Παραφράζω για το παρόν κείμενο τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Γάλλου στοχαστή Louis Althousser (Τhe future lasts forever) με σκοπό να περιγράψω την πραγματικότητα για την ζωή των κατοίκων αυτής της χώρας που λέγεται Ελλάδα. Γράφω αυτές τις γραμμές διότι μετά την «έξοδο» απο τα μνημόνια φρονώ ότι το μέλλον στην Ελλάδα θα «διαρκεί» πλέον για πάντα. Συνεχώς θα μετατοπίζεται προς τα πίσω και συνεχώς θα «έρχεται» στο σήμερα. Με πρόσχημα την μελλοντική ισορροπία μεγεθών, με πρόσχημα την μόνιμη πειθαρχία ορθολογικής διαχείρισης στο Δημόσιο, το Τώρα και το Αύριο θα γίνουν ένα. Και όλοι εμείς θα αναρωτιόμαστε: πώς θα περάσουν τα χρόνια μέχρι το 2022, το 2032 και το 2060; Πιθανολογώ, όπως πέρασαν απο το 2010 μέχρι σήμερα: με έθισμό του καθενός στον αγώνα για οριακή επιβίωση σε αυτή την χώρα.

Επειδή όμως δεν ξέρω αν θα ζώ μέχρι το 2060, φίλε αναγνώστη, έχω απο τώρα την απορία αν και τότε θα βγάλουμε πλεόνασμα 2,2% ετησίως, αφού μετά το 2022 με κάποιο μαγικό αλγοριθμικό τρόπο οι εταίροι και δανειστές μας ανακοίνωσαν ότι πρέπει να πετυχαίνουμε τέτοια νούμερα μέχρι το 2060! Καλοπροαίρετα σκεπτόμενος, δεν θα ακολουθήσω την πεπατημένη πολλών αναλυτών που μιλάνε για μόνιμη λιτότητα, για νέο μνημόνιο με αυστηρή εποπτεία, για νέα ταλαιπωρία μακρόχρονη.Θα κάνω μια υπόθεση εργασίας που θα αναφέρεται σε μή αριθμητικά δεδομένα.

Έστω λοιπόν ότι μέχρι το 2022 γράφουμε πλεονάσματα άνω του 3,5% ετησίως. Και έστω ότι αναπτυσσόμαστε άνω του 2,5% ετησίως. Αφού λοιπόν μας έκαναν 10ετή διευκόλυνση, τότε στους τριμηνιαίους ελέγχους των Θεσμών που σύντομα θα ξεκινήσουν, θα υπάρχει ένα μόνιμο συγκριτικό επίπεδο απόδοσης (benchmarking) των μεγεθών μας. Τι εννοώ; Θα φανεί πότε οι αποκλίσεις απο τους στόχους ανάπτυξης-πλεονασμάτων μπορούν να ανακόψουν την μακροχρόνια τάση μεγέθυνσης.

Πιο απλά: αν κάθε τρείς μήνες δεν πετυχαίνουμε τα νούμερα που δομούν τα ετησιοποιημένα προσδοκώμενα μεγέθη, τότε η μακροχρόνια τάση πάει περίπατο. Αυτό το πρόβλημα υποθέτω ότι θα το έχουν παραμετροποιήσει στα οικονομετρικά τους μοντέλα τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου μας. Αν όχι, μάλλον θα έχουμε πρόβλημα. Πρέπει, με λίγα λόγια, να μετράμε την σκιά μας κάθε τρίμηνο, πάντα υπο την τροχιά μιας μεσομακροπρόθεσμης τάσης μεγέθυνσης της οικονομίας. Μην με ρωτάτε αν το σενάριο με τις προβλέψεις θα είναι ακριβές. Κανένα σενάριο δεν εμπεριέχει την απόλυτη ακρίβεια. Οφείλουμε απλά να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες σημαντικών αποκλίσεων.

Πάμε όμως στα θεωρητικά αποτυπώματα αυτής της μακράς περιόδου στοχοπροσήλωσης της ελληνικής οικονομίας. Πώς προέκυψε το 2022 (τελευταίο έτος υψηλών πλεονασμάτων), το 2032 (έτος επανεξέτασης βιωσιμότητας του χρέους) και το 2060; Η απάντηση μοιάζει αλλά δεν είναι απλή: πρόκειται για χρονιές ωρίμανσης των χρεών, πάσης φύσεως, μετά και τις επιμηκύνσεις (PSI 2012 και τωρινές).

Όμως, πώς μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι μέχρι αυτές τις χρονιές θα κινούμαστε ομαλά πάνω στον βραχυχρόνιο δρόμο προσαρμογής αλλά ταυτόχρονα πάνω και στην μακροχρόνια τάση; Εδώ, φίλε αναγνώστη, η απάντηση είναι καθαρά ιδεολογικοπολιτικής φύσεως. Για τον σύγχρονο δημοσιονομικό και μονεταριστικό δόγμα της ΕΕ και του ΔΝΤ, η διάσταση μεταξύ βραχυπρόθεσμου-μεσοπρόθεσμου-μακροπρόθεσμου, πρέπει να ομογενοποιηθεί, να αποκτήσει μια ενιαία καμπύλη ομοιομορφίας, μια τροχιά ταυτόσημη και χειροπιαστή.

Γίνονται όμως αυτά στις σύγχρονες οικονομίες των μηδενικών επιτοκίων που φλερτάρουν με αποπληθωρισμό και συνεχή μειωμένη ζήτηση λόγω πτωτικού διαθέσιμου εισοδήματος; Πάλι η απάντηση προυποθέτει ιδεολογικό πλαίσιο: γίνονται, αρκεί να προσαρμόζονται συνεχώς (εσωτερική υποτίμηση δηλαδή) οι οικονομίες! Με λίγα λόγια: αν η πραγματικότητα δεν μπορεί να απεικονίσει τα μεγέθη, που είναι ρήτρες προσαρμογής στις επιταγές συμμόρφωσης,τότε θα αλλάζουμε την πραγματικότητα! Δηλαδή θα προσαρμόζουμε την κοινωνία στο ιδεατό επίπεδο της Οικονομίας όπως το ορίζει το manual της νέας οικονομικής πολιτικής που χαράζει το Βερολίνο και εκτελούν οι κυβερνήσεις σαν τις δικές μας.

Πρέπει πάση θυσία να εφαρμόζεται η «επικρατούσα» πολιτική. Για αυτό φίλε αναγνώστη θα σου ξαναθυμίσω την πρώτη παράγραφο: Το μέλλον στην Ελλάδα θα διαρκεί πλέον για πάντα. Συνεχώς θα μετατοπίζεται προς τα πίσω και συνεχώς θα «έρχεται» στο σήμερα. Με πρόσχημα την μελλοντική ισορροπία μεγεθών, με πρόσχημα την μόνιμη πειθαρχία διαχείρισης στο Δημόσιο, το τώρα και το αύριο θα γίνουν ένα. Και όλοι εμείς θα αναρωτιόμαστε: πώς θα περάσουν τα χρόνια μέχρι το 2022, το 2032 και το 2060;

Πιθανολογώ, όπως απο το 2010 μέχρι σήμερα: με εθισμό του κάθε πολίτη στον αγώνα για οριακή επιβίωση σε αυτή την χώρα...