Έχουμε γράψει πάρα πολλά για το θέμα του εθνικού μας νομίσματος, το οποίο ήταν το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό στην ιστορία του πλανήτη, μετά το κινεζικό. Εκτός αυτού, έχουμε τονίσει πως το νόμισμα ισοδυναμεί με την ταυτότητα, με τον πολιτισμό και με τη σημαία ενός έθνους, οπότε είναι πολύ σημαντικό για την επιβίωσή του. Εχουμε επιπλέον τεκμηριώσει πως ήταν εφικτή η υιοθέτηση της δραχμής πριν από την υπογραφή του PSI, το οποίο είχαμε χαρακτηρίσει ως «πύρρειο χρεοκοπία», ενώ θα είχε ίσως συμβεί εάν είχε επιτραπεί το δημοψήφισμα στον κ. Γ. Παπανδρέου, ο οποίος καταδίκασε μεν την Ελλάδα με την υπαγωγή της στο ΔΝΤ, αλλά στο θέμα του δημοψηφίσματος είχε δίκιο. Η βασική αιτία ήταν το ότι εκείνη την εποχή η χώρα μας θα μπορούσε να μετατρέψει τα χρέη της, δημόσια και ιδιωτικά, σε δραχμές, οπότε θα είχε τη δυνατότητα να τα εξυπηρετεί τυπώνοντας πληθωριστικά χρήματα, με όλους τους κινδύνους φυσικά που θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο. Εκτός αυτού, δεν είχαν υπαχθεί τα δάνειά της στο αγγλικό δίκαιο, δεν είχε υποθηκεύσει ακόμη τη δημόσια περιουσία της, οι τράπεζές της δεν είχαν χρεοκοπήσει, ενώ ο ιδιωτικός της τομέας δεν είχε υπερχρεωθεί, γεγονότα που φυσικά έχουν αλλάξει εντελώς σήμερα.

Εν τούτοις, το παρελθόν δεν επιστρέφει, ενώ το θέμα συνεχίζει να απασχολεί αρκετούς Ελληνες, οπότε πρέπει να συζητείται, γεγονός που σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να έχει κανείς προκαταλήψεις, ούτε να επιμένει δογματικά πως κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό σήμερα, αφού οφείλει να είναι ανοιχτός σε όλες τις απόψεις.

Ειδικά επειδή το ευρώ, μετά την κρίση του 2008, έχει μετατραπεί στο νόμισμα των σκλάβων, το οποίο όμως είναι αδύνατον να επιβιώσει εάν η ευρωζώνη, που έχει εξελιχθεί πια σε φυλακή, δεν ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά. Μπορεί δε η Ελλάδα να είναι πράγματι εγκλωβισμένη, υπάρχουν όμως άλλες χώρες, οι οποίες δεν είναι, ενώ θα ήταν ασφαλώς προτιμότερη γι’ αυτές η επιστροφή στα εθνικά τους νομίσματα (Ιταλία, Γαλλία κ.λπ.). Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε προφανώς ως αποτέλεσμα τη διάλυση της νομισματικής ένωσης, για την οποία πρέπει όλες οι χώρες, οπότε και η Ελλάδα, να είναι προετοιμασμένες. Στα πλαίσια αυτά, θα αναφερθούμε στα βασικά προβλήματα που συνδέονται με τη δυνατότητα επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή σήμερα, τα οποία κατά τη γνώμη μας είναι τα παρακάτω:

Το ύψος των Δημόσιων και Ιδιωτικών Εξωτερικών Χρεών

Ολοι οι υποστηρικτές της δραχμής υιοθετούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την άρνηση της πληρωμής του δημόσιου χρέους, γνωρίζοντας φυσικά πως, παρά το ότι η χώρα θα επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα, τα εξωτερικά της χρέη θα παρέμεναν σε ευρώ, οπότε θα ήταν αδύνατον να αποπληρωθούν.

Εν πρώτοις, δυστυχώς, δεν αναφέρονται στα ιδιωτικά εξωτερικά χρέη (των τραπεζών, των επιχειρήσεων κ.λπ.), τα οποία φυσικά δεν μπορούν να διαγραφούν μονομερώς, αφού τότε οι ξένοι δανειστές τους θα ζητούσαν δικαστικά την εξόφλησή τους, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας να προβούν σε κατασχέσεις, σε πλειστηριασμούς, σε χρεοκοπίες κ.ο.κ. Εν προκειμένω οφείλει βέβαια να απαντηθεί εάν τα ενυπόθηκα ιδιωτικά χρέη θα μετατραπούν σε εξωτερικά, όταν πουληθούν από τις ελληνικές τράπεζες στους ξένους κερδοσκόπους, επίσης αυτά που έχουν στο παρελθόν εκχωρηθεί, μέσω των τιτλοποιήσεων. Το συνολικό εξωτερικό χρέος μας πάντως υπολογίζεται στα 420 δισ. δολάρια (400 δισ. ευρώ), οπότε, αν αφαιρέσουμε το δημόσιο εξωτερικό χρέος, θα απομείνουν περί τα 100 δισ. ευρώ ιδιωτικό, τα οποία, σε περίπτωση υποτίμησης, θα αυξάνονταν ανάλογα. Ανεξάρτητα όμως από το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος, είναι δυνατόν να αρνηθεί η χώρα μας την τήρηση όλων όσων έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις μας, με τις δανειακές συμβάσεις που ακολούθησαν τη χρεοκοπία της και το PSI; Μπορεί να μη σεβαστεί, χωρίς να έχει σοβαρές συνέπειες, το αγγλικό δίκαιο; Δεν αναγκάστηκε η Αργεντινή να πληρώσει πάνω από 9 δισ. δολάρια πρόσφατα στους κερδοσκόπους που κατείχαν ομόλογα αγγλικού δικαίου, παρά το ότι η συντριπτική πλειονότητα των δανειστών της είχε συμφωνήσει σε διαγραφή του 75% των χρεών της; Πώς ακριβώς θα συμπεριφερόταν ανά ομάδα ξένων δανειστών, όπως είναι το ESM, το EFSF, τα διακρατικά δάνεια, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ; Θα μπορούσε να διαγράψει μονομερώς τα δάνεια όλων αυτών των ομάδων και πώς θα το έκανε;

Είναι σε θέση νομικά να επικαλεστεί τον εκβιασμό και την εθνική της κυριαρχία, οπότε να προστατευτεί από τις δικαστικές ενέργειες (κατασχέσεις κ.λπ.) των δανειστών της; Εάν ναι, πώς θα απέφευγε τις ενδεχόμενες κυρώσεις τους, οι οποίες «γονάτισαν» ακόμη και μια χώρα με σχεδόν μηδενικό χρέος, καθώς και με πολύ μεγάλες ενεργειακές δυνατότητες, όπως η Ρωσία;

Για παράδειγμα, δεν θα πρότειναν όλες οι χώρες-δανειστές μας την αποφυγή της Ελλάδας όσον αφορά τις διακοπές των πολιτών τους, με στόχο να μας πιέσουν; Δεν θα κατέρρεε τότε ο τουρισμός, ο οποίος θα αποτελούσε τη βασικότερη πηγή ξένου συναλλάγματος (ακολουθούν οι εξαγωγές και οι μεταφορές), για τη χρηματοδότηση των υπερβολικά μεγάλων εισαγωγών μας; Δεν θα μπορούσαν να απαγορεύσουν τις εισαγωγές ελληνικών προϊόντων;

Στο Γράφημα ΙΙΙ που ακολουθεί φαίνονται δισ. ευρώ ιδιωτικό, τα οποία, σε περίπτωση υποτίμησης, θα αυξάνονταν ανάλογα.

Ανεξάρτητα όμως από το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος, είναι δυνατόν να αρνηθεί η χώρα μας την τήρηση όλων όσων έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις μας, με τις δανειακές συμβάσεις που ακολούθησαν τη χρεοκοπία της και το PSI; Μπορεί να μη σεβαστεί, χωρίς να έχει σοβαρές συνέπειες, το αγγλικό δίκαιο; Δεν αναγκάστηκε η Αργεντινή να πληρώσει πάνω από 9 δισ. δολάρια πρόσφατα στους κερδοσκόπους που κατείχαν ομόλογα αγγλικού δικαίου, παρά το ότι η συντριπτική πλειονότητα των δανειστών της είχε συμφωνήσει σε διαγραφή του 75% των χρεών της; Πώς ακριβώς θα συμπεριφερόταν ανά ομάδα ξένων δανειστών, όπως είναι το ESM, το EFSF, τα διακρατικά δάνεια, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ; Θα μπορούσε να διαγράψει μονομερώς τα δάνεια όλων αυτών των ομάδων και πώς θα το έκανε; Είναι σε θέση νομικά να επικαλεστεί τον εκβιασμό και την εθνική της κυριαρχία, οπότε να προστατευτεί από τις δικαστικές ενέργειες (κατασχέσεις κ.λπ.) των δανειστών της; Εάν ναι, πώς θα απέφευγε τις ενδεχόμενες κυρώσεις τους, οι οποίες «γονάτισαν» ακόμη και μια χώρα με σχεδόν μηδενικό χρέος, καθώς και με πολύ μεγάλες ενεργειακές δυνατότητες, όπως η Ρωσία; για παράδειγμα, δεν θα πρότειναν όλες οι χώρες-δανειστές μας την αποφυγή της Ελλάδας όσον αφορά τις διακοπές των πολιτών τους, με στόχο να μας πιέσουν; Δεν θα κατέρρεε τότε ο τουρισμός, ο οποίος θα αποτελούσε τη βασικότερη πηγή ξένου συναλλάγματος (ακολουθούν οι εξαγωγές και οι μεταφορές), για τη χρηματοδότηση των υπερβολικά μεγάλων εισαγωγών μας; Δεν θα μπορούσαν να απαγορεύσουν τις εισαγωγές ελληνικών προϊόντων; Στο Γράφημα ΙΙΙ που ακολουθεί φαίνονται τα χρέη της χώρας στα μέσα του 2015 ανά ομάδα δανειστών, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών, της Τράπεζας της Ελλάδας, καθώς και των υπόλοιπων εγχώριων ομολογιούχων.

Με βάση το γράφημα, θα έπρεπε να αναλυθεί πώς ακριβώς θα συμπεριφερόταν η Ελλάδα ανά ομάδα δανειστή, ενώ φυσικά οφείλει κανείς να αναφερθεί στην έννοια του επαχθούς χρέους όταν (α) τα δάνεια έχουν μεταφερθεί πλέον σε άλλους πιστωτές, οι οποίοι δεν ευθύνονται για τους αρχικούς και (β) τα χρέη της Ελλάδας δεν ήταν το προϊόν δικτατορικών καθεστώτων.

Εδώ ακούγεται πως απαραίτητη προϋπόθεση για να ακολουθήσει η «νομότυπη» άρνηση του χρέους στο σύνολό του ως επαχθούς είναι η δικαστική κατηγορία για εσχάτη προδοσία όλων όσοι υπέγραψαν τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, κάτι που όμως θα απαιτούσε την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., αφού τέτοιου είδους κατηγορίες δεν επιτρέπονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (η αποχώρηση από την Ε.Ε. είναι απαραίτητη, αφού διαφορετικά δεν μπορεί μια χώρα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα βρισκόταν στη θέση του κατηγορουμένου σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, κάτι που θα ισοδυναμούσε με επανάσταση, αντίστοιχη της ρωσικής του 1918. Ποιος όμως και πώς θα δρομολογούσε αυτή τη «λαϊκή επανάσταση» στην Ελλάδα; Ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα διεξαγόταν δημοψήφισμα, μέσω του οποίου οι Ελληνες θα τοποθετούνταν πλειοψηφικά εναντίον του ευρώ, ποιος θα ήταν αυτός που θα αναλάμβανε τα ηνία, στέλνοντας όλους τους «προδότες», αυτούς δηλαδή που υπέγραψαν τα μνημόνια, στη φυλακή;

Τέλος, όσον αφορά την άποψη σύμφωνα με την οποία τα δημόσια χρέη προέρχονται από τοκογλυφικούς τόκους, δεν ισχύει δυστυχώς μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για όλες τις άλλες, ενώ ιστορικά, για παράδειγμα, όσον αφορά τη Γαλλία, ίσχυε ήδη από την εποχή του Λουδοβίκου XIV. Ειδικότερα, η χώρα πλήρωνε τόκους μεγαλύτερους των εσόδων της, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη λύση του J. Law (έκδοση κρατικών χρημάτων, κεντρική τράπεζα κ.λπ. δημιουργία της «φούσκας» του Μισισιπή). Εάν υποθέσουμε τώρα πως η Ελλάδα θα κατάφερνε τελικά να διαγράψει μονομερώς το δημόσιο χρέος της εξερχόμενη από την Ε.Ε. και επαναστατώντας, πώς θα κάλυπτε στη συνέχεια τα εξωτερικά της ελλείμματα, μέχρις ότου τουλάχιστον ισοσκέλιζε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της; Προφανώς, όχι από τις διεθνείς αγορές, αφού δεν θα τη δάνειζαν πλέον, ενώ φυσικά δεν ισχύει η αναφορά ενός συμπαθούς πολιτικού που τάσσεται υπέρ της δραχμής, σύμφωνα με την οποία η χώρα μας θα έμενε εκτός των αγορών για 5 έως 6 έτη.

Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από την εμπειρία της Αργεντινής, η οποία, ύστερα από 15 χρόνια που πέρασαν από τη χρεοκοπία της, πρόσφατα κατάφερε να δανειστεί, αφού πλήρωσε τους ομολογιούχους αγγλικού δικαίου, οι οποίοι κατέφυγαν δικαστικά εναντίον της, ενώ έχει βυθιστεί ξανά στην κρίση, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού. Η αδυναμία δανεισμού σε συνάλλαγμα βέβαια δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις εισαγωγές, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό μια χώρα με κατεστραμμένο παραγωγικό μηχανισμό, όπως η Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά τα είδη βασικής ανάγκης που δεν διαθέτει, όπως τα φάρμακα, τα ανταλλακτικά και η ενέργεια.

Υπολογίζεται μάλιστα πως οι «ανελαστικές» εισαγωγές, αυτές δηλαδή που είναι απολύτως απαραίτητες, ανέρχονται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, τα οποία φυσικά θα έπρεπε να διαθέτει η χώρα μας σε συναλλαγματικά αποθεματικά, αφού δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα 25 δισ. ευρώ περίπου που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της.

Περαιτέρω, αρκετοί ισχυρίζονται ότι οι επενδύσεις θα γίνουν εφικτές από τα χρήματα που θα εκτυπώνει τότε η Ελλάδα, έχοντας πλέον τη νομισματική της κυριαρχία, η οποία είναι ασφαλώς πολύτιμη, αλλά δεν αποτελεί «μαγικό ραβδί».

Γιατί όμως δεν κάνουν το ίδιο όλες εκείνες οι χώρες που έχουν το δικό τους νόμισμα; Γιατί, αλήθεια, δανείζονται ξένο συνάλλαγμα, εάν ήταν τόσο εύκολο να τυπώνουν δικό τους, να το μοιράζουν στον πληθυσμό, να επενδύουν και να αναπτύσσονται στο διηνεκές; Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές πως οι συνθήκες της οικονομίας σήμερα δεν είναι οι ίδιες με αυτές της μεταπολεμικής εποχής, όπου η ανοικοδόμηση εξασφάλιζε την ανάπτυξη, δρομολογήθηκε το Σχέδιο Marshall, η παγκοσμιοποίηση δεν είχε ακόμη επικρατήσει, ενώ η Ελλάδα ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης, με βάση βέβαια τις τότε ανάγκες των ανθρώπων.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα

Συνεχίζοντας, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα θα είχε επιπτώσεις για τις υπερχρεωμένες -εάν όχι χρεοκοπημένεςτράπεζες, εκτός του ότι οι καταθέσεις (ανύπαρκτες ουσιαστικά σήμερα) θα έπρεπε να μετατραπούν από ευρώ σε δραχμές με την ισοτιμία που θα καθοριζόταν, τουλάχιστον κατά την ανάληψή τους. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι τράπεζες θα έπρεπε να κρατικοποιηθούν, έτσι ώστε στη συνέχεια να ανακεφαλαιωθούν από το Δημόσιο.

Πώς όμως θα κατάφερνε να εθνικοποιήσει κανείς τράπεζες οι οποίες μόλις πουλήθηκαν σε ξένους, ενώ ανήκουν κατά το υπόλοιπο στο ΤΧΣ, που έχει εκχωρηθεί στους δανειστές μέσω του ΤΑΙΠΕΔ; Με τη βίαιη κατάληψή τους; Θα μπορούσε βέβαια να ιδρυθούν καινούργιες από το Δημόσιο, κάτι που όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται, ειδικά όταν υπάρχουν ήδη οι τέσσερις μεγάλες, για τις οποίες το κράτος έχει εγγυηθεί στο παρελθόν με 203 δισ. ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, ξανά σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, η οποία είναι φυσικά λογική,θα έπρεπε να εθνικοποιηθεί επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία το Δημόσιο συμμετέχει μόλις με 6%.Πώς όμως θα δρομολογούταν κάτι τέτοιο, όταν πριν από λίγο χρονικό διάστημα (2013) παρατάθηκε η σύμβασή της ως κεντρικής κατά 20 χρόνια, εάν δεν κάνουμε λάθος;

Εκτός αυτού, δεν θα ακολουθούσε μια κατά μέτωπον σύγκρουση με τους μετόχους της, ορισμένοι από τους οποίους είναι ισχυρότατοι τοκογλύφοι; Επίσης, με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κτήνος, το οποίο προφανώς δεν θα ανεχόταν μια τέτοια ήττα; Τέλος, εμπιστεύεται, αλήθεια, κανείς κάποιο πολιτικό κόμμα της πατρίδας μας, όσον αφορά την άσκηση αυτόνομης νομισματικής πολιτικής; Πόσω μάλλον σε μια χρεοκοπημένη χώρα, η οπ

Η ισοτιμία της νέας δραχμής

Εδώ ο ισχυρισμός είναι ότι μια χώρα με σθεναρή οικονομία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, όσον αφορά την υποτίμηση του νομίσματός της.Εχει όμως η Ελλάδα μια ισχυρή οικονομία;Δεν θα είναι ακόμη πιο αδύναμη, τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα, όταν φύγει από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., έχοντας αρνηθεί να πληρώσει τα χρέη της; Ακόμη και αν τελικά η υποτίμηση διαμορφωνόταν κάτω του 30%, αφού έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δεν θα έφτανε στην αρχή στο 80%-90%, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία;

Ο επόμενος ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η ενδεχόμενη υποτίμηση δεν επηρεάζει καθόλου την οικονομία μιας χώρας, είναι ακόμη πιο προβληματικός,ειδικά όταν χρησιμοποιείται ως παράδειγμα η υποτίμηση της νορβηγικής κορώνας!Μιας χώρας δηλαδή που χαρακτηρίζεται από μια πανίσχυρη παραγωγική μηχανή, έχει μεγάλες εξαγωγές, δική της ενέργεια και πλεονάσματα στο ισοζύγιό της.

Η αιτία είναι το ότι οι εισαγωγές της γίνονται ακόμη πιο ακριβές, οπότε δεν μπορεί να αγοράσει εκείνα τουλάχιστον τα προϊόντα που δεν παράγει, ενώ λογικά θα αργήσει να το επιτύχει (αυτοκίνητα, φάρμακα, καύσιμα κ.λπ.), όπως στο παράδειγμα της Βενεζουέλας, στην οποία,παρά το ότι διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου, τα ράφια των σούπερ μάρκετ άδειασαν, επειδή δεν μπορούσε να εισάγει, ενώ δεν παράγει η ίδια αυτά που της λείπουν. Εκτός αυτού, η υποτίμηση πλήττει σε μεγάλο βαθμό τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, τους ανέργους και τους συνταξιούχους,επειδή τα εισοδήματά τους δεν αυξάνονται όπως αυτά των εργαζομένων, οι οποίοι συνήθως απαιτούν ανάλογες αυξήσεις. Οι αυξήσεις όμως αυτές, τις οποίες σπάνια εμποδίζουν οι κυβερνήσεις, τροφοδοτούν νομοτελειακά το ανοδικό σπιράλ «μισθών τιμών», όπου, όταν αυξάνονται οι μισθοί ακολουθούν οι τιμές των προϊόντων, οπότε η χώρα οδηγείται στον υπερπληθωρισμό.

Βέβαια, εάν με το απλό τύπωμα χρημάτων επιτευχθεί μεγάλη ανάπτυξη, κατά τους ισχυρισμούς, δεν θα μειωθεί γρήγορα η ανεργία;Δεν θα αυξηθούν οι μισθοί και οι τιμές, πόσω μάλλον όταν δεν θα υπάρχει ο ανταγωνισμός των ξένων προϊόντων,ενώ το αρχικό κόστος παραγωγής των αντίστοιχων ελληνικών θα είναι νομοτελειακά ακριβότερο; Πώς θα εμποδιστεί τότε ο πληθωρισμός; Ειδικά εάν χαριστούν όλα τα ιδιωτικά χρέη και δοθεί επιπλέον εισόδημα στον πληθυσμό, όπως αναφέρεται από ορισμένους πολιτικούς;

Οσον αφορά τη «ρυθμιζόμενη ισοτιμία» που επικαλούνται άλλοι, με την έννοια πως η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να την καθορίζει η ίδια, προφανώς δεν έχουν συμπεριλάβει στη σκέψη τους τη «μαύρη αγορά», όπου το νόμισμα ανταλλάσσεται στην πραγματική του αξία, όπως φάνηκε πρόσφατα στην Αίγυπτο, πριν υποτιμηθεί από την κυβέρνησή της, στην Αργεντινή, στη Βενεζουέλα κ.ο.κ. Υπενθυμίζουμε επίσης πως δεν έχει κανένα νόημα ο καθορισμός της σχέσης δραχμή προς ευρώ στο 1:1, όπως κάποτε συνέβη με τη νέα τουρκική λίρα, που σήμερα πλησιάζει στο 1:4.

Η νομοτελειακή υποτίμηση της δραχμής

Σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, από το οποίο εξαρτάται κυρίως η υποτίμηση ή η ανατίμηση ενός νομίσματος, ασφαλώς δεν είναι ισοσκελισμένο (Γράφημα IV), ενώ η υποχώρηση των ελλειμμάτων είναι συγκυριακή,αφού δεν οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών,άρα στα προϊόντα που παράγουμε ανταγωνιστικά, αλλά στη μείωση των εισαγωγών λόγω της ραγδαίας κατάρρευσης των εισοδημάτων από τα μνημόνια.

Συνεχίζοντας, η ισοτιμία ενός νομίσματος δεν εξαρτάται μόνο από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά επίσης από τον πληθωρισμό, όπου σημαντικότερη είναι η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος.Κυρίως όμως από τα συναλλαγματικά αποθέματα μιας χώρας, ως αποτέλεσμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μέσω του οποίου είτε αυξάνονται, οπότε ισχυροποιείται το νόμισμα, είτε μειώνονται, οπότε αδυνατίζει το νόμισμα, ανάλογα εάν το ισοζύγιο είναι πλεονασματικό ή ελλειμματικό. Ορισμένοι βέβαια θεωρούν πως η Ελλάδα θα εξασφάλιζε τα απαιτούμενα συναλλαγματικά έσοδα από τον τουρισμό. Εν τούτοις, όσον αφορά την αύξησή του, οφείλεται κυρίως στα προβλήματα της Τουρκίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης κ.ο.κ., οπότε είναι συγκυριακή, ενώο τουρισμός παραμένει κυκλικός και εντάσεως κεφαλαίου, άρα προβληματικός ως πυλώνας στήριξης μιας οικονομίας. Η ναυτιλία, ως άλλη πηγή συναλλάγματος, δεν βρίσκεται στην καλύτερη εποχή της, προβλέπεται μείωση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης και άρα των μεταφορών, ενώ είναι επίσης κυκλική και εντάσεως κεφαλαίου. Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας μας, τη γεωργία, υστερούμε σημαντικά, πόσω μάλλον όταν θα έπαυαν οι επιδοτήσεις της Ε.Ε., ως επακόλουθο της εξόδου μας.

Η διακυβέρνηση της χώρας

Συνεχίζοντας, ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα από τα παραπάνω προβλήματα, πως όλα μπορούν δηλαδή να λυθούν σωστά. Σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση, έχουμε, αλήθεια, την άποψη ότι υπάρχει κάποιο κόμμα στην Ελλάδα τόσο καλά στελεχωμένο, ικανό και εκπαιδευμένο, ώστε να μπορεί να δρομολογήσει ένα εθνικό νόμισμα υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες;

Από την άλλη πλευρά, πιστεύει κανείς πως θα επέτρεπαν η ΕΚΤ και η Γερμανία την επιτυχία του, γνωρίζοντας πως έτσι θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου στην ευρωζώνη; Είναι η Ελλάδα γεωπολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, σε θέση να προβεί σε τέτοιου είδους ενέργειες, χωρίς να υποστεί σοβαρότατες απώλειες όσον αφορά την εδαφική της ακεραιότητα;Μπορεί να επιβιώσει η χώρα μας εντελώς απομονωμένη από το δυτικό περιβάλλον, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα κατάφερνε να αλλάξει στρατόπεδο, προσχωρώντας ίσως σε αυτό της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, που ίσως διαφοροποιηθεί στο μέλλον, λόγω της «σύμπλευσης» του κ. Πούτιν με τον κ. Τραμπ;

Τέλος, υπάρχει μια σειρά τεχνικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα οι συμβάσεις σε ευρώ, τα νομίσματα που κυκλοφορούν, τα δάνεια κ.ο.κ., τα οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα, ενώ λύνονται πολύ δύσκολα μονομερώς, αφού τότε δεν εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος χρόνος για την ομαλή διευθέτησή τους.

Επίλογος

Γνωρίζουμε ασφαλώς πως η Ελλάδα κινδυνεύει να λεηλατηθεί παραμένοντας εντός της ευρωζώνης, λόγω του τεράστιου δημόσιου χρέους της,το οποίο δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί, ακόμη και αν κατάφερνε με κάποιον μαγικό τρόπο να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης (κάτι μάλλον απίθανο με τα μέτρα που της επιβάλλονται, ειδικά με τον τρόπο που τα εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση, επιμένοντας στην αύξηση των φόρων αντί στη μείωση των δημόσιων δαπανών).

Γνωρίζουμε επίσης πως ο στόχος των δανειστών είναι τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων, αφού έχουν πλέον εξαντληθεί τα εισοδήματά τους, γεγονός που ερμηνεύει τη συσσώρευση των ιδιωτικών χρεών μέσω της επιβολής φόρων, έτσι ώστε κάποια στιγμή να επιδιωχθεί η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του πλούτου της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης, η οποία δεν έχει ακόμη λεηλατηθεί εντελώς.

Εχουμε όμως την άποψη ότι η μοναδική μας ρεαλιστική λύση δεν είναι άλλη από τη στάση (αναστολή) πληρωμών εντός της ευρωζώνης, έτσι ώστε μετά να εισέλθουμε στις διετείς συζητήσεις εξόδου από την Ε.Ε., η οποία είναι προϋπόθεση της εξόδου από την ευρωζώνη, εάν κριθεί απαραίτητο. Εάν γίνει αυτό, τότε θα πρέπει να συμβεί με ελεγχόμενο τρόπο, έτσι ώστε να μην υπάρξουν σοβαρές απώλειες, καθώς και για να εξασφαλισθεί ο χρόνος ομαλής κυκλοφορίας της δραχμής, ο οποίος υπολογίζεται στους οκτώ μήνες.

Παράλληλα, ελπίζουμε πως το αργότερο τότε θα αντιδρούσαν όλες εκείνες οι χώρες οι οποίες καταστρέφονται σταδιακά από τη γερμανική πολιτική, ιδίως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, για τις οποίες η έξοδος από την ευρωζώνη είναι πολύ πιο ανώδυνη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ίσως να δρομολογούταν η επιστροφή όλων μαζί στην προ ευρώ εποχή, ύστερα από μια πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη χρέους, όπου θα επιδιωκόταν από κοινού η διαγραφή εκείνου του μέρους του χρέους το οποίο είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί χωρίς να βυθιστεί ολόκληρη η ήπειρός μας στην ύφεση, στον αποπληθωρισμό και στο χάος. Φυσικά, υπάρχει η εναλλακτική λύση του μονεταρισμού των υπερβαλλόντων χρεών από την ΕΚΤ, με την οποία μάλλον δεν πρόκειται να συμφωνήσει η Γερμανία, όσο και αν θα το επιθυμούσαμε. Ολα αυτά όμως δεν σημαίνουν πως αρνούμαστε τις συζητήσεις που αφορούν τη δραχμή, αρκεί να είναι τεκμηριωμένες, μη ουτοπικές και να στηρίζονται σε πραγματικά παραδείγματα άλλων χωρών που τελικά τα κατάφεραν, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν.

*Ο Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, οικονομικός ερευνητής και αναλυτής - Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ZERO στο τεύχος Ιανουαρίου