Ένα προσωπικό σημείωμα φόρος τιμής για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη
Ένα ΑΝΤΙΟ και πολλά ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στον ΗΓΕΤΗ μου
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Είναι στιγμές που δυσκολεύεσαι να τακτοποιήσεις τις λέξεις και να ξεκινήσεις να γράφεις ένα κείμενο, που σχετίζεται με τον θάνατο ενός μεγάλου ΗΓΕΤΗ. Και, είναι ακόμη δυσκολότερο, όταν αυτός ΗΓΕΤΗΣ, υπήρξε για σένα, οδηγός και συμπαραστάτης στα εύκολα και τα δύσκολα της ζωής σου. Μου πήρε τρεις ολόκληρες μέρες για να μπορέσω να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, και ν’ αρχίσω να γράφω το αποχαιρετιστήριο κείμενο για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η συναισθηματική φόρτιση, επικρατούσε κάθε σκέψης. Κάθε φορά που βάζω τον τίτλο, κάνω μια επεξεργασία μέσα μου. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που αδιαφορώ για τα τυχόν σχόλια που θα προκαλούσε ο τίτλος του σημερινού σημειώματος. Άλλωστε, σ’ αυτές τις στιγμές δεν έχουν σημασία, ούτε οι τίτλοι, ούτε οι τυπολατρικοί κανόνες που επιβάλλουν την δημοσιογραφική ισορροπία.
Προκαταβολικά και απευθυνόμενος σε όλους εσάς, τους πιστούς αναγνώστες της στήλης, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι το σημερινό κείμενο αποτελεί τον οφειλόμενο φόρο τιμής, προς τον άνθρωπο που έμμεσα ή άμεσα, μου άνοιξε σχεδόν όλους τους δρόμους που πορεύτηκα μέχρι και σήμερα. Αισθάνομαι την ανάγκη ως άνθρωπος να εκφράσω δημόσια ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, για τα όσα (και πιστέψτε με ήταν πολλά) έκανε για μένα. Είναι εκατοντάδες οι στιγμές της δικιά μου ζωής, που συνδέονται με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Τις ιστορίες στο καφενείο του χωριού μου, την προσωπολατρία του πατέρα μου, τις μαζώξεις στην τοπική στο Καστέλλι, τις περιοδείες στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Παλιόχωρα, τις μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ηράκλειο ή τα συνθήματα γεμάτα σοβινισμό που δέσποζαν στα περβάζια του σχολείου μου, γι’ αυτόν τον μεγάλο Κρητικό. «Φιλελεύθερος λαός, Κρητικός Πρωθυπουργός».
Στα παιδικά μου χρόνια, μεγαλώνοντας στην δυτική πλευρά των Χανίων, ζούσα έντονα τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Το νησί όπως και τώρα, έτσι και τότε, είχε κάνει λάθος πολιτική επιλογή. Ήταν «πράσινο». Οι συντοπίτες μου, είχαν προτιμήσει τις εύκολες υποσχέσεις και τον
λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, από τις μεγάλες αλήθειες και τον πολιτικό ρεαλισμό του συντοπίτη τους, αρχηγού της ελληνικής κεντροδεξιάς. Παρόλα αυτά ο Μητσοτάκης για την Κρήτη και τους Κρητικούς, ήταν κάτι ξεχωριστό. Για τους φίλους του, ήταν πάντα οδηγός και συμπαραστάτης. Είχε μια μοναδική σχέση με τον τόπο μας. Δεν μπορούσε να κρύψει το πάθος του, για τα Χανιά και την Κρήτη. Ήταν σαν έπαιρνε δύναμη, από την δύναμη αυτού του λαού. Όταν δούλευα στον «Κήρυκα», θυμάμαι το καθιερωμένο απογευματινό τηλεφώνα των 18:00, στον Νικηφοράκη. «Στέλιο, τι καιρό κάνει;». Επίσης, θυμάμαι την διαχρονική αγωνία για το αν έβρεξε και το πώς πάει η παραγωγή του λαδιού. Ήταν ένας από εμάς. Κρατούσε τις παραδόσεις, τιμούσε τις κουμπαριές του και ήταν πάντα εκεί που έπρεπε.
Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές είχα αρχίσει να προβληματίζομαι γιατί έβλεπα ότι υπήρχε κόσμος που του ασκούσε σκληρή και άδικη κριτική. Συχνά – πυκνά πήγαινα στον πατέρα μου, και του έλεγα το παράπονό μου. «Μα γιατί βρίζουν τόσο πολύ τον Μητσοτάκη;». Σχεδόν πάντα, μου έδινε την ίδια κοινότυπη απάντηση. «Γιατί είναι ικανός και μεγάλος πολιτικός». Μάλιστα, για να μου αποδείξει του λόγου το αληθές, μου εξιστορούσε, τα όσα είχε πει ο Μητσοτάκης, όταν είχε μείνει εκτός Βουλής, απευθυνόμενος σε μια χούφτα φίλων του, στα Χανιά. «Βοηθήστε να μπω στη Βουλή, κι’ από κει και πέρα ξειάμου (σ.σ. αφήστε το πάνω μου)».
Στο πέρασμα του χρόνου διαπίστωσα ότι ο βασικός λόγος που τον έκανε ΗΓΕΤΗ, πράγματι η πολιτική του ικανότητα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατάφερε να κάνει διακριτή την σχέση των φίλων και των αντιπάλων του. «Ο Μητσοτάκης είχε φανατικούς φίλους και ακόμη πιο φανατικότερους αντιπάλους» μου έλεγε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο μπάρμπα Γιάννης, πρώην κοινοτάρχης του χωριού μου και πιστός οπαδός του Ψηλού.
Τα παιδικά χρόνια είχαν μπόλικες δόσεις Μητσοτακισμού. Άκουγα πολλά, έβλεπα, διάβαζα, ζούσα. Ήταν υπέροχα. Σήμερα, λοιπόν, δεν σας κρύβω ότι ευγνωμονώ τον πατέρα μου, που με ώθησε να παρακολουθήσω και στο πέρασμα του χρόνου να αγαπήσω ένα τόσο
μεγάλο ΗΓΕΤΗ. Θυμάμαι αρκετές στιγμές από την ημέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία της Ν.Δ., μέχρι την ημέρα που ο Αντώνης Σαμαράς, αποφάσισε να τον ανατρέψει. Σ’ αυτό το προσωπικό σημείωμα, δυσκολεύομαι να τις εντάξω. Σήμερα, που γυρνάω τον χρόνο πίσω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι εκείνο που με έκανε να έρθω κοντά σ’ αυτόν τον πολιτικό, ήταν το γεγονός ότι στο πέρασμα του χρόνου, διαπίστωνα όλο και πιο έντονα, ότι ο συγκεκριμένος ΗΓΕΤΗΣ, ηττήθηκε από τον λαό, γιατί αποτόλμησε να πει σκληρές αλήθειες. Αυτές που έλεγε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Αλήθειες που φοβάται, σχεδόν σύνολο του πολιτικού προσωπικού ακόμη και να σκεφτεί.
Επιτρέψτε μου, να επιστρέψω στα δικά μου. Δεν θα αραδιάσω, αν και τον οφείλω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, τις φορές που απευθυνόμενος στον Μητσοτάκη, ΠΑΝΤΑ μα ΠΑΝΤΑ, συναντούσα τον παππού, τον πατέρα, τον συμπαραστάτη στα εύκολα και τα δύσκολα. Με αντιμετώπιζε σαν φίλο και το ένιωθα. Ακόμη και σε περιόδους που με έπιανε η «κρητική τρέλα», με ευγένεια προσπαθούσε να με «επαναφέρει στην τάξη». Στο τέλος κάθε κουβέντας, δεν ξεχνούσε τον πατέρα μου. «Να πεις χαιρετισμούς στον γέρο σου». Ένιωθα ότι χαιρόταν με την χαρά μου. Από την ώρα που έμαθα ότι ΕΦΥΓΕ από τη ζωή, άρχισα να κάνω έναν ιδιότυπο απολογισμό. Και, κατέληξα σ’ ένα συμπέρασμα. Αν στο διάβα της ζωής δεν υπήρχε ο Μητσοτάκης, όλα θα ήταν διαφορετικά για μένα. Μου προσέφερε απλόχερα το διαβατήριο της δημιουργίας, χωρίς ποτέ να μου ζητήσει το οτιδήποτε. Όσες φορές αποτόλμησα να εκστομίσω το αυτονόητο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, με κοιτούσε στα μάτια και σχεδόν αφοπλιστικά μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι «μου χρώσταγε αυτό που μου προσέφερε». Δεν θα ξεχάσω απολύτως ΤΙΠΟΤΑ. Όσα μου προσέφερε θα τα κρατήσω όλα. Από τις όμορφες μέρες στον «Κήρυκα των Χανίων» -και είμαι υπερήφανος που δούλεψα σ’ αυτή την ιστορική εφημερίδα- μέχρι και την τελευταία συνάντηση στο γραφείο της Αραβαντινού. Δεν θα ξεχάσω ότι ήταν πάντα ΠΑΡΩΝ, και στα εύκολα, μα κυρίως στα δύσκολα. Δεν θα ξεχάσω ότι ήσουν δίπλα μου, στις ομορφότερες στιγμές της προσωπική μου ζωής. Και, θα θυμάμαι ότι πριν από τρία καλοκαίρια ήρθε στην αυλή του σπιτιού μου, για να μου ευχηθεί για τα γενέθλια μου.
Αισθάνομαι διπλά και τριπλά τυχερός, που ο δικός μου, ηγέτης, κατάφερε φεύγοντας, ακόμη και οι φανατικότεροι του, να λένε ότι: «αν τον είχαμε ακούσει τον Μητσοτάκη, η Ελλάδα θα είχε γλιτώσει την χρεοκοπία». Είμαι βέβαιος ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει στις λαμπρές σελίδες του, ότι ένας Χανιώτης πολιτικός, σε μια κομβική χρονική συγκυρία για την πατρίδα μας, είχε πει τις μεγαλύτερες αλήθειες, που έχουν ειπωθεί στην μεταπολεμική Ελλάδα. Μέχρι τότε, εγώ αποχαιρετώ τον ΗΓΕΤΗ μου, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή το όραμά του και οι ιδέες του, θα βρουν μιμητές. Α, και κάτι τελευταίο. Πρόεδρε, να μου τραβάς το αυτί αν κάποια στιγμή διαπιστώσεις ότι ξεστρατίζω.
· Το παραπάνω κείμενο φιλοξενήθηκε στην στήλη «Πολιτικός Καφές» της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 02-06-2017 και φιλοξενήθηκε προσφάτως ως επίλογος στο βιβλίο: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Αυτοπροσωπογραφία. Αρχές και θέσεις μιας ανηφορικής πορείας.
Υ.Γ.: Δύο χρόνια μετά το θάνατο του πολιτικού που είπε τις μεγαλύτερες αλήθειες, που πορεύτηκε με ρεαλισμό σε όλη του την διαδρομή, ειλικρινά δεν έχω να προσθέσω ΟΥΤΕ ΛΕΞΗ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΤΑΚΗΣ
Προκαταβολικά και απευθυνόμενος σε όλους εσάς, τους πιστούς αναγνώστες της στήλης, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι το σημερινό κείμενο αποτελεί τον οφειλόμενο φόρο τιμής, προς τον άνθρωπο που έμμεσα ή άμεσα, μου άνοιξε σχεδόν όλους τους δρόμους που πορεύτηκα μέχρι και σήμερα. Αισθάνομαι την ανάγκη ως άνθρωπος να εκφράσω δημόσια ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, για τα όσα (και πιστέψτε με ήταν πολλά) έκανε για μένα. Είναι εκατοντάδες οι στιγμές της δικιά μου ζωής, που συνδέονται με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Τις ιστορίες στο καφενείο του χωριού μου, την προσωπολατρία του πατέρα μου, τις μαζώξεις στην τοπική στο Καστέλλι, τις περιοδείες στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Παλιόχωρα, τις μεγάλες συγκεντρώσεις στο Ηράκλειο ή τα συνθήματα γεμάτα σοβινισμό που δέσποζαν στα περβάζια του σχολείου μου, γι’ αυτόν τον μεγάλο Κρητικό. «Φιλελεύθερος λαός, Κρητικός Πρωθυπουργός».
Στα παιδικά μου χρόνια, μεγαλώνοντας στην δυτική πλευρά των Χανίων, ζούσα έντονα τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Το νησί όπως και τώρα, έτσι και τότε, είχε κάνει λάθος πολιτική επιλογή. Ήταν «πράσινο». Οι συντοπίτες μου, είχαν προτιμήσει τις εύκολες υποσχέσεις και τον
λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, από τις μεγάλες αλήθειες και τον πολιτικό ρεαλισμό του συντοπίτη τους, αρχηγού της ελληνικής κεντροδεξιάς. Παρόλα αυτά ο Μητσοτάκης για την Κρήτη και τους Κρητικούς, ήταν κάτι ξεχωριστό. Για τους φίλους του, ήταν πάντα οδηγός και συμπαραστάτης. Είχε μια μοναδική σχέση με τον τόπο μας. Δεν μπορούσε να κρύψει το πάθος του, για τα Χανιά και την Κρήτη. Ήταν σαν έπαιρνε δύναμη, από την δύναμη αυτού του λαού. Όταν δούλευα στον «Κήρυκα», θυμάμαι το καθιερωμένο απογευματινό τηλεφώνα των 18:00, στον Νικηφοράκη. «Στέλιο, τι καιρό κάνει;». Επίσης, θυμάμαι την διαχρονική αγωνία για το αν έβρεξε και το πώς πάει η παραγωγή του λαδιού. Ήταν ένας από εμάς. Κρατούσε τις παραδόσεις, τιμούσε τις κουμπαριές του και ήταν πάντα εκεί που έπρεπε.
Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές είχα αρχίσει να προβληματίζομαι γιατί έβλεπα ότι υπήρχε κόσμος που του ασκούσε σκληρή και άδικη κριτική. Συχνά – πυκνά πήγαινα στον πατέρα μου, και του έλεγα το παράπονό μου. «Μα γιατί βρίζουν τόσο πολύ τον Μητσοτάκη;». Σχεδόν πάντα, μου έδινε την ίδια κοινότυπη απάντηση. «Γιατί είναι ικανός και μεγάλος πολιτικός». Μάλιστα, για να μου αποδείξει του λόγου το αληθές, μου εξιστορούσε, τα όσα είχε πει ο Μητσοτάκης, όταν είχε μείνει εκτός Βουλής, απευθυνόμενος σε μια χούφτα φίλων του, στα Χανιά. «Βοηθήστε να μπω στη Βουλή, κι’ από κει και πέρα ξειάμου (σ.σ. αφήστε το πάνω μου)».
Στο πέρασμα του χρόνου διαπίστωσα ότι ο βασικός λόγος που τον έκανε ΗΓΕΤΗ, πράγματι η πολιτική του ικανότητα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατάφερε να κάνει διακριτή την σχέση των φίλων και των αντιπάλων του. «Ο Μητσοτάκης είχε φανατικούς φίλους και ακόμη πιο φανατικότερους αντιπάλους» μου έλεγε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο μπάρμπα Γιάννης, πρώην κοινοτάρχης του χωριού μου και πιστός οπαδός του Ψηλού.
Τα παιδικά χρόνια είχαν μπόλικες δόσεις Μητσοτακισμού. Άκουγα πολλά, έβλεπα, διάβαζα, ζούσα. Ήταν υπέροχα. Σήμερα, λοιπόν, δεν σας κρύβω ότι ευγνωμονώ τον πατέρα μου, που με ώθησε να παρακολουθήσω και στο πέρασμα του χρόνου να αγαπήσω ένα τόσο
μεγάλο ΗΓΕΤΗ. Θυμάμαι αρκετές στιγμές από την ημέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία της Ν.Δ., μέχρι την ημέρα που ο Αντώνης Σαμαράς, αποφάσισε να τον ανατρέψει. Σ’ αυτό το προσωπικό σημείωμα, δυσκολεύομαι να τις εντάξω. Σήμερα, που γυρνάω τον χρόνο πίσω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι εκείνο που με έκανε να έρθω κοντά σ’ αυτόν τον πολιτικό, ήταν το γεγονός ότι στο πέρασμα του χρόνου, διαπίστωνα όλο και πιο έντονα, ότι ο συγκεκριμένος ΗΓΕΤΗΣ, ηττήθηκε από τον λαό, γιατί αποτόλμησε να πει σκληρές αλήθειες. Αυτές που έλεγε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Αλήθειες που φοβάται, σχεδόν σύνολο του πολιτικού προσωπικού ακόμη και να σκεφτεί.
Επιτρέψτε μου, να επιστρέψω στα δικά μου. Δεν θα αραδιάσω, αν και τον οφείλω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, τις φορές που απευθυνόμενος στον Μητσοτάκη, ΠΑΝΤΑ μα ΠΑΝΤΑ, συναντούσα τον παππού, τον πατέρα, τον συμπαραστάτη στα εύκολα και τα δύσκολα. Με αντιμετώπιζε σαν φίλο και το ένιωθα. Ακόμη και σε περιόδους που με έπιανε η «κρητική τρέλα», με ευγένεια προσπαθούσε να με «επαναφέρει στην τάξη». Στο τέλος κάθε κουβέντας, δεν ξεχνούσε τον πατέρα μου. «Να πεις χαιρετισμούς στον γέρο σου». Ένιωθα ότι χαιρόταν με την χαρά μου. Από την ώρα που έμαθα ότι ΕΦΥΓΕ από τη ζωή, άρχισα να κάνω έναν ιδιότυπο απολογισμό. Και, κατέληξα σ’ ένα συμπέρασμα. Αν στο διάβα της ζωής δεν υπήρχε ο Μητσοτάκης, όλα θα ήταν διαφορετικά για μένα. Μου προσέφερε απλόχερα το διαβατήριο της δημιουργίας, χωρίς ποτέ να μου ζητήσει το οτιδήποτε. Όσες φορές αποτόλμησα να εκστομίσω το αυτονόητο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, με κοιτούσε στα μάτια και σχεδόν αφοπλιστικά μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι «μου χρώσταγε αυτό που μου προσέφερε». Δεν θα ξεχάσω απολύτως ΤΙΠΟΤΑ. Όσα μου προσέφερε θα τα κρατήσω όλα. Από τις όμορφες μέρες στον «Κήρυκα των Χανίων» -και είμαι υπερήφανος που δούλεψα σ’ αυτή την ιστορική εφημερίδα- μέχρι και την τελευταία συνάντηση στο γραφείο της Αραβαντινού. Δεν θα ξεχάσω ότι ήταν πάντα ΠΑΡΩΝ, και στα εύκολα, μα κυρίως στα δύσκολα. Δεν θα ξεχάσω ότι ήσουν δίπλα μου, στις ομορφότερες στιγμές της προσωπική μου ζωής. Και, θα θυμάμαι ότι πριν από τρία καλοκαίρια ήρθε στην αυλή του σπιτιού μου, για να μου ευχηθεί για τα γενέθλια μου.
Αισθάνομαι διπλά και τριπλά τυχερός, που ο δικός μου, ηγέτης, κατάφερε φεύγοντας, ακόμη και οι φανατικότεροι του, να λένε ότι: «αν τον είχαμε ακούσει τον Μητσοτάκη, η Ελλάδα θα είχε γλιτώσει την χρεοκοπία». Είμαι βέβαιος ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει στις λαμπρές σελίδες του, ότι ένας Χανιώτης πολιτικός, σε μια κομβική χρονική συγκυρία για την πατρίδα μας, είχε πει τις μεγαλύτερες αλήθειες, που έχουν ειπωθεί στην μεταπολεμική Ελλάδα. Μέχρι τότε, εγώ αποχαιρετώ τον ΗΓΕΤΗ μου, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή το όραμά του και οι ιδέες του, θα βρουν μιμητές. Α, και κάτι τελευταίο. Πρόεδρε, να μου τραβάς το αυτί αν κάποια στιγμή διαπιστώσεις ότι ξεστρατίζω.
· Το παραπάνω κείμενο φιλοξενήθηκε στην στήλη «Πολιτικός Καφές» της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 02-06-2017 και φιλοξενήθηκε προσφάτως ως επίλογος στο βιβλίο: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Αυτοπροσωπογραφία. Αρχές και θέσεις μιας ανηφορικής πορείας.
Υ.Γ.: Δύο χρόνια μετά το θάνατο του πολιτικού που είπε τις μεγαλύτερες αλήθειες, που πορεύτηκε με ρεαλισμό σε όλη του την διαδρομή, ειλικρινά δεν έχω να προσθέσω ΟΥΤΕ ΛΕΞΗ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΤΑΚΗΣ