Και 20ό πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας;
Άρθρο γνώμης
Πάντως, η Μόσχα δεν ανέκοψε τις εναλλακτικές πηγές συναλλαγών µε Κίνα, Ινδία και Τουρκία π.χ., που «εξισορροπούν» τα προβλήµατα από το ευρωπαϊκό εµπάργκο. Τελικά λειτουργεί;
Κάθε µέρα που περνά, το γεωπολιτικό τοπίο στη Γηραιά Ηπειρο αλλάζει, µε µεγάλο αγκάθι τον πόλεµο στην Ουκρανία. Ο Τραµπ απαιτεί λύση µε παραχώρηση εδαφών στη Ρωσία, πιέζει τον Ζελένσκι και για εκλογές, απαξιώνει την Ευρωπαϊκή Ενωση και τον ρόλο της στη διευθέτηση της κρίσης, µε το νέο δόγµα του Λευκού Οίκου να προτάσσει τις business υπεράνω όλων. Ρωγµές εµφανίζονται και στο µέτωπο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που µέχρι την εκλογή του Τραµπ ήταν κοινό για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Τώρα όµως;
Μέσα σε αυτό το οµιχλώδες τοπίο έχει ενδιαφέρον να εκτιµηθεί τι γίνεται µε τα πακέτα κυρώσεων της Ε.Ε. κατά τη Ρωσίας. Τελικά ποιος είναι ο απολογισµός; Τι πέτυχαν και πού απέτυχαν στην εφαρµογή τους; Αξιζε τον κόπο η όλη προσπάθεια; Σηµειώνουµε ότι µέσα στο τρέχον έτος έχουν εγκριθεί δύο από τις πιο βαριές δέσµες κυρώσεων, τον Μάιο και τον Οκτώβριο του 2025. Σκληρά µέτρα µε «κλειδί» τη δραστική µείωση παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά και επιπτώσεις στο χρηµατοοικονοµικό σύστηµα, στην άµυνα και τη βιοµηχανία, ακόµα και στις συναλλαγές µε κρυπτονοµίσµατα.
Οι εκτιµήσεις για την αποτελεσµατικότητα των κυρώσεων απέχουν όσο η µέρα µε τη νύχτα. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι αν δεν επιβάλλονταν οι σκληροί περιορισµοί, άλλη θα ήταν η ισχύς της Ρωσίας και συνεπώς ακόµα πιο δραµατική εις βάρος της Ουκρανίας η έκβαση της ρωσικής εισβολής. Στον αντίποδα, δεν λείπουν και οι ισχυρισµοί ότι η επιβολή κυρώσεων δεν έκαµψε τα σχέδια της Ρωσίας ούτε ανέκοψε τις εναλλακτικές πηγές συναλλαγών -µε Κίνα, Ινδία και Τουρκία, για παράδειγµα- που της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τα όποια προβλήµατα προκαλεί το ευρωπαϊκό εµπάργκο. Μάλιστα, στον ενεργειακό τοµέα οι κυρώσεις λειτούργησαν σαν µπούµερανγκ για την ευρωπαϊκή οικονοµία, µε το αυξηµένο ενεργειακό κόστος και έναν νέο γύρο εξοπλισµών. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Ψήγµατά της θα πρέπει να αναζητηθούν και στις δύο πλευρές επιχειρηµάτων.
Υπάρχουν συνέπειες στη Ρωσία; Αδιαµφισβήτητα ναι και είναι σοβαρές. Για τρία και πλέον χρόνια ασκείται µια ισχυρή οικονοµική πίεση κατά της Μόσχας, µε πρώτη συνέπεια τη δραµατική µείωση εσόδων από το ενεργειακό «πάρε-δώσε» µε την Ευρώπη. Εκτιµάται ότι µόνο σε δύο χρόνια, 2022 έως 2024, τα έσοδα εµφάνισαν πτώση της τάξης του 80%. Ανάλογα δυσθεώρητα ποσοστά καταγράφονται µε την κατάρρευση το εµπορίου µεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας, ενώ η ρωσική οικονοµία υποφέρει από την έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογία και σε κρίσιµης σηµασίας βιοµηχανικό και αµυντικό εξοπλισµό.
Οµως ο στόχος των κυρώσεων δεν ήταν µόνο η οικονοµική αποµόνωση, αλλά, µέσω αυτής, η αποδυνάµωσή της έτσι ώστε να βρεθεί σε θέση άµυνας ή ακόµα και συνθηκολόγησης για το Ουκρανικό. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και αυτό αποτελεί «βαρόµετρο» για το πόσο αποτελεσµατική είναι, τελικά, η επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα. Γιατί αυτές δεν εµπόδισαν τον Πούτιν να αναζητήσει τρίτες αγορές εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, έστω και σε µειωµένες τιµές. Αν και µε αυξηµένο κόστος, η χρηµατοδότηση του πολέµου στην Ουκρανία συνεχίζεται, χωρίς να έχουµε αλλαγή πολιτικών ή στρατιωτικών δεδοµένων. Η αναζήτηση εναλλακτικών αγορών δίνει διεξόδους από την οικονοµική ασφυξία που επιχειρεί η Ε.Ε. Οι σχέσεις µε την Κίνα και την Ινδία αναπτύσσονται και εν µέρει αναπληρώνουν την οικονοµική δυσπραγία λόγω του εµπάργκο από τη ∆ύση, υποκαθιστώντας µέρος των εισαγωγών ακόµα και σε κρίσιµους τοµείς, συντείνοντας στη σταθεροποίηση του ρουβλίου.
Το ερώτηµα που ανακύπτει είναι: Θα υπάρξει και 20ό πακέτο κυρώσεων από την Ε.Ε.; ∆ύσκολη η απάντηση, καθώς δύο σηµαντικές παράµετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η πρώτη έχει να κάνει µε τη δραµατική αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ. Πλέον όχι µόνο η προσέγγιση µε τη Μόσχα, αλλά και η πίεση προς την Ουκρανία για συµβιβασµό εντείνονται. Ο Ντόναλντ Τραµπ θεωρεί άµεση προτεραιότητα τη λήξη του πολέµου και την ενίσχυση των συναλλαγών µε τη Ρωσία -σε αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από αυτήν που στοχεύει η Ε.Ε. µε τις κυρώσεις, αλλά και την προσπάθεια ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άµυνας. Ενας πιθανός συµβιβασµός θα αλλάξει άρδην τα δεδοµένα για τις προτεραιότητες των Βρυξελλών -ή µήπως όχι;
Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται τόσο µε την πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα που επικρατεί σε όλα τα µήκη και πλάτη της Ε.Ε., αλλά και µε τις διαφορετικές αντιδράσεις των κρατών-µελών, που αποδυναµώνουν τις όποιες αποφάσεις για κυρώσεις. Τα πιο τρανταχτά παραδείγµατα είναι αυτά της Ουγγαρίας υπό τον Βίκτορ Ορµπαν, που επανειληµµένα ασκεί βέτο, καθιστώντας δύσκολη ή αδύνατη την υλοποίηση κυρώσεων. Αλλά και η Σλοβακία υπό τον Ρόµπερτ Φίτσο µπλοκάρει συχνά τα όποια µέτρα. Και οι δύο χώρες έχουν ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα.
Αλλάζουν συνεπώς τα δεδοµένα και «απ’ έξω» και «από µέσα». Το ζήτηµα δεν αφορά µόνο τις κυρώσεις, αλλά τη συνολικότερη στρατηγική της Ε.Ε., µε φόντο την αβεβαιότητα για την επόµενη µέρα. Κι εδώ εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
Μέσα σε αυτό το οµιχλώδες τοπίο έχει ενδιαφέρον να εκτιµηθεί τι γίνεται µε τα πακέτα κυρώσεων της Ε.Ε. κατά τη Ρωσίας. Τελικά ποιος είναι ο απολογισµός; Τι πέτυχαν και πού απέτυχαν στην εφαρµογή τους; Αξιζε τον κόπο η όλη προσπάθεια; Σηµειώνουµε ότι µέσα στο τρέχον έτος έχουν εγκριθεί δύο από τις πιο βαριές δέσµες κυρώσεων, τον Μάιο και τον Οκτώβριο του 2025. Σκληρά µέτρα µε «κλειδί» τη δραστική µείωση παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά και επιπτώσεις στο χρηµατοοικονοµικό σύστηµα, στην άµυνα και τη βιοµηχανία, ακόµα και στις συναλλαγές µε κρυπτονοµίσµατα.
Οι εκτιµήσεις για την αποτελεσµατικότητα των κυρώσεων απέχουν όσο η µέρα µε τη νύχτα. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι αν δεν επιβάλλονταν οι σκληροί περιορισµοί, άλλη θα ήταν η ισχύς της Ρωσίας και συνεπώς ακόµα πιο δραµατική εις βάρος της Ουκρανίας η έκβαση της ρωσικής εισβολής. Στον αντίποδα, δεν λείπουν και οι ισχυρισµοί ότι η επιβολή κυρώσεων δεν έκαµψε τα σχέδια της Ρωσίας ούτε ανέκοψε τις εναλλακτικές πηγές συναλλαγών -µε Κίνα, Ινδία και Τουρκία, για παράδειγµα- που της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τα όποια προβλήµατα προκαλεί το ευρωπαϊκό εµπάργκο. Μάλιστα, στον ενεργειακό τοµέα οι κυρώσεις λειτούργησαν σαν µπούµερανγκ για την ευρωπαϊκή οικονοµία, µε το αυξηµένο ενεργειακό κόστος και έναν νέο γύρο εξοπλισµών. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Ψήγµατά της θα πρέπει να αναζητηθούν και στις δύο πλευρές επιχειρηµάτων.
Υπάρχουν συνέπειες στη Ρωσία; Αδιαµφισβήτητα ναι και είναι σοβαρές. Για τρία και πλέον χρόνια ασκείται µια ισχυρή οικονοµική πίεση κατά της Μόσχας, µε πρώτη συνέπεια τη δραµατική µείωση εσόδων από το ενεργειακό «πάρε-δώσε» µε την Ευρώπη. Εκτιµάται ότι µόνο σε δύο χρόνια, 2022 έως 2024, τα έσοδα εµφάνισαν πτώση της τάξης του 80%. Ανάλογα δυσθεώρητα ποσοστά καταγράφονται µε την κατάρρευση το εµπορίου µεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας, ενώ η ρωσική οικονοµία υποφέρει από την έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογία και σε κρίσιµης σηµασίας βιοµηχανικό και αµυντικό εξοπλισµό.
Οµως ο στόχος των κυρώσεων δεν ήταν µόνο η οικονοµική αποµόνωση, αλλά, µέσω αυτής, η αποδυνάµωσή της έτσι ώστε να βρεθεί σε θέση άµυνας ή ακόµα και συνθηκολόγησης για το Ουκρανικό. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και αυτό αποτελεί «βαρόµετρο» για το πόσο αποτελεσµατική είναι, τελικά, η επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα. Γιατί αυτές δεν εµπόδισαν τον Πούτιν να αναζητήσει τρίτες αγορές εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, έστω και σε µειωµένες τιµές. Αν και µε αυξηµένο κόστος, η χρηµατοδότηση του πολέµου στην Ουκρανία συνεχίζεται, χωρίς να έχουµε αλλαγή πολιτικών ή στρατιωτικών δεδοµένων. Η αναζήτηση εναλλακτικών αγορών δίνει διεξόδους από την οικονοµική ασφυξία που επιχειρεί η Ε.Ε. Οι σχέσεις µε την Κίνα και την Ινδία αναπτύσσονται και εν µέρει αναπληρώνουν την οικονοµική δυσπραγία λόγω του εµπάργκο από τη ∆ύση, υποκαθιστώντας µέρος των εισαγωγών ακόµα και σε κρίσιµους τοµείς, συντείνοντας στη σταθεροποίηση του ρουβλίου.
Το ερώτηµα που ανακύπτει είναι: Θα υπάρξει και 20ό πακέτο κυρώσεων από την Ε.Ε.; ∆ύσκολη η απάντηση, καθώς δύο σηµαντικές παράµετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η πρώτη έχει να κάνει µε τη δραµατική αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ. Πλέον όχι µόνο η προσέγγιση µε τη Μόσχα, αλλά και η πίεση προς την Ουκρανία για συµβιβασµό εντείνονται. Ο Ντόναλντ Τραµπ θεωρεί άµεση προτεραιότητα τη λήξη του πολέµου και την ενίσχυση των συναλλαγών µε τη Ρωσία -σε αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από αυτήν που στοχεύει η Ε.Ε. µε τις κυρώσεις, αλλά και την προσπάθεια ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άµυνας. Ενας πιθανός συµβιβασµός θα αλλάξει άρδην τα δεδοµένα για τις προτεραιότητες των Βρυξελλών -ή µήπως όχι;
Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται τόσο µε την πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα που επικρατεί σε όλα τα µήκη και πλάτη της Ε.Ε., αλλά και µε τις διαφορετικές αντιδράσεις των κρατών-µελών, που αποδυναµώνουν τις όποιες αποφάσεις για κυρώσεις. Τα πιο τρανταχτά παραδείγµατα είναι αυτά της Ουγγαρίας υπό τον Βίκτορ Ορµπαν, που επανειληµµένα ασκεί βέτο, καθιστώντας δύσκολη ή αδύνατη την υλοποίηση κυρώσεων. Αλλά και η Σλοβακία υπό τον Ρόµπερτ Φίτσο µπλοκάρει συχνά τα όποια µέτρα. Και οι δύο χώρες έχουν ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα.
Αλλάζουν συνεπώς τα δεδοµένα και «απ’ έξω» και «από µέσα». Το ζήτηµα δεν αφορά µόνο τις κυρώσεις, αλλά τη συνολικότερη στρατηγική της Ε.Ε., µε φόντο την αβεβαιότητα για την επόµενη µέρα. Κι εδώ εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
En