H μεταπολεμική βία στην Ιταλία και οι συνέπειες
Ο εξ απορρήτων
Ο τελικός απολογισμός θανάτου είναι υψηλότατος: κάπου μεταξύ 12.000 και 20.000, ανάλογα με το ποιο μέγεθος πιστεύει κανείς

Το 1945 η Ιταλία ήταν ένα διαιρεμένο έθνος. Για το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων δύο ετών του πολέμου αυτή η διαίρεση υπήρξε φυσική: Ο Νότος κατεχόταν από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, ενώ ο Βορράς από τους Γερμανούς. Η διαίρεση, όμως, ήταν επίσης πολιτική, ιδίως στον Βορρά. Από τη μία πλευρά ήταν οι φασίστες, οι ωμότητες των οποίων εις βάρος των ίδιων των συμπατριωτών τους είχαν απλώς επιταχυνθεί από την ημέρα που εισέβαλαν οι Γερμανοί, και από την άλλη πλευρά ήταν οι ομάδες της αντιπολίτευσης, πολλές από αυτές κομμουνιστικές, πολλές όχι, τις οποίες ένωνε μόνο το κοινό τους μίσος για τον Μουσολίνι και τους οπαδούς του.
Οταν οι φασίστες ηττήθηκαν τελικά, τον Απρίλιο του 1945, οι παρτιζάνοι επιδόθηκαν σε ένα όργιο εκδίκησης. Οποιοσδήποτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τους φασίστες στοχοποιήθηκε - όχι μόνο μάχιμα μέλη των Μελανοχιτώνων ή της Decima ΜAS, αλλά και μέλη της Γυναικείας Βοηθητικής Υπηρεσίας ή ακόμα και απλοί γραμματείς και διοικητικοί υπάλληλοι του Φασιστικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, οι περιοχές του Πεδεμοντίου, της Εμίλια-Ρομάνια και του Βένετο ήταν οι πιο βίαιες, με χιλιάδες εκτελέσεις να λαμβάνουν χώρα σε καθεμιά από αυτές.
Οι βρετανικές πηγές ισχυρίζονταν ότι περίπου 500 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο Μιλάνο έως την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη και άλλοι 1.000 στο Τορίνο, αν και, όπως ανέφεραν οι σύνδεσμοι αξιωματικοί στον Βρετανό πρεσβευτή στη Ρώμη, «δεν έχει εκτελεστεί κανείς που να μην το άξιζε». Αυτοί οι αριθμοί ήταν, αν μη τι άλλο, υποτιμημένοι. Προφανώς οι Σύμμαχοι ένιωθαν ανίσχυροι να παρέμβουν σε αυτό το λουτρό αίματος, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες. Στο Τορίνο, ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής απελευθέρωσης, Φράνκο Αντονιτσέλι, λέγεται πως άκουσε τον επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής, συνταγματάρχη Τζον Στίβενς, να του λέει: «Ακου, πρόεδρε, καθάρισε τα πράγματα σε δυο-τρεις μέρες, αλλά την τρίτη μέρα δεν θέλω πλέον να βλέπω νεκρούς στους δρόμους».
Πολλοί απλοί παρτιζάνοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι Σύμμαχοι τους επέτρεψαν να αποδώσουν το δικό τους είδος δικαιοσύνης. «Οι Αμερικανοί μάς επέτρεψαν να το κάνουμε», είπε ένας πρώην παρτιζάνος μετά τον πόλεμο. «Μας έβλεπαν, μας άφηναν να τους βασανίζουμε λιγάκι και μετά τους έπαιρναν από εμάς». Ως συνέπεια τέτοιων παραγόντων, η μεταπολεμική βία που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ιταλία υπήρξε πολύ χειρότερη απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στη Δυτική Ευρώπη. Οι στατιστικές λένε την ιστορία. Ο αριθμός δωσιλόγων που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση του Βελγίου ήταν κάπου 265 και στην Ολλανδία γύρω στους 100.
Η Γαλλία, που υπέφερε από μία πιο παρατεταμένη και βίαιη απελευθέρωση, είδε περίπου 9.000 οπαδούς του Βισί να σκοτώνονται σε διάστημα αρκετών μηνών, αν και μόνο λίγες χιλιάδες από αυτούς τους φόνους συνέβησαν μετά την απελευθέρωση. Στην Ιταλία ο τελικός απολογισμός θανάτων είναι ακόμα υψηλότερος: κάπου μεταξύ 12.000 και 20.000, ανάλογα με το ποιο μέγεθος πιστεύει κανείς. Με άλλα λόγια, για κάθε 100.000 κατοίκους σε κάθε χώρα, στην Ολλανδία σκοτώθηκε μόνο ένας δωσίλογος για συνεργασία με τον εχθρό, ενώ στο Βέλγιο περισσότεροι από τρεις, στη Γαλλία περισσότεροι από 22 και στην Ιταλία κάπου μεταξύ 26 και 44.
Ενα από τα πράγματα που κάνουν εντύπωση σχετικά με την εκδίκηση στη Βόρεια Ιταλία δεν είναι τόσο η κλίμακα των φόνων όσο η σπουδή με την οποία έγιναν. Σύμφωνα με το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών, το 1946 περίπου 9.000 φασίστες ή άνθρωποι που τους συμπαθούσαν σκοτώθηκαν μόνο τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945. Μερικοί ιστορικοί το έχουν απεικονίσει ως ένα όργιο βίας, λίγο-πολύ ανεξέλεγκτο σε χαρακτήρα - αλλά, παρόλο που εγκλήματα πάθους σίγουρα έλαβαν χώρα σε αφθονία, υπήρχε επίσης ένα ισχυρά οργανωμένο στοιχείο, πιο απαθές και πιο συστηματικό στην προσέγγισή του.
Συγκεκριμένα άτομα αναζητούνταν και εκτελούνταν από εκτελεστικά αποσπάσματα στρατιωτικού τύπου και σε ορισμένες περιπτώσεις οι παρτιζάνοι οργάνωναν ακόμα και σύντομες αυτοσχέδιες δίκες προτού εκτελέσουν τους αιχμαλώτους τους. Αντί να περιμένουν τους Συμμάχους να καταφθάσουν και να παραδώσουν τους αιχμαλώτους τους στο συμβατικό δικονομικό σύστημα -όπως έκαναν οι περισσότεροι αντιστασιακοί στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες-, οι παρτιζάνοι λάμβαναν τη συνειδητή απόφαση να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Ο λόγος είναι ότι ελάχιστοι από αυτούς πίστευαν ότι οι φασίστες θα λάμβαναν τις ποινές που τους άξιζαν αν αφήνονταν στα ιταλικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τα λόγια του Ρομπέρτο Μπατάλια, πρώην διοικητή μιας μεραρχίας παρτιζάνων: «Πρέπει να κάνουμε την εκκαθάριση τώρα, διότι έπειτα από την απελευθέρωση δεν θα είναι δυνατόν - στον πόλεμο σκοτώνεις, αλλά όταν ο πόλεμος τελειώνει δεν μπορείς να σκοτώσεις πλέον».
Ο ευρέως διαδεδομένος κυνισμός σχετικά με την ποιότητα της ιταλικής Δικαιοσύνης δεν ήταν άνευ αιτίας. Οι παρτιζάνοι στη Βόρεια Ιταλία είχαν ήδη γίνει μάρτυρες του είδους των εκκαθαρίσεων που θα μπορούσαν να περιμένουν, παρακολουθώντας τι είχε συμβεί στα νότια της χώρας κατά τους προηγούμενους 18 μήνες. Εκεί, κάτω από τη διεφθαρμένη ηγεσία του Πιέτρο Μπαντόλιο, πρώην φασίστες συνέχιζαν να κυβερνούν σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας. Σε μερικές περιοχές οι Σύμμαχοι είχαν επιμείνει να φύγουν οι φασίστες από τις θέσεις τους - αλλά πολλοί είχαν επιστρέψει, αμέσως μόλις ο έλεγχος των απελευθερωμένων περιοχών επέστρεφε στις ιταλικές Αρχές. Αστυνομικοί συνέχιζαν να παρενοχλούν κομμουνιστές και στην πραγματικότητα οποιονδήποτε είχε υπερβολική συμπάθεια προς την Αριστερά και το να τραγουδά κανείς φασιστικούς ύμνους δημοσίως παρέμενε αρκετά συνηθισμένο.
Το 1944 υπήρξε κάτι σαν φασιστική αναβίωση σε μέρη της Καλαβρίας, ακόμα και ένα σύντομο διάστημα φασιστικής τρομοκρατίας και δολιοφθορών. Περισσότερο από ένα έτος μετά την απελευθέρωσή τους, πολλές κοινότητες στη Νότια Ιταλία διοικούνταν ακόμη από τους ίδιους δημάρχους, αρχηγούς Αστυνομίας και κτηματίες, που μάλιστα χρησιμοποιούσαν τα ίδια βίαια και καταπιεστικά μέτρα για να τις καταδυναστεύουν, όπως είχε γίνει στα φασιστικά χρόνια. Οταν απελευθερώθηκε ο Βορράς της χώρας, η αποτυχία της εκκαθάρισης στον Νότο ήταν ήδη καλά εδραιωμένη. Το πρόβλημα ήταν ότι το να είναι κανείς φασίστας δεν εθεωρεί το έγκλημα καθαυτό - και δεν θα μπορούσε να είναι, αφού η φασιστική κυβέρνηση στην Ιταλία είχε αναγνωριστεί διεθνώς ως νόμιμη πολύ καιρό πριν από τον πόλεμο.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά
Οταν οι φασίστες ηττήθηκαν τελικά, τον Απρίλιο του 1945, οι παρτιζάνοι επιδόθηκαν σε ένα όργιο εκδίκησης. Οποιοσδήποτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τους φασίστες στοχοποιήθηκε - όχι μόνο μάχιμα μέλη των Μελανοχιτώνων ή της Decima ΜAS, αλλά και μέλη της Γυναικείας Βοηθητικής Υπηρεσίας ή ακόμα και απλοί γραμματείς και διοικητικοί υπάλληλοι του Φασιστικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, οι περιοχές του Πεδεμοντίου, της Εμίλια-Ρομάνια και του Βένετο ήταν οι πιο βίαιες, με χιλιάδες εκτελέσεις να λαμβάνουν χώρα σε καθεμιά από αυτές.
Οι βρετανικές πηγές ισχυρίζονταν ότι περίπου 500 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο Μιλάνο έως την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη και άλλοι 1.000 στο Τορίνο, αν και, όπως ανέφεραν οι σύνδεσμοι αξιωματικοί στον Βρετανό πρεσβευτή στη Ρώμη, «δεν έχει εκτελεστεί κανείς που να μην το άξιζε». Αυτοί οι αριθμοί ήταν, αν μη τι άλλο, υποτιμημένοι. Προφανώς οι Σύμμαχοι ένιωθαν ανίσχυροι να παρέμβουν σε αυτό το λουτρό αίματος, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες. Στο Τορίνο, ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής απελευθέρωσης, Φράνκο Αντονιτσέλι, λέγεται πως άκουσε τον επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής, συνταγματάρχη Τζον Στίβενς, να του λέει: «Ακου, πρόεδρε, καθάρισε τα πράγματα σε δυο-τρεις μέρες, αλλά την τρίτη μέρα δεν θέλω πλέον να βλέπω νεκρούς στους δρόμους».
Πολλοί απλοί παρτιζάνοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι Σύμμαχοι τους επέτρεψαν να αποδώσουν το δικό τους είδος δικαιοσύνης. «Οι Αμερικανοί μάς επέτρεψαν να το κάνουμε», είπε ένας πρώην παρτιζάνος μετά τον πόλεμο. «Μας έβλεπαν, μας άφηναν να τους βασανίζουμε λιγάκι και μετά τους έπαιρναν από εμάς». Ως συνέπεια τέτοιων παραγόντων, η μεταπολεμική βία που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ιταλία υπήρξε πολύ χειρότερη απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στη Δυτική Ευρώπη. Οι στατιστικές λένε την ιστορία. Ο αριθμός δωσιλόγων που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση του Βελγίου ήταν κάπου 265 και στην Ολλανδία γύρω στους 100.
Η Γαλλία, που υπέφερε από μία πιο παρατεταμένη και βίαιη απελευθέρωση, είδε περίπου 9.000 οπαδούς του Βισί να σκοτώνονται σε διάστημα αρκετών μηνών, αν και μόνο λίγες χιλιάδες από αυτούς τους φόνους συνέβησαν μετά την απελευθέρωση. Στην Ιταλία ο τελικός απολογισμός θανάτων είναι ακόμα υψηλότερος: κάπου μεταξύ 12.000 και 20.000, ανάλογα με το ποιο μέγεθος πιστεύει κανείς. Με άλλα λόγια, για κάθε 100.000 κατοίκους σε κάθε χώρα, στην Ολλανδία σκοτώθηκε μόνο ένας δωσίλογος για συνεργασία με τον εχθρό, ενώ στο Βέλγιο περισσότεροι από τρεις, στη Γαλλία περισσότεροι από 22 και στην Ιταλία κάπου μεταξύ 26 και 44.
Ενα από τα πράγματα που κάνουν εντύπωση σχετικά με την εκδίκηση στη Βόρεια Ιταλία δεν είναι τόσο η κλίμακα των φόνων όσο η σπουδή με την οποία έγιναν. Σύμφωνα με το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών, το 1946 περίπου 9.000 φασίστες ή άνθρωποι που τους συμπαθούσαν σκοτώθηκαν μόνο τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945. Μερικοί ιστορικοί το έχουν απεικονίσει ως ένα όργιο βίας, λίγο-πολύ ανεξέλεγκτο σε χαρακτήρα - αλλά, παρόλο που εγκλήματα πάθους σίγουρα έλαβαν χώρα σε αφθονία, υπήρχε επίσης ένα ισχυρά οργανωμένο στοιχείο, πιο απαθές και πιο συστηματικό στην προσέγγισή του.
Συγκεκριμένα άτομα αναζητούνταν και εκτελούνταν από εκτελεστικά αποσπάσματα στρατιωτικού τύπου και σε ορισμένες περιπτώσεις οι παρτιζάνοι οργάνωναν ακόμα και σύντομες αυτοσχέδιες δίκες προτού εκτελέσουν τους αιχμαλώτους τους. Αντί να περιμένουν τους Συμμάχους να καταφθάσουν και να παραδώσουν τους αιχμαλώτους τους στο συμβατικό δικονομικό σύστημα -όπως έκαναν οι περισσότεροι αντιστασιακοί στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες-, οι παρτιζάνοι λάμβαναν τη συνειδητή απόφαση να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Ο λόγος είναι ότι ελάχιστοι από αυτούς πίστευαν ότι οι φασίστες θα λάμβαναν τις ποινές που τους άξιζαν αν αφήνονταν στα ιταλικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τα λόγια του Ρομπέρτο Μπατάλια, πρώην διοικητή μιας μεραρχίας παρτιζάνων: «Πρέπει να κάνουμε την εκκαθάριση τώρα, διότι έπειτα από την απελευθέρωση δεν θα είναι δυνατόν - στον πόλεμο σκοτώνεις, αλλά όταν ο πόλεμος τελειώνει δεν μπορείς να σκοτώσεις πλέον».
Ο ευρέως διαδεδομένος κυνισμός σχετικά με την ποιότητα της ιταλικής Δικαιοσύνης δεν ήταν άνευ αιτίας. Οι παρτιζάνοι στη Βόρεια Ιταλία είχαν ήδη γίνει μάρτυρες του είδους των εκκαθαρίσεων που θα μπορούσαν να περιμένουν, παρακολουθώντας τι είχε συμβεί στα νότια της χώρας κατά τους προηγούμενους 18 μήνες. Εκεί, κάτω από τη διεφθαρμένη ηγεσία του Πιέτρο Μπαντόλιο, πρώην φασίστες συνέχιζαν να κυβερνούν σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας. Σε μερικές περιοχές οι Σύμμαχοι είχαν επιμείνει να φύγουν οι φασίστες από τις θέσεις τους - αλλά πολλοί είχαν επιστρέψει, αμέσως μόλις ο έλεγχος των απελευθερωμένων περιοχών επέστρεφε στις ιταλικές Αρχές. Αστυνομικοί συνέχιζαν να παρενοχλούν κομμουνιστές και στην πραγματικότητα οποιονδήποτε είχε υπερβολική συμπάθεια προς την Αριστερά και το να τραγουδά κανείς φασιστικούς ύμνους δημοσίως παρέμενε αρκετά συνηθισμένο.
Το 1944 υπήρξε κάτι σαν φασιστική αναβίωση σε μέρη της Καλαβρίας, ακόμα και ένα σύντομο διάστημα φασιστικής τρομοκρατίας και δολιοφθορών. Περισσότερο από ένα έτος μετά την απελευθέρωσή τους, πολλές κοινότητες στη Νότια Ιταλία διοικούνταν ακόμη από τους ίδιους δημάρχους, αρχηγούς Αστυνομίας και κτηματίες, που μάλιστα χρησιμοποιούσαν τα ίδια βίαια και καταπιεστικά μέτρα για να τις καταδυναστεύουν, όπως είχε γίνει στα φασιστικά χρόνια. Οταν απελευθερώθηκε ο Βορράς της χώρας, η αποτυχία της εκκαθάρισης στον Νότο ήταν ήδη καλά εδραιωμένη. Το πρόβλημα ήταν ότι το να είναι κανείς φασίστας δεν εθεωρεί το έγκλημα καθαυτό - και δεν θα μπορούσε να είναι, αφού η φασιστική κυβέρνηση στην Ιταλία είχε αναγνωριστεί διεθνώς ως νόμιμη πολύ καιρό πριν από τον πόλεμο.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά