Οι φόβοι που υπάρχουν στην Αθήνα για κλιμάκωση της επιθετικής συμπεριφοράς του Ερντογάν στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τις εκλογές της 24ης Ιουνίου στη γειτονική χώρα είναι δικαιολογημένοι.

Σε πρώτη ανάγνωση, η κλιμάκωση των εντάσεων με την Ελλάδα περικλείει τη δυναμική να χαρίσει στον Τούρκο πρόεδρο εκλογικά ποσοστά. Στην ένταση με την Ελλάδα προσβλέπει άλλωστε και ο βασικός πολιτικός του σύμμαχος Ντεβλέτ Μπαχτσελί ως ακραίος εθνικιστής και αρχηγός των Γκρίζων Λύκων.

Θα πρέπει να κατανοήσουμε ωστόσο, ότι η Ελλάδα δεν είναι το κυρίαρχο θέμα των τουρκικών εκλογών, είναι όμως ένα χρήσιμο και αποτελεσματικό «εργαλείο» που συσπειρώνει το εκλογικό σώμα, ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στο κλίμα του εθνικιστικού παροξυσμού που διέρχεται η τουρκική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.

Οι δύο βασικοί λόγοι που οδήγησαν πρόωρα στις κάλπες τη γειτονική χώρα είναι η κατάσταση της  Οικονομίας και οι εξελίξεις στο Κουρδικό. Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης οι εκτιμήσεις για την τουρκική οικονομία είναι δυσοίωνες, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας και την επιδείνωση των σχέσεων της χώρας με τους πολιτικούς εταίρους της. Όσον αφορά το Κουρδικό,  ο Ερντογάν θεωρεί επίσης κατάλληλη τη συγκυρία για εκλογές, αφού τη δεδομένη στιγμή έχει πίσω του το κύμα από την επιτυχή στρατιωτική εισβολή στο Αφρίν, ενώ αντιθέτως το προσεχές διάστημα θα πρέπει να ασχοληθεί με τις σαφώς δυσκολότερες περιπτώσεις του Μαμπίτς, των ελεγχόμενων από τους Κούρδους εδαφών ανατολικά του Ευφράτη στη Συρία και της παρουσίας  του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ.

Εξάλλου, οι εκλογές που κανονικά επρόκειτο να γίνουν τον Νοέμβριο του 2019 έπρεπε να μεταφερθούν -για σειρά λόγων που δεν είναι της παρούσης- σε ημερομηνία προγενέστερη τον τοπικών εκλογών τον προσεχή Μάρτιο.

Κι όλα αυτά, την ώρα που η τουρκική κοινωνία βιώνει έναν πρωτόγνωρο για την ίδια εθνικό διχασμό, ανάλογο ίσως με εκείνο που ζήσαμε στη χώρα μας τη δεκαετία του ‘40, λίγο πριν ξεσπάσει ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο Ερντογάν είναι «πολιτικό κτήνος» που έχει πολιτική αντίληψη των πραγμάτων και επιθυμεί να επιβιώσει πολιτικά, λογικά θα μπορούσαμε να προβλέψουμε με σχετική ασφάλεια ότι δεν θα διακινδύνευε μέχρι τις εκλογές ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, το οποίο  θα του δημιουργούσε ένα σοβαρό πρόβλημα διαχείρισης σε ένα θέμα που δεν είναι και το βασικό  διακύβευμα των εκλογών. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα επιδιώξει να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την ένταση με την Αθήνα, με κλιμάκωση -μέχρι εσχάτων- της επιθετικής ρητορικής του, πάντα όμως με ελεγχόμενο τρόπο. Κι αυτό είναι κάτι που μάλλον θα πρέπει να αναμένουμε.

Ο συλλογισμός όμως αυτός δεν μπορεί να δημιουργεί εφησυχασμό στην Αθήνα, γιατί κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε ένα «κτήνος» (έστω και πολιτικό) για το πώς θα συμπεριφερθεί.