Από την περασμένη Πέμπτη που διάβασα για τις ειρωνείες των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την πρόσκληση εκπροσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής για τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευσης και τις ρυθμίσεις για τις οργανικές θέσεις των κληρικών και αυτές για την νομική αποκατάσταση των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, προσπαθώ να καταλάβω τους λόγους πίσω από τις ειρωνείες.

Ο ένας έκανε, με σαφή ειρωνική διάθεση, λόγο για συλλείτουργο αντί επιτροπής, ο άλλος για υπερεκπροσώπηση της Εκκλησίας, βουλευτές να γελάνε όταν βουλευτής είπε να κάνει κι εκείνη τον σταυρό με εμφανή διάθεση –κακού- χιούμορ.

Είναι τελικά τόσο αστείο και άξιο ειρωνείας το γεγονός ότι αναθεωρείται και εκσυγχρονίζεται μία πολιτική που ισχύει εδώ και 77 χρόνια χωρίς να έχει προσαρμοστεί ούτε στις πραγματικές ανάγκες ούτε στο σήμερα. Να υπάρχουν κρατικοί λειτουργοί, γιατί ως κρατικοί λειτουργοί λογίζονται οι κληρικοί, ζουν σε αβεβαιότητα για θέματα συνταξιοδοτικά, εργασιακά και ασφαλιστικά από τη στιγμή που μισθοδοτούνται με μόνιμη σχέση εργασίας χωρίς να έχουν οργανικές θέσεις.

Να υπάρχει ανισότητα μεταξύ των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος από τη μία και από την άλλη της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων των Δωδεκανήσων που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο; Στην ελληνική επικράτεια άλλωστε ισχύουν διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα. Η Εκκλησία της Ελλάδος, το Άγιον Όρος, το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης, με τη μορφή ημιαυτόνομης Εκκλησίας που διαθέτει τη δική της επαρχιακή σύνοδο, υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και της Δωδεκανήσου, με τη μορφή Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, καθώς και οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, οι οποίες έχουν δοθεί, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, «επιτροπικώς» προς διοίκηση στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Είναι αστείο ότι για πρώτη φορά ρυθμίζεται η δυνατότητα της Εκκλησίας να προσλαμβάνει κληρικούς που θα πληρώνει η ίδια και καθίσταται σαφές ότι αυτή η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου «δεν γεννά καμία έννομη σχέση εξαρτημένης εργασίας ή υποχρέωση ή ευθύνη του Δημοσίου και υπόχρεες για την καταβολή των αποδοχών τους είναι αποκλειστικά οι Ιερές Μητροπόλεις εξ ιδίων πόρων»;

Βρίσκουν άραγε άξιο ειρωνείας το γεγονός ότι για πρώτη φορά εισάγεται ένα σύστημα διοικητικών κυρώσεων για τους κληρικούς που κατέχουν οργανική θέση και στους οποίους ασκείται ποινική δίωξη για κακουργήματα ή για συγκεκριμένα αδικήματα που περιγράφονται στο νόμο ή καταδικάζονται αμετάκλητα γι’ αυτά. Στην πρώτη περίπτωση περικόπτεται κατά 50% ο μισθός τους μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, ενώ στην δεύτερη περίπτωση διακόπτεται οριστικά η μισθοδοσία τους;

Τελικά είναι άξιο ειρωνείας ότι οι άνθρωποι τους οποίους αφορά το νομοσχέδιο, άνθρωποι με οικογένειες και ανησυχίες όπως όλοι, κλήθηκαν στη Βουλή για να πουν τη θέση τους; Όπως είχαν κληθεί και άλλες κοινωνικές ομάδες για τις οποίες είχαν αναληφθεί νομοθετικές πρωτοβουλίες.

Τελικά ήταν άξια ειρωνείας, «αστείων» και γέλιου η πρόσκληση ιερέων στη Βουλή;

Πόσο προοδευτικό είναι;

Η απάντηση -για εμένα τουλάχιστον- είναι αυτονόητη.

Τα κίνητρα όμως;