτες φανερώνουν ότι ο βιασμός την περίοδο του πολέμου είναι ιδιαίτερα κτηνώδης και ιδιαίτερα διαδεδομένος εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη πολιτιστική διαφορά ανάμεσα στα στρατεύματα κατοχής και στον άμαχο πληθυσμό και αυτή η θεωρία σίγουρα έχει εξαχθεί από τα γεγονότα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα στη Βαυαρία υπήρξαν ιδιαίτερα διαβόητα. Σύμφωνα με την Κρίσταμπελ Μπίλενμπεργκ, μια Αγγλίδα που έμενε σε ένα χωριό κοντά στον Μέλανα Δρυμό, Μαροκινοί στρατιώτες «βίαζαν πάνωκάτω μέσα στην κοιλάδα μας» αμέσως μόλις έφτασαν. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από άλλους στρατιώτες από τη Σαχάρα, που «ήρθαν νύχτα και περικύκλωσαν κάθε σπίτι στο χωριό και βίασαν κάθε θηλυκό μεταξύ 12 και 80. Στο Τίμπινγκεν βιάστηκαν από Μαροκινούς έως και κορίτσια 12 ετών, αλλά και ηλικιωμένες γυναίκες 70 ετών. Ο τρόμος των γυναικών αυξανόταν από το ξενικό παρουσιαστικό αυτών των αντρών, ιδίως έπειτα από χρόνια ρατσιστικής προπαγάνδας από τους ναζί. Το πολιτιστικό χάσμα αποτελούσε επίσης έναν παράγοντα στο Ανατολικό Μέτωπο. Η περιφρόνηση που πολλοί Γερμανοί στρατιώτες ένιωθαν για τους ανατολικούς Untermenschen (υπανθρώπους), όταν εισέβαλαν στη Σοβιετική Ενωση, σίγουρα συνέβαλε στη μοχθηρή μεταχείριση που έτυχαν οι Ουκρανές και οι Ρωσίδες στα χέρια τους. Ο Βασίλι Γκρόσμαν πήρε συνέντευξη από μια δασκάλα που είχε βιαστεί από έναν Γερμανό αξιωματικό, ο οποίος απείλησε να πυροβολήσει το 6 μηνών μωρό της. Μια άλλη Ρωσίδα δασκάλα, ονόματι Γκένια Ντεμιάνοβα, περιέγραψε τον ομαδικό βιασμό της από περισσότερους από 12 Γερμανούς στρατιώτες, αφότου ένας από αυτούς την είχε χτυπήσει με ένα μαστίγιο για άλογα: «Με έχουν κάνει κομμάτια», έγραψε, «είμαι ένα πτώμα». Οταν το ρεύμα αντιστράφηκε και ο Κόκκινος Στρατός προήλασε στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, ήταν κι αυτός επηρεασμένος από ρατσιστικά και πολιτιστικά κίνητρα. Η Βουλγαρία, για παράδειγμα, δεν υπέστη σχεδόν κανέναν βιασμό σε σύγκριση με τους γείτονές της, εν μέρει επειδή ο στρατός που μπήκε στη Βουλγαρία ήταν πολύ πιο πειθαρχημένος από μερικούς άλλους, αλλά επίσης επειδή η Βουλγαρία μοιραζόταν μια παρόμοια κουλτούρα και γλώσσα με τη Ρωσία και οι δύο χώρες είχαν περάσει έναν αιώνα φιλικών σχέσεων. Οταν o Κόκκινος Στρατός έφτασε εκεί, έγινε ειλικρινά καλοδεχούμενος από την πλειονότητα των Βουλγάρων. 

Η Ρουμανία, αντιθέτως, είχε πολύ διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα από τους Σοβιετικούς και έως το 1944 είχε εμπλακεί σε έναν πολύ άγριο πόλεμο εναντίον τους. Κατά συνέπεια, οι Ρουμάνες υπέφεραν περισσότερο από τις Βουλγάρες. Στην Ουγγαρία και την Αυστρία η δοκιμασία των γυναικών υπήρξε ακόμα χειρότερη και σε μερικές περιοχές πραγματικά φρικτή. Και πάλι οι πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών ήταν σημαντικές, αλλά σε αυτή την περίπτωση ο σοβιετικός ανταγωνισμός τροφοδοτείτο από το γεγονός ότι οι Ούγγροι και οι Αυστριακοί, σε αντίθεση με τους Ρουμάνους, βρίσκονταν ακόμη σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ όταν έφτασε εκεί ο Κόκκινος Στρατός. Πολλές γυναίκες στην περιοχή γύρω από το Κσάκβαρ, λίγο δυτικότερα από τη Βουδαπέστη, βιάστηκαν τόσο βίαια, ώστε έσπασαν οι σπονδυλικές τους στήλες από τη δύναμη των επιθέσεων των αντρών. Ηταν όμως στη Γερμανία όπου σημειώθηκαν τα πιο διαδεδομένα περιστατικά βιασμών. Στην Ανατολική Πρωσία, τη Σιλεσία και την Πομερανία δεκάδες χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν και κατόπιν σκοτώθηκαν σε ένα όργιο αληθινά μεσαιωνικής βίας. Η Μαρίε Νάουμαν, μια νεαρή μητέρα από το Μπάερβαλντε στην Πομερανία, βιάστηκε και μετά απαγχονίστηκε από ένα μπουλούκι στρατιωτών σε μια σοφίτα αχυρώνα μαζί με τον σύζυγό της, ενώ τα παιδιά της στραγγαλίστηκαν μέχρι θανάτου με σχοινιά στο πάτωμα από κάτω της. Κάποιοι Πολωνοί πολίτες έκοψαν το σχοινί στο οποίο ήταν κρεμασμένη, ενόσω ήταν ακόμη ζωντανή, και τη ρώτησαν ποιος το είχε κάνει αυτό. Οταν, όμως, τους είπε πως ήταν οι Ρώσοι, την αποκάλεσαν ψεύτρα και την έδειραν. Ανήμπορη να αντέξει αυτό που είχε συμβεί, προσπάθησε να πνιγεί μόνη της σε ένα κοντινό ρέμα, μα δεν τα κατάφερε. Μουσκεμένη, πήγε στο διαμέρισμα ενός γνωστού, όπου έπεσε πάνω σε έναν άλλο Ρώσο αξιωματικό - κι αυτός τη βίασε. Λίγο αφότου την άφησε, εμφανίστηκαν άλλοι τέσσερις Σοβιετικοί στρατιώτες και τη βίασαν «με έναν παρά φύσει τρόπο». Οταν είχαν τελειώσει μαζί της, την κλώτσησαν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Συνήλθε όταν άλλοι δύο στρατιώτες μπήκαν στο δωμάτιο, «αλλά με άφησαν στην ησυχία μου, καθώς ήμουν περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή».

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά