Ο νέος Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης που ετοιμάζεται να τεθεί προς ψήφιση δεν συνιστά μια ουσιαστική μεταρρύθμιση για την ενίσχυση της τοπικής εξουσίας. Αντίθετα, πρόκειται για μια θεσμική παρέμβαση που, πίσω από τον μανδύα του «εκσυγχρονισμού», εισάγει έναν νέο, πιο ασφυκτικό συγκεντρωτικό έλεγχο. Οι αλλαγές στον τρόπο εκλογής και λειτουργίας δήμων και περιφερειών δεν ενδυναμώνουν την Αυτοδιοίκηση, αλλά τη μετατρέπουν σε πιο εύκολα ελεγχόμενο μηχανισμό, υποβαθμίζοντας τον ρόλο της ως αυτόνομου θεσμικού πυλώνα της Δημοκρατίας.

Κομβικό στοιχείο αυτής της αλλαγής είναι η κατάργηση του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Η εκλογή Δημάρχου ή Περιφερειάρχη από την πρώτη Κυριακή με ποσοστό μόλις 42% αλλοιώνει την έννοια της λαϊκής νομιμοποίησης. Σε συνδυασμό με την εισαγωγή της λεγόμενης «εναλλακτικής ψήφου» ή «ψήφου δεύτερης επιλογής», η εκλογική διαδικασία καθίσταται θολή και πολιτικά προβληματική. Ο πολίτης καλείται να δηλώσει εκ των προτέρων μια δεύτερη προτίμηση, χωρίς να γνωρίζει τα πραγματικά σενάρια συνεργασιών ή τις πολιτικές συγκλίσεις που, υπό κανονικές συνθήκες, διαμορφώνονται μετά τον πρώτο γύρο. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που ευνοεί τους ισχυρούς συνδυασμούς, περιορίζει τον δημόσιο διάλογο και δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για παρασκηνιακές συμφωνίες, σε βάρος της διαφάνειας και της ουσιαστικής επιλογής.

Παράλληλα, η πρόβλεψη για ηλεκτρονική ψηφοφορία μέσω ειδικής πλατφόρμας, παρά τις διακηρύξεις περί διευκόλυνσης της συμμετοχής, ανοίγει σοβαρά ζητήματα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης. Η μετάβαση σε ψηφιακές διαδικασίες απαιτεί απολύτως διασφαλισμένα συστήματα, θεσμικές εγγυήσεις και χρόνο για να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο, ιδιαίτερα όταν η ελληνική εμπειρία σε κρίσιμα ζητήματα ψηφιακής ασφάλειας δεν εμπνέει βεβαιότητα. Όσο πιο περίπλοκη και λιγότερο κατανοητή γίνεται η εκλογική διαδικασία, τόσο ευκολότερα μετατρέπεται από μέσο συμμετοχής σε εργαλείο ελέγχου.

Το πραγματικό διακύβευμα, ωστόσο, δεν βρίσκεται μόνο στο εκλογικό σύστημα. Βρίσκεται στον έλεγχο της διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαχειρίζεται σήμερα δισεκατομμύρια ευρώ μέσα από έργα, προμήθειες, αναθέσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα. Όσο αποδυναμώνεται η πολιτική λογοδοσία και η θεσμική αυτονομία των δήμων, τόσο ευκολότερα συγκεντρώνεται ο έλεγχος των πόρων σε κλειστά κέντρα αποφάσεων, μακριά από τη δημόσια διαφάνεια και τον κοινωνικό έλεγχο. Δήμαρχοι με μειωμένη λαϊκή νομιμοποίηση και δήμοι χωρίς οικονομική αυτοτέλεια δεν αποτελούν εγγύηση χρηστής διαχείρισης· αποτελούν το ιδανικό περιβάλλον για αδιαφανείς αποφάσεις και περιορισμένη λογοδοσία.

Την ίδια στιγμή, ο νέος Κώδικας δεν παρέχει καμία ουσιαστική εγγύηση για την οικονομική αυτοτέλεια των δήμων και των περιφερειών. Οι αρμοδιότητες επεκτείνονται ή αναδιαρθρώνονται χωρίς να συνοδεύονται από τους αναγκαίους πόρους. Η Αυτοδιοίκηση καλείται να αναλάβει περισσότερες ευθύνες, παραμένοντας όμως οικονομικά εξαρτημένη από την κεντρική εξουσία. Πρόκειται για τη βαθύτερη μορφή υπονόμευσης της αυτονομίας της: δήμοι με ευθύνη, αλλά χωρίς πραγματική δυνατότητα άσκησης πολιτικής.

Δεν είναι τυχαία και η χρονική συγκυρία της κυβερνητικής πρωτοβουλίας. Η προώθηση αυτής της «μεταρρύθμισης» έρχεται ως πολιτικό αντανακλαστικό μετά τις τελευταίες αυτοδιοικητικές και περιφερειακές εκλογές, οι οποίες απέδειξαν ότι οι πολίτες μπορούν να επιλέγουν διαφορετικές φωνές και μορφές τοπικής διοίκησης, πέρα από τη γραμμή του Μαξίμου. Η πολυφωνία και η αυτοδιοικητική ανεξαρτησία φαίνεται να ενόχλησαν. Και η απάντηση είναι η επιβολή νέων ορίων και θεσμικών φραγμών.

Συνολικά, ο νέος Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν ενδυναμώνει τη δημοκρατική λειτουργία των δήμων. Την περιορίζει. Δεν εκσυγχρονίζει τη Δημοκρατία· τη μετατρέπει σε αλισβερίσι και την εκλογική διαδικασία σε ακόμη ένα γρανάζι ελέγχου της εξουσίας πάνω στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αντί να αποτελεί χώρο ελευθερίας, συμμετοχής και διαφάνειας, κινδυνεύει να καταλήξει ένας διοικητικός βραχίονας χωρίς ουσιαστική αυτοτέλεια.


* Ο Γιάννης Σμέρος είναι Χημικός Μηχανικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην τοπική αυτοδιοίκηση και τ. Περιφερειακός Σύμβουλος Ανατολικής Αττικής