Πριν από περίπου πέντε χρόνια είχαμε πληροφορηθεί για το σχέδιο που αφορά τον εποικισμό της ελληνικής υπαίθρου και το ενδεχόμενο εγκατάστασης μεταναστών (η συντριπτική πλειονότητα έχουν εισέλθει παράνομα) σε χωριά ανά την επικράτεια. Σύμφωνα με αυτό, οι μετανάστες επρόκειτο «να διαχωριστούν, να επιμεριστούν σε χωριά και να τοποθετηθούν μεταξύ των χωριών που έχουν ανάγκη από χέρια, για να μπορούν να βοηθήσουν και να βρουν δουλειά οι άνθρωποι αυτοί και ταυτόχρονα να υπάρχουν σχολεία, ώστε να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά τους».

Γιατί όμως φτάσαμε έως εδώ; Κυρίως γιατί οι κυβερνήσεις διαχρονικά δημιούργησαν τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που απαξίωσαν τη ζωή στην επαρχία. Αφού άδειασαν τα χωριά από νέους και έμειναν στα απομακρυσμένα νησιά και στους ορεινούς όγκους κατά βάση υπέργηροι. Αφού έκλεισαν τα σχολεία, γιατί είχαν λίγους μαθητές και δεν συνέφερε το κράτος να τα λειτουργεί ή μάλλον -διόρθωση προς το πολιτικά ορθότερο- «γιατί συγχωνεύτηκαν τα σχολεία, για να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες της εκπαίδευσης»! Αφού επιδοτήθηκε η καταστροφή της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή «κόπηκαν» τα καΐκια έναντι επιδοτήσεων, ενώ «ξεκωλώθηκαν» (όπως μου έλεγαν αυτολεξεί απόγονοι αγροτών) οι ντόπιες παραδοσιακές παραγωγές και πάλι έναντι επιδοτήσεων. Αφού συρρικνώθηκαν οι κτηνοτροφικές μονάδες και τα γιδοπρόβατα έβοσκαν πλέον μόνο στο φεγγάρι, μιας και τα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ είχαν ανακαλύψει γαίες εκεί!Αφού έσπειραν στα χωράφια φωτοβολταϊκά και στις κορυφές των βουνών ανεμογεννήτριες. Αφού η «βαριά βιομηχανία» της επαρχίας και όλης της χώρας έγινε ο τουρισμός. Αφού τα παιδιά των αγροτοκτηνοτρόφων σπούδασαν στο πανεπιστήμιο και δεν λέρωναν πια τα χέρια τους, εφόσον δούλευαν (;) στον τομέα των υπηρεσιών. Αφού καλλιεργήθηκε η νοοτροπία στον λαό «δεν είμαι Πακιστανός να δουλέψω στο χωράφι»…

Ερχεται τώρα το αναπόφευκτο, όχι με αντίτιμο παχυλές επιδοτήσεις από την Ευρώπη, αλλά έναντι πινακίου φακής, συνεπώς με την ελπίδα είσπραξης ενός καλού ενοικίου, που θα καταβάλλουν η Υπατη Αρμοστεία και ευρωπαϊκά προγράμματα, ή ακόμα για μια θεσούλα σε «αντιρατσιστική» ΜΚΟ ή για καμιά αποζημίωση, μια καλή μπίζνα, βρε αδελφέ, με αφορμή, λόγου χάρη, την κατασκευή κέντρων φιλοξενίας… Και επειδή «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» και επειδή «τι θα τους κάνουμε τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους, άπαξ και εγκατασταθούν; Θα τους διώξουμε; Ανθρωποι πρώτα από όλα είναι κι αυτοί…», θα ανοίξουμε και σχολεία, για να λάβουν μια σωστή, πολυπολιτισμική, μειονοτική παιδεία, ώστε να αφομοιωθούν με επιτυχία στον χώρο που κάποτε ονομαζόταν Ελλάδα.

Το τι επιχειρείται είναι ηλίου φαεινότερον: Πρώτον: Αλλαγή λαού και περιχαράκωσή του σε γκέτο με σύνορα εντός της επικράτειας. Κατασκευή εθνοτικών μειονοτικών πληθυσμών. Καλλιέργεια με το ζόρι του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος ήταν ανέκαθεν φιλόξενος. Διάλυση και κατακερματισμός της κοινωνίας, αφού δίπλα σε συρρικνωμένους αριθμητικά πληθυσμούς πολιτισμικά ομοίων Ελλήνων, γερασμένων ηλικιακά, θα τοποθετούνται εθνότητες νέων ανθρώπων, σε παραγωγική ηλικία, μουσουλμανικής κυρίως κουλτούρας και νοοτροπίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μαχητικό τους φρόνημα. Δεύτερον: Ισχυροποίηση της μορφής του κράτους, που εμφανίζεται και οργανώνεται σταδιακά εδώ και 50-60 χρόνια. Το κράτος που έχει προκύψει τα τελευταία 60 χρόνια δεν είναι εθνικό. Είναι στην υπηρεσία των διεθνών αγορών, των ολιγαρχών και των οικονομικών ελίτ, δηλαδή πρόκειται για κράτος που στρέφεται συστηματικά κατά του λαού του και ιδίως κατά των μικρομεσαίων, των οποίων οργανώνει συστηματικά τη φτωχοποίηση. Το κράτος αυτό είναι ανεκτικό με οτιδήποτε διασπά την κοινωνική, ηθική, πολιτισμική και πολιτική συνοχή της κοινωνίας. Δηλαδή, με τους παραβάτες, τις μαφίες με τις οποίες διασυνδέεται, τους εισαγόμενους «παράτυπους μετανάστες», τις κάθε λογής διαφορετικότητες που εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο και απαιτούν την αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων κ.λπ. Με άλλα λόγια, έχει συντελεστεί μια πολιτική αντεπανάσταση, που μετέτρεψε τα πάλαι ποτέ αστικά εθνικά κράτη σε τοποτηρητές, στην υπηρεσία ενός εν δυνάμει παγκόσμιου κράτους.

Τελικά, αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα των δύο προαναφερόμενων διεργασιών αλλαγής είναι πως πολιτικά οι λαοί δεν πιστεύουν πια στον εαυτό τους και, όταν προσπαθούν να αντισταθούν, αναφερόμενοι, λόγου χάρη, στην ιστορία τους ή στη σύνδεση της δημοκρατίας με τη βούληση των πολλών, καταγγέλλονται σαν αντιδραστικοί, ρατσιστές, εθνικιστές κ.λπ. από τίδιο το κράτος τους! Οπως το επισημαίνει ο ιστορικός Emanuel Todd στο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης», «τα πρώην εθνικά κράτη και οι κοινωνικές ελίτ, που τα ελέγχουν πολιτικά, απεχθάνονται τον παραδοσιακό ιστορικό λαό τόσο πολύ, που δηλώνουν πλέον απροκάλυπτα την προτίμησή τους για τη ΜΑΕΜ (Μαύρη Ασιατική Εθνοτική Μειονότητα)». Αφού οι ιστορικοί λαοί δεν διαλύονται ως συλλογικές συνειδήσεις τόσο εύκολα, για να μεταβληθούν σε ένα εξατομικευμένο, νομαδικό πλήθος -όπως προέβλεπε ο Νέγκρι στο βιβλίο του «Αυτοκρατορία»-, τότε γι’ αυτές τις ελίτ είναι προτιμότερο οι λαοί της Ευρώπης να συρρικνωθούν ποσοτικά όσο χρειάζεται, για να πάψουν να είναι πλειοψηφικοί στα εδάφη όπου ζούσαν ιστορικά, δηλαδή να γίνουν μειοψηφία στον τόπο τους. Σε αυτές τις συνθήκες δημογραφικής συρρίκνωσης και πολιτικοπολιτισμικής μετάβασης, φτάνουμε σε μια Ευρώπη «Μad Μax»: γεμάτη επεισόδια μειονοτικών συγκρούσεων, βανδαλισμών και βίας. Η πολυπολιτισμικότητα είναι συγκρουσιακή.

«Πεθαίνω σαν χώρα»

Το βλέπουμε σχεδόν καθημερινά σε όλη τη Δύση. Επί παραδείγματι, πριν από δύο-τρεις μήνες, στη Γαλλία, όπου εφαρμόζεται το ίδιο πρόγραμμα εποικισμού της επαρχίας από εισαγόμενους αλλοδαπούς, καταδικάστηκε μια συμμορία φανατικών ισλαμιστών σε φυλακίσεις, όταν συνελήφθησαν από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία λίγο πριν πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους να εκτελέσουν σε μία νύχτα όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους (άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους) ενός μικρού, απομονωμένου χωριού της Βρετάνης (περιοχή Βρέστης). Το «ανθρωπιστικό» σχέδιο της γαλλικής κυβέρνησης (πανομοιότυπο με το αντίστοιχο ελληνικό) ήταν να επανακατοικηθεί η «εγκαταλελειμμένη ύπαιθρος» με μετανάστες που αιτούνται άσυλο, δημιουργώντας γκέτο, χωρίς προφανώς να ερωτηθεί η τοπική κοινωνία! Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα της δυτικής κοινής γνώμης, πολυάριθμο στις νεότερες σχετικά ηλικίες, απέχει, αγνοεί ή αδιαφορεί για τέτοιου είδους ζητήματα. Μοιάζει να ζει σε ένα ψευδεπίγραφα ειρηνικό και πολιτικά αδιάφορο κλίμα, με δόσεις ψευτοανθρωπισμού και αφ’ υψηλού αλληλεγγύης προς τους κατατρεγμένους του πλανήτη, «δεύτερης κατηγορίας πολίτες του κόσμου». Είναι εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που, αφού αναβαθμίστηκε κοινωνικά «πτυχιοποιούμενο», θεώρησε πως ψευτοπροοδευτικές δηλώσεις του τύπου «τα τσιγάρα είναι λαθραία, όχι οι άνθρωποι», καταδεικνύουν την ψυχοδιανοητική ανωτερότητα ενός εγγράμματου κοινωνικού «επιστήμονα». Το ίδιο τμήμα της κοινωνίας δεν αισθάνεται ότι κάποιες ιστορικά θεμελιωμένες αντιπαλότητες ή εχθρότητες το αφορούν. Δεν πρέπει, εξάλλου, να υποτιμήσουμε τη σημασία της άγνοιας, της ανιστορικότητας και της έλλειψης πολιτικής παιδείας στις συμπεριφορές και επιλογές lifestyle πολλών δυτικών ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν ιστορική μέθοδο σκέψης. Είναι, συνεπώς, ανίκανοι να κάνουν ιστορικές συγκρίσεις ή να βρουν αναλογίες ανάμεσα σε φαινόμενα του παρόντος και του παρελθόντος. Δεν έχουν άμυνες απέναντι στα ιδεολογήματα της προπαγάνδας. Ας θυμίσουμε ότι πριν από λίγες δεκαετίες δεν χρειαζόταν να κάνει κανείς ένθερμα κηρύγματα για να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη γύρω από παρόμοια ζητήματα. Η προστασία «βωμών και εστιών» ήταν αυτονόητη και συνυφασμένη με την αυτοσυντήρηση κάθε λαού. Κλείνοντας με την αίσθηση ενός πολιτικού «τετέλεσται», σημειώνουμε πως σήμερα μοιάζει να επανέρχεται περισσότερο επίκαιρος από ποτέ ο προφητικός τίτλος του δοκιμίου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα», όπως και τα γραφόμενά του: «Τη χρονιά εκείνη, καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να ’ρθει στον κόσμο (…)»...

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτοκά