Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία υπάρχουν αρκετά πετυχηµένα «rebranding». Επαναλανσάρισµα δηλαδή ενός κόµµατος ή ενός πολιτικού µε νέο «περιτύλιγµα», αλλά και διαφορετικό περιεχόµενο. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ίσως αυτή των Νέων Εργατικών στη Μ. Βρετανία που, υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ και µε το ιδεολογικό περίβληµα του Τρίτου ∆ρόµου, µετακίνησαν αποφασιστικά το κόµµα προς το κέντρο, το µπόλιασαν µε νέες, σύγχρονες ιδέες και προτάσεις και κέρδισαν το 1997 τις εκλογές για πρώτη φορά ύστερα από 23 ολόκληρα χρόνια. Πιο πρόσφατο παράδειγµα η Τζόρτζια Μελόνι, µε ενεργό δράση στη νεολαία νεοφασιστικού κόµµατος στα νιάτα της και ανάλογη πολιτική πορεία στη συνέχεια, προκάλεσε ρίγη ανησυχίας στην Ευρώπη µε την εκλογή της στην πρωθυπουργία της Ιταλίας το 2022. Η προσέγγισή της µε τις Βρυξέλλες, η υποστήριξη που παρείχε στην Ουκρανία και άλλες πολιτικές επιλογές της και συµπεριφορές την έκαναν γρήγορα αποδεκτή ουσιαστικά από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσµα ως µια «παραδοσιακή», θα µπορούσε κανείς να πει, ∆εξιά πολιτικό. 

Ο Αλέξης Τσίπρας έχτισε µέσα σε δύο δεκαετίες, του ’90 και του ’00, το προφίλ του πολιτικού της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ως µαθητής µε τη συµµετοχή στις καταλήψεις, ως φοιτητής µε τις πορείες και τις διαδηλώσεις και τις οµιλίες στα αµφιθέατρα, ως νέος µε τη συµµετοχή του στη Γένοβα το 2001 και τη γνωστή «Αντισύνοδο», ως νεαρός πολιτικός µε την «Ανοιχτή Πόλη» στην Αθήνα και ως ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ µε την πρωτοπορία στον λεγόµενο αντιμνηµονιακό αγώνα. Αν δεν ήταν οι ιδιαίτερες και πρωτοφανείς συνθήκες που δηµιούργησαν οι πολιτικές λιτότητας οι οποίες υλοποιήθηκαν µε βάση τα δύο πρώτα µνηµόνια, πιθανότατα δεν θα είχε φτάσει ποτέ στην εξουσία. Με τα «αν» βέβαια, δεν γράφεται ιστορία.

Ύστερα από 25 χρόνια λοιπόν πολιτικής σταδιοδροµίας -άγουρης στην αρχή, ώριµης στη συνέχειαστη ριζοσπαστική Αριστερά, ο κ. Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός της χώρας, σε µια δύσκολη και κρίσιµη καµπή της ιστορίας της. Στο τέλος Ιανουαρίου του 2015, παρουσιάστηκε µπροστά του η πρώτη µεγάλη ευκαιρία για rebranding: Μια απόπειρα για σχηµατισµό κυβέρνησης συνεργασίας, είτε µε το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου ή µε το Ποτάµι του Σταύρου Θεοδωράκη είτε και µε τα δύο κόµµατα αυτά, στη βάση µιας σκληρής µεν, διαλλακτικής δε, διαπραγµάτευσης µε τους δανειστές της χώρας η οποία θα µπορούσε να οδηγήσει πιο γρήγορα σε ένα πιο ήπιο µνηµόνιο από εκείνο που υπεγράφη τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.

Κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε επιλογή τότε για τον κ. Τσίπρα, που επεδίωκε τη σύγκρουση διαρκείας µε τους δανειστές, ευελπιστώντας ότι, είτε θα υποχωρήσουν στο τέλος είτε ότι θα εµφανιστεί κάποιος από µηχανής θεός υπό τη µορφή της Κίνας ή της Ρωσίας.

Η δεύτερη µεγάλη ευκαιρία για rebranding παρουσιάστηκε τον Σεπτέµβριο του 2015, όταν οι πολίτες µε την ψήφο τους έδωσαν εκ νέου την πρωτιά στον ΣΥΡΙΖΑ, που στο ενδιάµεσο είχε χάσει πολλούς από τους σκληροπυρηνικούς εκπροσώπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς και µπορούσε πιο εύκολα να επιχειρήσει πολιτικά ανοίγµατα. Και τότε υπήρχε η δυνατότητα προσέγγισης µε το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηµατά ή µε το Ποτάµι του Σταύρου Θεοδωράκη για τη διερεύνηση σχηµατισµού µιας κεντροαριστερής κυβέρνησης. Ωστόσο και πάλι επελέγη ο υπερδεξιός, συντηρητικός εταίρος, στο πρόσωπο του Πάνου Καµµένου και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Ακολουθήθηκε δε, στη συνέχεια µια κάπως µεµψίµοιρη στρατηγική του τύπου «αναγκάζοµαι να ψηφίζω και να υλοποιώ τα µέτρα του τρίτου µνηµονίου υπό την πίεση των δανειστών», που είναι καλή για ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αλλά όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την οικοδόµηση προφίλ ισχυρού ηγέτη. 

Και κάπως έτσι φτάνουµε στην τρίτη και τελευταία µεγάλη ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για rebranding, µετά τις εκλογές του 2019, όταν και βρέθηκε στη θέση του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Ο Πάνος Καµµένος ήταν πλέον εκτός κάδρου, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάννης Βαρουφάκης είχαν δηµιουργήσει τρία µικρά κόµµατα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ είχε τετραπλάσιο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ, µε 32% έναντι 8%. Ο κ. Τσίπρας µπορούσε κάλλιστα να επιχειρήσει να δηµιουργήσει ένα νέο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, να φτιάξει ένα κόµµα της σύγχρονης κεντροαριστεράς, µε φρέσκιες ιδέες και καινούργια πρόσωπα. Είχε µάλιστα τέσσερα ολόκληρα χρόνια µπροστά του. ∆εν το έπραξε. Συνέχισε µε τα ίδια στελέχη, την ίδια στρατηγική, µε το βλέµµα σταθερά στραµµένο στο παρελθόν όπου αναζητούσε δικαίωση για τα κυβερνητικά του πεπραγµένα και όχι στο µέλλον, που ενδιέφερε τον περισσότερο κόσµο. Τρεις ευκαιρίες παρουσιάστηκαν και τρεις ευκαιρίες χάθηκαν. Η τέταρτη δεν υπάρχει, επιδιώκει να τη δηµιουργήσει ο ίδιος. Προτάσσοντας την αναθεώρηση της ιστορίας του Ιουλίου του 2015, που συνιστά ακόµα ένα βαρύ τραύµα στο συλλογικό υποσυνείδητο και δείχνοντας µια άνευ λόγου βιασύνη, είναι αµφίβολο αν θα το καταφέρει.