Στον Βορρά, ωστόσο, τα πράγματα ήταν ελαφρώς διαφορετικά. Εκεί οι φασίστες, που είχαν την έδρα τους πλέον στο Σαλό, είχαν επιβάλει την κυβέρνησή τους στον λαό, παρά το γεγονός ότι είχαν απομακρυνθεί από την εξουσία το 1943. Το πιο σημαντικό ήταν ότι είχαν υποστηρίξει και διευκολύνει τη γερμανική κατοχή της χώρας τους. Κατά συνέπεια, οποιοσδήποτε κατείχε θέση εξουσίας στη Δημοκρατία του Σαλό μπορούσε δυνητικά να διωχθεί τόσο ως φασίστας όσο και ως δωσίλογος. Παρά το γεγονός αυτό, οι προοπτικές μιας κανονικής εκκαθάρισης στη Βόρεια Ιταλία έδειχναν να είναι πολύ πιο υποσχόμενες απ' ό,τι στον Νότο. Στην πράξη, ωστόσο, η πολιτική βούληση για να επέλθει μια τέτοια αλλαγή απουσίαζε από την αρχή.

Οταν έφτασαν οι Σύμμαχοι, πολλοί αξιωματούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι πέτυχαν να παραμείνουν στις θέσεις τους: μέσα στο χάος της απελευθέρωσης, η πείρα τους θα χρειαζόταν προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο κάποτε η κατάσταση. Ομοίως, πολλοί αστυνομικοί και καραμπινιέροι (στρατονομία) διατηρήθηκαν επειδή οι Σύμμαχοι ήταν ευλόγως νευρικοί στην ιδέα να παραχωρήσουν εξουσίες αστυνόμευσης στους παρτιζάνους. Σε επιχειρήσεις που είχαν συνεργαστεί με τον κατακτητή επιτράπηκε να συνεχίσουν να εμπορεύονται, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια θέσεων εργασίας, και οι ιδιοκτήτες και διευθυντές τους παρέμειναν στις θέσεις τους, από φόβο μήπως πάθει περαιτέρω ζημιά η οικονομία. Στην πραγματικότητα, εκτός από εκείνες τις περιοχές όπου οι παρτιζάνοι επέβαλαν την αλλαγή, η πάγια θέση ήταν να παραμένουν ως είχαν οι υπάρχουσες δομές εξουσίας.

Η εκκαθάριση, όταν ήρθε, εκχωρήθηκε ως δικαίωμα στα δικαστήρια - αλλά δεν έγινε καμία αληθινή απόπειρα να αναμορφωθεί πρώτα το νομικό σύστημα. Παρά τις εκκλήσεις για καινούργια δικαστήρια, καινούργιους δικαστές και καινούργιους νομικούς επαγγελματίες, η γενική ατμόσφαιρα εντός της νομικής δομής ήταν μάλλον εκείνη της συνέχειας, παρά της αλλαγής. Τέθηκαν σε ισχύ κάποιοι νέοι νόμοι, αλλά ο φασιστικός Ποινικός Κώδικας του 1930 δεν ανακλήθηκε - στην πραγματικότητα, εξακολουθεί να ισχύει έως και σήμερα. 

Οργανώθηκαν νέα δικαστήρια για να ακούσουν υποθέσεις συνεργασίας με τον κατακτητή -τα Εκτακτα Δικαστήρια της Ασίζης-, αλλά αυτά γενικά στελεχώνονταν από τους ίδιους δικαστές και δικηγόρους που είχαν υπηρετήσει υπό τον Μουσολίνι. Ετσι, πολλοί δωσίλογοι που πήγαιναν στα δικαστήρια στην Ιταλία βρίσκονταν στη γελοία θέση να δικάζονται από ανθρώπους τουλάχιστον εξίσου ένοχους με αυτούς. Οι ποινές τους, όταν οι κατηγορούμενοι δεν απαλλάσσονταν, ήταν σκανδαλωδώς επιεικείς - οι δικαστές δεν μπορούσαν να επιβάλουν κυρώσεις εις βάρος άλλων δημόσιων λειτουργών δίχως, παράλληλα, να θέσουν σε αμφισβήτηση τον δικό τους ρόλο.

Παρά τις αδυναμίες τους, τα Εκτακτα Δικαστήρια της Ασίζης καταδίκαζαν τουλάχιστον τα εγκλήματα βίας, όπως ο φόνος ή ο βασανισμός πολιτών από τις διαβόητες Μαύρες Ταξιαρχίες. Ακόμα κι αυτές οι ποινές, ωστόσο, μπορούσαν να ανατραπούν με άσκηση έφεσης στο ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας, το Ακυρωτικό Δικαστήριο στη Ρώμη. Οι δικαστές που υπηρετούσαν σε αυτό το δικαστήριο επρόσκειντο ξεδιάντροπα στον φασισμό και ήταν εμφανώς πρόθυμοι να υπερασπιστούν τις ενέργειες του προηγούμενου καθεστώτος. Ακυρώνοντας συνεχώς τις ποινές που είχαν επιβάλει τα Δικαστήρια της Ασίζης και συγχωρώντας, αγνοώντας και συγκαλύπτοντας μερικές από τις χειρότερες ωμότητες των Μαύρων Ταξιαρχιών, το Ακυρωτικό Δικαστήριο συστηματικά υπονόμευε όλες τις προσπάθειες να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι φασίστες εγκληματίες.

Μέσα σε ένα έτος από το τέλος του πολέμου η επίσημη κάθαρση είχε μετατραπεί σε φάρσα. Από τους 394.000 κυβερνητικούς υπαλλήλους που είχαν ερευνηθεί έως και τον Φεβρουάριο του 1946 μόνο 1.580 είχαν απολυθεί και η πλειονότητα αυτών σύντομα θα επέστρεφαν στις δουλειές τους. Από τους 50.000 φασίστες που φυλακίστηκαν στην Ιταλία, μόνο ένα μικρό ποσοστό πέρασε όντως κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή: το καλοκαίρι του 1946 όλες οι ποινές φυλάκισης κάτω από πέντε έτη ανεστάλησαν και οι κρατούμενοι αποφυλακίστηκαν.

Παρότι είχαν βιώσει μερικές από τις χειρότερες ωμότητες στη Δυτική Ευρώπη, τα ιταλικά δικαστήρια επέβαλαν αναλογικά λιγότερες θανατικές καταδίκες από οποιαδήποτε άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα - όχι περισσότερες από 92 σε έναν προπολεμικό πληθυσμό περισσοτέρων των 45 εκατομμυρίων: 20 φορές λιγότερες εκτελέσεις κατά κεφαλήν απ’ ό,τι στη Γαλλία.

Σε αντίθεση, δε, με τους Γερμανούς εταίρους τους, κανένας Ιταλός δεν δικάστηκε ποτέ για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν έξω από την Ιταλία. Απέναντι σε μια τόσο θεαματική αποτυχία της Δικαιοσύνης, δεν αποτελεί έκπληξη που η λαϊκή οργή άρχισε να βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι είχαν συμπεράνει πως οποιαδήποτε κάθαρση ήταν αδύνατο να αφεθεί στις Αρχές, χρειαζόταν μόνο ένα μικρό βήμα για να αποφασίσουν να πάρουν τον νόμο και πάλι στα χέρια τους. Τους μήνες μετά το τέλος του πολέμου, ένα δεύτερο κύμα λαϊκής βίας σάρωσε τμήματα της χώρας, καθώς οι άνθρωποι επιδείκνυαν τη δυσπιστία τους για την επίσημη κάθαρση εισβάλλοντας σε φυλακές και λιντσάροντας τους κρατουμένους που βρίσκονταν εκεί. Αυτό συνέβη σε κωμοπόλεις στις επαρχίες της Εμίλια-Ρομάνα και του Βένετο, αλλά και σε άλλες βόρειες περιοχές.

Το πιο διάσημο περιστατικό ήταν στο Σίο, στην περιφέρεια της Βιτσέντζα, όπου πρώην παρτιζάνοι εισέβαλαν στην τοπική φυλακή και σφαγίασαν 55 από τους κρατουμένους. Τα λόγια μερικών από τους ανθρώπους που ήταν παρόντες σε αυτό το έγκλημα δείχνουν πόση πικρία αισθανόταν o κόσμος για την αποτυχία της κάθαρσης εκείνη την εποχή. «Μακάρι να είχαν κάνει δύο ή τρεις δίκες», ισχυρίστηκε ένας, «μακάρι να είχαν προσπαθήσει να κάνουν κάτι, θα ήταν αρκετό για να εκτονωθεί η ένταση που ένιωθε ο λαός». «Ανέκαθεν υπερασπιζόμουν την πράξη», ισχυρίστηκε ένας άλλος, όταν έδωσε συνέντευξη περισσότερο από 50 χρόνια αργότερα, «διότι για μένα ήταν μια πράξη δικαιοσύνης το ότι σκοτώθηκαν. [...] Δεν τρέφω καμιά συμπόνια για εκείνους τους ανθρώπους, ακόμα και τώρα που είναι νεκροί»

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά