Μία μάνα δημοσιοποιεί το πρόβλημα του παιδιού της και αναζητά -μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- λύση στο πρόβλημά της. Προφανώς, όταν έκανε αυτή την επιλογή, είχε στο μυαλό της δύο πράγματα.  Την αγωνία για το παιδί της και το διαχρονικά ανάλγητο κράτος.

Λίγη ώρα μετά, και αφού έχει δημοσιοποιήσει τη σχετική ανάρτηση, δέχεται τηλεφώνημα από το γραφείο του πρωθυπουργού, ενώ λίγο αργότερα έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει τον ίδιο τον Κυριάκο Μητοστάκη για το πρόβλημά της.

Πιο αργά την ίδια μέρα, ακούει από τον καθηγητή Τσιόδρα ότι υπήρξε λύση στο θέμα της. Ολο αυτό αποτέλεσε είδηση, και μάλιστα δημοφιλή, σε μια Ελλάδα όπου, διαχρονικά, το αυτονόητο δεν είχε θέση στην καθημερινότητά μας.

Η επίλυση προβλημάτων με ένα απλό τηλεφώνημα φάνταζε ως κάτι γιγαντιαίο. Θα έπρεπε να έχεις «μπάρμπα στην Κορώνη» για να βρεις το δίκιο σου και να πάρεις αυτό που δικαιούσαι από την Πολιτεία. Επί χρόνια η αντιπολίτευση ανέπτυσσε μια ρητορική περί ανάλγητου Μητσοτάκη, ο οποίος όταν θα ερχόταν (ποτέ δηλαδή) στην εξουσία θα εκδικούνταν τους αδύναμους και θα έκλεινε μάτια και αυτιά σε όσους δεν θα είχαν την οικονομική δυνατότητα να λύσουν με τις δικές τους δυνάμεις το πρόβλημά τους.

Καλλιεργήθηκε ένας μύθος, που, όπως όλοι οι μύθοι, κατέρρευσε με το «καλημέρα», αφού η πραγματικότητα που βιώνουν οι Ελληνες, από τους πρώτους κιόλας μήνες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι εντελώς διαφορετική. Όχι μόνο βλέπουμε την Πολιτεία πιο κοντά στον πολίτη, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, βλέπουμε και έναν πρωθυπουργό να ασχολείται άμεσα και ενεργά με τα μικρά και απλά θέματα της καθημερινότητας. Και δεν το κάνει για λόγους επικοινωνίας, άλλωστε, όπως φαίνεται, δεν το έχει και μεγάλη ανάγκη, αλλά για λόγους ουσίας.

Ο Μητσοτάκης έχει θέσει ως πρωταρχικό στόχο την αλλαγή συνολικά στην κουλτούρα με την οποία αντιμετώπιζε το κράτος τον πολίτη, ενώ ο ίδιος επιδιώκει -και το έχει πετύχει- να οικοδομήσει μια σχέση αμεσότητας και εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Μίλησε και εξακολουθεί να μιλάει με τη γλώσσα της αλήθειας, αδιαφορώντας για το όποιο πολιτικό κόστος, που αποτέλεσε τροχοπέδη για τις αναγκαίες αλλαγές στη λειτουργία και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.

Ο Κυριάκος είναι ένας πρωθυπουργός που επέλεξε ν’ ακούει και να συνομιλεί με τους πολίτες. Έχει αναπτύξει μια ξεχωριστή -και για πολλούς ιδιότυπη- σχέση με την πλειονότητα των πολιτών. Αν και αποφεύγει τα ανώφελα χαριεντίσματα με τον κόσμο, κρατώντας την απόσταση που οφείλει να κρατά ένας ηγέτης από τον λαό, έχει καταφέρει να αναπτύξει μια μοναδική σχέση με τον κόσμο, που είναι αλήθεια πως επί πολλά χρόνια είχε εθιστεί στα ψέματα και στις μεγαλοστομίες. Ο Μητσοτάκης, όταν αξιολογεί ότι πρέπει να το κάνει (και το κάνει συχνά), σηκώνει ο ίδιος το τηλέφωνο για να δώσει λύση σε κάποιο πρόβλημα. Αυτό έκανε και με τη μάνα που διεκδικούσε το αυτονόητο για τον αυτιστικό γιο της.

Ο πρωθυπουργός βλέπει την κρίση και ως μια ευκαιρία για να λειτουργήσουν δομές που δεν λειτουργούσαν και για να υπάρξει επιτέλους ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός του κράτους. Και τις ελάχιστες αυτές μέρες φαίνεται ότι καταφέρνει πολλά, που θα φανούν την επομένη της κρίσης, όταν και πάλι θ’ ανοίξουν τα ρολά.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μητσοτάκης, με τη δράση και τη συμπεριφορά του, έρχεται να καταρρίψει και την προπαγάνδα όσων μιλούσαν για ένα «νεοφιλελεύθερο τέρας» που, εφόσον «έπαιρνε» την εξουσία, θα εκδικούνταν τους πολλούς προς όφελος των λίγων. Για άλλη μια φορά, όμως, υποτίμησαν τον Κυριάκο, παραβλέποντας ότι, εκτός από τις ηγετικές ικανότητες που διαθέτει, έχει τη δυνατότητα να συνομιλεί (και μάλιστα χρόνια τώρα) χωρίς μεσάζοντες με την κοινωνία.

Αυτό που απογοητεύει όσους θα ήθελαν να μιλάει μέσω αυτών με τις μανάδες και τους πατεράδες που αγωνιούν και διεκδικούν το αυτονόητο από την πολιτεία