"Τέλος στην ιερότητα της µονιµότητας;", άρθρο του Αλέξανδρου Σκούρα
Άρθρο γνώμης
Το Άρθρο 103 του Συντάγµατος, που θεσπίζει τη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων, δεν γράφτηκε για να εξυπηρετήσει την τεµπελιά ή την αδιαφορία

Η δηµόσια συζήτηση για τη συνταγµατική αναθεώρηση και το ενδεχόµενο περιορισµού της µονιµότητας των δηµοσίων υπαλλήλων είναι µία ευκαιρία να αντιµετωπίσουµε κατά µέτωπο ένα από τα πιο βαθιά πολιτειακά διλήµµατα της Μεταπολίτευσης: Πώς προστατεύουµε το κράτος από την κοµµατική λεηλασία και ταυτόχρονα πώς προστατεύουµε τον φορολογούµενο από τη µονιµοποιηµένη µετριότητα και την ανεξέλεγκτη σπατάλη;
Διαβάστε: "Μονιµότητα, αξιολόγηση και αξιοπιστία", άρθρο του Νίκου Παπασπύρου
Το Άρθρο 103 του Συντάγµατος, που θεσπίζει τη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων, δεν γράφτηκε για να εξυπηρετήσει την τεµπελιά ή την αδιαφορία. Γράφτηκε σε µια εποχή που το κράτος ήταν λάφυρο στα χέρια των κυβερνώντων και η αποµάκρυνση ή η µετάταξη υπαλλήλων µε πολιτικά κριτήρια ήταν κανόνας. Η µονιµότητα τότε φάνταζε ως ένα φράγµα απέναντι στον αυταρχισµό, µια θεσµική εγγύηση για τη συνέχεια και την ουδετερότητα της δηµόσιας διοίκησης. Για να πετύχει αυτόν τον σκοπό, κατοχυρώνει την αµετακίνητη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων και προστατεύει την αδυναµία παύσης ή υποβιβασµού χωρίς απόφαση υπηρεσια κού συµβουλίου.
Το πρόβληµα όµως δεν είναι η µονιµότητα καθαυτή - είναι το πώς αυτή εφαρµόζεται. Τα υπηρεσιακά συµβούλια που αποφαίνονται για την αποµάκρυνση ή τον υποβιβασµό υπαλλήλων απαρτίζονται κατά τα δύο τρίτα από... συναδέλφους των ίδιων των κρινόµενων. Αυτή η πρόβλεψη του Συντάγµατος υποτίθεται ότι διασφαλίζει θεσµική ουδετερότητα. Στην πράξη, δηµιουργεί ένα κλειστό σύστηµα αλληλοκάλυψης και ατιµωρησίας. Ακόµα και στις πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις ανεπάρκειας, πληµµελούς εκτέλεσης καθηκόντων ή πλεονασµού θέσης, το σύστηµα αδυνατεί -ή αρνείται- να δράσει.
Το δίληµµα λοιπόν είναι πραγµατικό και δεν µπορεί να λυθεί µε ιδεολογικά αναθέµατα ή ευχολόγια: Ποιος προστατεύει τον πο λίτη από τον κοµµατικό έλεγχο της δηµόσιας διοίκησης και ποιος προστατεύει το κράτος από τους αδιάφορους υπαλλήλους, που κανείς δεν µπορεί να ελέγξει ή να αποµακρύνει; Αν µία συνταγ µατική αναθεώρηση πρόκειται να έχει ουσιαστικό περιεχόµενο, τότε η λύση οφείλει να είναι τριπλή. Πρώτον, πρέπει να αρθεί η αυτοαναφορική σύνθεση των υπη ρεσιακών συµβουλίων. Είναι εξωφρενικό και θεσµικά προβληµατικό να αποφασίζουν οι ίδιοι οι υπάλληλοι για την παραµονή ή όχι συναδέλφων τους. Η επιλογή, η αξιολόγηση και εντέλει η αποµάκρυνση πρέπει να γίνονται µε διαφανή, αξιοκρατικά και επαγγελµατικά κριτήρια - όχι µε συντεχνιακή αλληλεγγύη ή φόβο για το «ποιος έχει σειρά».
Η συνταγµατική πρόβλεψη πρέπει να αλλάξει, ώστε η πλειονότητα αυτών των συµβουλίων να απαρτίζεται από ανεξάρτητα στελέχη, µε θεσµική θητεία και αρµοδιότητα. ∆εύτερον, το Σύνταγµα δεν µπορεί να συνεχίσει να αγνοεί παντελώς το ζήτηµα της αξιολόγησης. Από τη στιγµή που προβλέπει µε τέτοια λεπτοµέρεια τον τρόπο πρόσληψης, µονιµοποίησης, µετάταξης και αποµάκρυνσης, είναι αδιανόητο να µην κατοχυρώνει ρητά την υποχρέωση αντικειµενικής, τακτικής και αξιοκρατικής αξιολόγησης των δηµοσίων υπαλλήλων. Όχι ως µηχανισµό τιµωρίας, αλλά ως εργαλείο βελτίωσης, επιβράβευσης και αναδιάταξης του ανθρώπινου δυναµικού του ∆ηµοσίου.
Τρίτον, χρειάζεται ένα σταθερό, ανεξάρτητο θεσµικό πλαίσιο, που να εφαρµόζει αυτά τα κριτήρια - όχι µία ακόµα Γενική ∆ιεύθυνση του υπουργείου Εσωτερικών. Η πρόταση για µια ανε ξάρτητη Αρχή ∆ιαχείρισης Ανθρώπινου ∆υναµικού του ∆ηµοσίου, στα πρότυπα του αµερικανικού Office of Personnel Management, είναι απολύτως λογική. Ενας ανεξάρτητος θεσµός, µε θητεία, διαφάνεια, πρόσβαση στα δεδοµένα και αρµοδιότη τα να διεξάγει προσλήψεις, να παρακολουθεί αξιολογήσεις, να εισηγείται µετατάξεις και -όπου χρειάζεται- να προτείνει παύσεις. Ένα θεσµικό αντίβαρο ανάµεσα στην πολιτική αυθαιρεσία και τη µονιµοποιηµένη αδράνεια. Η συνταγµατική αναθεώρηση είναι ευκαιρία, όχι απειλή.
άρθρο του αντιπροέδρου του Ινστιτούτου ∆ηµοσιονοµικών & Οικονοµικών Μελετών
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Διαβάστε: "Μονιµότητα, αξιολόγηση και αξιοπιστία", άρθρο του Νίκου Παπασπύρου
Το Άρθρο 103 του Συντάγµατος, που θεσπίζει τη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων, δεν γράφτηκε για να εξυπηρετήσει την τεµπελιά ή την αδιαφορία. Γράφτηκε σε µια εποχή που το κράτος ήταν λάφυρο στα χέρια των κυβερνώντων και η αποµάκρυνση ή η µετάταξη υπαλλήλων µε πολιτικά κριτήρια ήταν κανόνας. Η µονιµότητα τότε φάνταζε ως ένα φράγµα απέναντι στον αυταρχισµό, µια θεσµική εγγύηση για τη συνέχεια και την ουδετερότητα της δηµόσιας διοίκησης. Για να πετύχει αυτόν τον σκοπό, κατοχυρώνει την αµετακίνητη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων και προστατεύει την αδυναµία παύσης ή υποβιβασµού χωρίς απόφαση υπηρεσια κού συµβουλίου.
Το πρόβληµα όµως δεν είναι η µονιµότητα καθαυτή - είναι το πώς αυτή εφαρµόζεται. Τα υπηρεσιακά συµβούλια που αποφαίνονται για την αποµάκρυνση ή τον υποβιβασµό υπαλλήλων απαρτίζονται κατά τα δύο τρίτα από... συναδέλφους των ίδιων των κρινόµενων. Αυτή η πρόβλεψη του Συντάγµατος υποτίθεται ότι διασφαλίζει θεσµική ουδετερότητα. Στην πράξη, δηµιουργεί ένα κλειστό σύστηµα αλληλοκάλυψης και ατιµωρησίας. Ακόµα και στις πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις ανεπάρκειας, πληµµελούς εκτέλεσης καθηκόντων ή πλεονασµού θέσης, το σύστηµα αδυνατεί -ή αρνείται- να δράσει.
Το δίληµµα λοιπόν είναι πραγµατικό και δεν µπορεί να λυθεί µε ιδεολογικά αναθέµατα ή ευχολόγια: Ποιος προστατεύει τον πο λίτη από τον κοµµατικό έλεγχο της δηµόσιας διοίκησης και ποιος προστατεύει το κράτος από τους αδιάφορους υπαλλήλους, που κανείς δεν µπορεί να ελέγξει ή να αποµακρύνει; Αν µία συνταγ µατική αναθεώρηση πρόκειται να έχει ουσιαστικό περιεχόµενο, τότε η λύση οφείλει να είναι τριπλή. Πρώτον, πρέπει να αρθεί η αυτοαναφορική σύνθεση των υπη ρεσιακών συµβουλίων. Είναι εξωφρενικό και θεσµικά προβληµατικό να αποφασίζουν οι ίδιοι οι υπάλληλοι για την παραµονή ή όχι συναδέλφων τους. Η επιλογή, η αξιολόγηση και εντέλει η αποµάκρυνση πρέπει να γίνονται µε διαφανή, αξιοκρατικά και επαγγελµατικά κριτήρια - όχι µε συντεχνιακή αλληλεγγύη ή φόβο για το «ποιος έχει σειρά».
Η συνταγµατική πρόβλεψη πρέπει να αλλάξει, ώστε η πλειονότητα αυτών των συµβουλίων να απαρτίζεται από ανεξάρτητα στελέχη, µε θεσµική θητεία και αρµοδιότητα. ∆εύτερον, το Σύνταγµα δεν µπορεί να συνεχίσει να αγνοεί παντελώς το ζήτηµα της αξιολόγησης. Από τη στιγµή που προβλέπει µε τέτοια λεπτοµέρεια τον τρόπο πρόσληψης, µονιµοποίησης, µετάταξης και αποµάκρυνσης, είναι αδιανόητο να µην κατοχυρώνει ρητά την υποχρέωση αντικειµενικής, τακτικής και αξιοκρατικής αξιολόγησης των δηµοσίων υπαλλήλων. Όχι ως µηχανισµό τιµωρίας, αλλά ως εργαλείο βελτίωσης, επιβράβευσης και αναδιάταξης του ανθρώπινου δυναµικού του ∆ηµοσίου.
Τρίτον, χρειάζεται ένα σταθερό, ανεξάρτητο θεσµικό πλαίσιο, που να εφαρµόζει αυτά τα κριτήρια - όχι µία ακόµα Γενική ∆ιεύθυνση του υπουργείου Εσωτερικών. Η πρόταση για µια ανε ξάρτητη Αρχή ∆ιαχείρισης Ανθρώπινου ∆υναµικού του ∆ηµοσίου, στα πρότυπα του αµερικανικού Office of Personnel Management, είναι απολύτως λογική. Ενας ανεξάρτητος θεσµός, µε θητεία, διαφάνεια, πρόσβαση στα δεδοµένα και αρµοδιότη τα να διεξάγει προσλήψεις, να παρακολουθεί αξιολογήσεις, να εισηγείται µετατάξεις και -όπου χρειάζεται- να προτείνει παύσεις. Ένα θεσµικό αντίβαρο ανάµεσα στην πολιτική αυθαιρεσία και τη µονιµοποιηµένη αδράνεια. Η συνταγµατική αναθεώρηση είναι ευκαιρία, όχι απειλή.
άρθρο του αντιπροέδρου του Ινστιτούτου ∆ηµοσιονοµικών & Οικονοµικών Μελετών
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά