''Ολη νύχτα εδώ''
O εξ απορρήτων
«Οσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ’φερνε»
Στις 17 του Νοέμβρη, 52 χρόνια μετά, επισκέπτομαι το επετειακό γεγονός με τη γραφίδα της Ιωάννας Καρυστιάνη, με κείμενο από το βιβλίο της «Ολη νύχτα εδώ».* Ανέσπεροι… «Ημασταν παρθενικοί. Ακόμα και οι λιγοστοί που μπορεί να είχαν διαβάσει πολύ -και δεν ήμουν απ’ αυτούς- και να είχαν μελετήσει την Ιστορία την πρόσφατη, του δικού μας του Εμφυλίου, των Μπολσεβίκων ή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, ήταν παρθενικοί… Αλλο να διαβάζεις κι άλλο να δρας. Πολύ ψημένοι ήμασταν μόνο στο ρομαντισμό. Στον ρομαντισμό και στην ονειροπόληση…».
Σε λίγα λόγια, ο Ιάσων Χανδρινός περιγράφει όλο το κλίμα στις εξεγέρσεις του Πολυτεχνείου. Για κείνη, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τότε μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΚΕ, κεντρικό σημείο ήταν ο συντονισμός στην εξέγερση της Νομικής. Για τον Δημήτρη Παπαχρήστο, η εκφώνηση στο Σταθμό του Πολυτεχνείου. Ολοι, σαν τον «ανέσπερο Ελληνα που κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», κατά τους στίχους του ποιητή Νίκου Καρούζου.
«Θυμάμαι να κουβεντιάζουμε για τη Χιλή», συνεχίζει η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη. «Η καρδιά μας ήταν ανοιχτή. Δεν ήμασταν στραμμένοι μόνο στο δράμα το δικό μας. Είχαμε φορτωθεί, συναισθηματικά, και την ήττα του Εμφυλίου, χωρίς βέβαια να ξέρουμε λεπτομέρειες, μόνο κάτι ημερομηνίες και ονόματα…
Θυμάμαι, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε -παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ισως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά…
Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εχω την εντύπωση ότι ήτανε αδύνατον να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ’ αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ηταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. “Κυλώνειον Αγος”…
Αυτό ήταν απόλυτο. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι συγχωρείς τη Δικτατορία για τα μέχρι τότε, ότι προσαρμόζεσαι. Και, ναι μεν, η προσαρμοστικότητα πολλές φορές είναι αναγκαία -οφείλεις να μετρήσεις τα πραγματα, ποιο θα είναι πιο επώδυνο για τους ανθρώπους που αγαπάς-, αλλά υπάρχει ένα όριο: Οχι σε Χούντα. Και εκεί θα ήταν η απόλυτη ξεφτίλα πια…
Θυμάμαι ότι την τελευταία στιγμή ήμασταν μπροστά στην πύλη. Είναι το τανκ έξω κι εμείς έχουμε πάρει αυτή την απόφαση, να ζητήσουμε να έρθουν το πρωί εκπρόσωποι των πρεσβειών, της Αρχιεπισκοπής - κάπως έτσι. Θέλουμε να το διαπραγματευτούμε. Και προτείνω να πάω εγώ για τη διαπραγμάτευση. Οπότε λέει ο Λαλιώτης, που ήταν δίπλα: “Οχι, η Ιωάννα είναι κόκκινο πανί”. Κι όπως το λέει αυτό, ύστερα από λίγο, μπήκε το τανκ μέσα…
Στις οριακές στιγμές όλα κινούνται σύγκορμα και σύψυχα. Και φόβος. Και πίστη. Και θάρρος. Και αναστολές. Και καχυποψία. Και οραματισμός. Και ευθύνες. Είναι πολύ πλούσια τα συναισθήματα και πολλές φορές αντικρουόμενα. Αλλά κατέληγαν σ’ ένα “διά ταύτα”: ότι εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να φύγουμε από κει μέσα. Παίρναμε στις πλάτες μας μεγάλη ευθύνη…
Αυτό που δεν θυμάμαι είναι να κλαίνε άνθρωποι… Την κοπανήσαμε από τη Στουρνάρη. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα από τους πρώτους, μάλλον προς το τέλος -πρέπει να πέρασα πάνω από σίδερα-, και, βέβαια, μας λιανίσαν εκεί διάφοροι μπάτσοι και παρακρατικοί…
Και τότε άνοιξε μια πόρτα πολυκατοικίας στη Στουρνάρη και -τον θυμάμαι τον αριθμό- ήμασταν είκοσι δύο παιδιά, καθισμένα σε ένα χαλί. Νύχτα. Μας είχε ανοίξει μία γυναίκα που ζούσε μόνη της και που τότε μου φάνηκε γιαγιά, 60 χρόνων πρέπει να ’τανε. Το πρωί πρώτα κατέβηκε η γυναίκα -πολύ γενναία γυναίκα- να κόψει κίνηση στο τετράγωνο, να ακούσει τους ήχους της πόλης, κι αυτή μάς είπε: “Φύγετε σιγά σιγά”. Φύγαμε ένας ένας… Δεν θυμάμαι αν συνάντησα αστυνομικούς ή στρατιώτες ή αν είδα τανκς.
Οσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ’φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία…
Πιστεύω ότι οι Ελληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν “Ψωροκώσταινα”. Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: Να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στον σβέρκο των ανθρώπων. Τα δεινά, η καταστολή, οι διώξεις πολλών δεκαετιών αθροίζονται και κάνουν πολλούς ανθρώπους να νιώθουν εξουθενωμένοι, φοβισμένοι και μουδιασμένοι.
Στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαυλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές κι από την άλλη η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις “ψυχή τε και σώματι” ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας…
Οι μέρες του Πολυτεχνείου ήταν οι μόνες ημέρες στη ζωή μου που ένιωσα πως είμαι καλός άνθρωπος. Στο μυθιστόρημά μου “Τα σακιά” γράφω στο τέλος για τη μάνα και τον γιο της, πως “για τρία λεπτά στη ζωή τους αισθάνθηκαν ότι δεν έφταιγαν για τίποτα”. Αυτό ένιωσα κι εγώ στο Πολυτεχνείο. Εκεί ένιωσα καλός άνθρωπος. Βίωσα το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης και άλλων λέξεων, που έχουν αποσυρθεί από τη σημερινή ζωή».
*Ιωάννα Καρυστιάνη, «Oλη νύχτα εδώ - Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Επιμέλεια-εισαγωγή Ιάσoνα Χανδρινού (Εκδ. «Καστανιώτη»)
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Σε λίγα λόγια, ο Ιάσων Χανδρινός περιγράφει όλο το κλίμα στις εξεγέρσεις του Πολυτεχνείου. Για κείνη, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τότε μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΚΕ, κεντρικό σημείο ήταν ο συντονισμός στην εξέγερση της Νομικής. Για τον Δημήτρη Παπαχρήστο, η εκφώνηση στο Σταθμό του Πολυτεχνείου. Ολοι, σαν τον «ανέσπερο Ελληνα που κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», κατά τους στίχους του ποιητή Νίκου Καρούζου.
«Θυμάμαι να κουβεντιάζουμε για τη Χιλή», συνεχίζει η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη. «Η καρδιά μας ήταν ανοιχτή. Δεν ήμασταν στραμμένοι μόνο στο δράμα το δικό μας. Είχαμε φορτωθεί, συναισθηματικά, και την ήττα του Εμφυλίου, χωρίς βέβαια να ξέρουμε λεπτομέρειες, μόνο κάτι ημερομηνίες και ονόματα…
Θυμάμαι, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε -παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ισως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά…
Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εχω την εντύπωση ότι ήτανε αδύνατον να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ’ αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ηταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. “Κυλώνειον Αγος”…
Αυτό ήταν απόλυτο. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι συγχωρείς τη Δικτατορία για τα μέχρι τότε, ότι προσαρμόζεσαι. Και, ναι μεν, η προσαρμοστικότητα πολλές φορές είναι αναγκαία -οφείλεις να μετρήσεις τα πραγματα, ποιο θα είναι πιο επώδυνο για τους ανθρώπους που αγαπάς-, αλλά υπάρχει ένα όριο: Οχι σε Χούντα. Και εκεί θα ήταν η απόλυτη ξεφτίλα πια…
Θυμάμαι ότι την τελευταία στιγμή ήμασταν μπροστά στην πύλη. Είναι το τανκ έξω κι εμείς έχουμε πάρει αυτή την απόφαση, να ζητήσουμε να έρθουν το πρωί εκπρόσωποι των πρεσβειών, της Αρχιεπισκοπής - κάπως έτσι. Θέλουμε να το διαπραγματευτούμε. Και προτείνω να πάω εγώ για τη διαπραγμάτευση. Οπότε λέει ο Λαλιώτης, που ήταν δίπλα: “Οχι, η Ιωάννα είναι κόκκινο πανί”. Κι όπως το λέει αυτό, ύστερα από λίγο, μπήκε το τανκ μέσα…
Στις οριακές στιγμές όλα κινούνται σύγκορμα και σύψυχα. Και φόβος. Και πίστη. Και θάρρος. Και αναστολές. Και καχυποψία. Και οραματισμός. Και ευθύνες. Είναι πολύ πλούσια τα συναισθήματα και πολλές φορές αντικρουόμενα. Αλλά κατέληγαν σ’ ένα “διά ταύτα”: ότι εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να φύγουμε από κει μέσα. Παίρναμε στις πλάτες μας μεγάλη ευθύνη…
Αυτό που δεν θυμάμαι είναι να κλαίνε άνθρωποι… Την κοπανήσαμε από τη Στουρνάρη. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα από τους πρώτους, μάλλον προς το τέλος -πρέπει να πέρασα πάνω από σίδερα-, και, βέβαια, μας λιανίσαν εκεί διάφοροι μπάτσοι και παρακρατικοί…
Και τότε άνοιξε μια πόρτα πολυκατοικίας στη Στουρνάρη και -τον θυμάμαι τον αριθμό- ήμασταν είκοσι δύο παιδιά, καθισμένα σε ένα χαλί. Νύχτα. Μας είχε ανοίξει μία γυναίκα που ζούσε μόνη της και που τότε μου φάνηκε γιαγιά, 60 χρόνων πρέπει να ’τανε. Το πρωί πρώτα κατέβηκε η γυναίκα -πολύ γενναία γυναίκα- να κόψει κίνηση στο τετράγωνο, να ακούσει τους ήχους της πόλης, κι αυτή μάς είπε: “Φύγετε σιγά σιγά”. Φύγαμε ένας ένας… Δεν θυμάμαι αν συνάντησα αστυνομικούς ή στρατιώτες ή αν είδα τανκς.
Οσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ’φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία…
Πιστεύω ότι οι Ελληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν “Ψωροκώσταινα”. Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: Να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στον σβέρκο των ανθρώπων. Τα δεινά, η καταστολή, οι διώξεις πολλών δεκαετιών αθροίζονται και κάνουν πολλούς ανθρώπους να νιώθουν εξουθενωμένοι, φοβισμένοι και μουδιασμένοι.
Στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαυλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές κι από την άλλη η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις “ψυχή τε και σώματι” ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας…
Οι μέρες του Πολυτεχνείου ήταν οι μόνες ημέρες στη ζωή μου που ένιωσα πως είμαι καλός άνθρωπος. Στο μυθιστόρημά μου “Τα σακιά” γράφω στο τέλος για τη μάνα και τον γιο της, πως “για τρία λεπτά στη ζωή τους αισθάνθηκαν ότι δεν έφταιγαν για τίποτα”. Αυτό ένιωσα κι εγώ στο Πολυτεχνείο. Εκεί ένιωσα καλός άνθρωπος. Βίωσα το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης και άλλων λέξεων, που έχουν αποσυρθεί από τη σημερινή ζωή».
*Ιωάννα Καρυστιάνη, «Oλη νύχτα εδώ - Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Επιμέλεια-εισαγωγή Ιάσoνα Χανδρινού (Εκδ. «Καστανιώτη»)
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
En