H αντίδραση της Τουρκίας στη σειρά του Mega «Famagusta», η οποία αναφέρεται στην περίοδο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αποτελεί ένα μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση. Όχι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά σε κάθε κυβέρνηση της Ελλάδας.

Η όντως επιτυχημένη σειρά, που πλέον θα είναι προσβάσιμη και από την πλατφόρμα του Netflix, δείχνει με ρεαλιστικό και συνάμα ανθρώπινο τρόπο τις βαρβαρότητες των Τούρκων στην Κύπρο. Το γεγονός ότι οι βαρβαρότητες αυτές θα αποτελέσουν κοινό «θέαμα» στην παγκόσμια κοινότητα, μέσω της διεθνούς πλατφόρμας, είναι αυτό που ενόχλησε την Τουρκία.

Ο μέσος πολίτης του 2024, που πιθανότατα δεν είχε καν γεννηθεί το 1974 και δεν είχε τον χρόνο ή την περιέργεια να ασχοληθεί ποτέ με το τι συνέβη στην Κύπρο κατά την επιχείρηση «Αττίλας», έχει τη δυνατότητα, καθισμένος στο σαλονάκι του σπιτιού του, να γίνει… κοινωνός της βαρβαρότητας που βίωσαν οι Κύπριοι. Παράλληλα, θα δημιουργηθεί, παγκοσμίως, θετικό κλίμα προς τη νόμιμη κυβέρνηση της Λευκωσίας και, αντιστοίχως, αρνητικό προς την Άγκυρα. Και αυτό, σε μια εποχή που το Κυπριακό έρχεται ξανά στην επικαιρότητα με στόχο την εξεύρεση μιας μόνιμης και βιώσιμης λύσης.

Ο αντιπρόεδρος του κόμματος του Ερντογάν και υπουργός Πολιτισμού, Ομέρ Τσελίκ, δεν έκρυψε την αγανάκτησή του επιμένοντας και πάλι ότι ο «Αττίλας» ήταν μια «ειρηνευτική επιχείρηση» και ότι η σειρά στοχοποιεί τον «ηρωικό Τούρκο στρατιώτη». Δηλαδή, τον στρατιώτη που, όπως αποκαλύπτει η σειρά, θανάτωνε και βίαζε άμαχα γυναικόπαιδα διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου.

Αλήθεια, ο κ. Τσελίκ και η τουρκική κυβέρνηση γνωρίζουν πολλές «ειρηνευτικές επιχειρήσεις» με εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες αγνοούμενους; Οι ισχυρισμοί του δεν αντέχουν στην κοινή λογική και το ξέρει. Ξέρει, όμως, επίσης, τη δύναμη της τηλεόρασης και της μυθοπλασίας, όπως παρουσιάζεται σε μια σειρά η οποία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Τη δύναμη αυτή της εικόνας που μπαίνει μέσα στο σπίτι κάθε πολίτη, είτε μέσω της τηλεόρασης είτε μέσω του κινηματογράφου, είναι προφανές ότι δεν την εκτίμησε και δεν την αξιοποίησε ποτέ η Ελλάδα. Αν το είχε πράξει, θα είχε διαλύσει τον μύθο των Σκοπιανών, θα είχε αναδείξει τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική μυθολογία στην πραγματική τους διάσταση, και όχι σε επίπεδο ανταγωνισμού Ηρακλή - Ζήνας (!!!), και το ελληνικό πνεύμα θα είχε μπει σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά της Γης. Γιατί, επί παραδείγματι, να μην έχουν οπτικοποιηθεί οι μύθοι του Αισώπου, που τόσα διδάγματα έχουν για τους νέους; Γιατί έπρεπε να περιμένουμε τους Αμερικανούς να γυρίσουν σε ταινία τους «300»; Γιατί έπρεπε να έχουμε υποστεί τόσες αποτυχημένες απόπειρες οπτικοποίησης της ζωής της μεγαλύτερης μετά τον Χριστό ιστορικής προσωπικότητας, του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Γιατί να μην υπάρχει οπτικοποιημένο το δράμα της πτώσης της Πόλης ή της σφαγής στη Σμύρνη; Ή πιστεύετε ότι θα ξέραμε, οι νεότεροι, τι έγινε στο Ρούπελ ή με τον Παπαφλέσσα, αν δεν υπήρχε ο Τζέιμς Πάρις και οι ταινίες του, που η ελληνική τηλεόραση τις προβάλλει ξανά και ξανά σε κάθε εθνική επέτειο; Πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε κληρονομήσει το μεγαλύτερο όπλο από τους προγόνους μας.

Μέσα από την Ιστορία, τη μυθολογία, τις παραδόσεις μας, είτε από την αρχαία ελληνική περίοδο είτε από τη βυζαντινή και τη νεότερη εποχή, έχουμε πολλά να δώσουμε στον παγκόσμιο πολιτισμό. Θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν εκατοντάδες σίριαλ και κινηματογραφικές ταινίες.

Ας πάρουμε παράδειγμα τις μοναχικές προσπάθειες του Γιάννη Σμαραγδή και του Ανδρέα Γεωργίου και ως πολιτεία ας ενισχύσουμε αυτές τις προσπάθειες. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας δείχνουν πόσο μεγάλη αξία έχει στη σύγχρονη κοινωνία το όπλο της εικόνας στη διαμόρφωση της διεθνούς κοινής γνώμης. Είναι κρίμα αυτό το όπλο να το αφήνουμε αναξιοποίητο.


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»