Τι συζητάµε -µεταξύ άλλων φυσικά- φέτος το καλοκαίρι; Για τον λεγόµενο υπερτουρισµό. Ας µην προσπαθήσουµε να τον ορίσουµε, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει µια κοινά αποδεκτή µέτρηση πάνω από την οποία µπαίνει η πρόθεση «υπέρ» πριν από τη λέξη «τουρισµός». Ούτε ένας σκέτος αριθµός τουριστών, για παράδειγµα, ούτε ένα νούµερο αναλογικά µε την έκταση ή µε τον πληθυσµό µιας χώρας.

Ας δούµε, όµως, τι γίνεται στις γειτονικές ή στις κοντινές µας χώρες. Στη Βενετία, για παράδειγµα, ένα µικρό υποσύνολο της συνολικής επικράτειας της Ιταλίας, σε µια πανέµορφη λιµνοθάλασσα της Αδριατικής. ∆έχεται περίπου 30.000.000 επισκέπτες κάθε χρόνο, µε όσους έρχονται για ηµερήσια εκδροµή και µόνο να πληρώνουν πλέον εισιτήριο των 10 ευρώ για να εισέλθουν.

Στη Βαρκελώνη, τη δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη της Ισπανίας, πριν από το ξέσπασµα της πανδηµίας του κορωνοϊού, ο ετήσιος αριθµός των επισκεπτών που διανυκτέρευαν τουλάχιστον για ένα βράδυ είχε ξεπεράσει τα 16.000.000 – τώρα έχει υποχωρήσει κοντά στα 15 εκατοµµύρια. Τα Κανάρια Νησιά, στον Ατλαντικό Ωκεανό, µε αθροιστικό πληθυσµό περίπου τον µισό της Αττικής, δέχθηκαν πέρυσι σχεδόν 18.000.000 τουρίστες! Αυτά λοιπόν τα πραγµατικά φαινόµενα υπερτουρισµού παρατηρούνται σε ορισµένες, ενδεικτικά αναφερόµενες και µόνο, πόλεις και περιοχές της ευρύτερης «γειτονιάς» µας. Στην Ελλάδα, σε µια ολόκληρη χώρα δηλαδή, ο αριθµός των τουριστών ξεπέρασε για πρώτη φορά πέρυσι τα 40.000.000 και ενδέχεται φέτος να αυξηθεί έτι περαιτέρω.

Ο κόσµος αυτός «απλώνεται» στην Αθήνα -η οποία πράγµατι έχει συνοικίες που έχουν επιβαρυνθεί υπέρµετρα ή έχει αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας τους- στη Θεσσαλονίκη, σε µεγάλο µέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και συνολικά σε 115 νησιά που διαθέτουν λιµάνια και φέρνει έτσι τους επισκέπτες η ακτοπλοΐα µας. Αν η πρωτεύουσα πλέον έχει καταφέρει να κερδίσει ένα στοίχηµα δεκαετιών και να έχει τουρισµό δώδεκα µήνες τον χρόνο, στα νησιά και στους παραθαλάσσιους ηπειρωτικούς προορισµούς δεν ισχύει το ίδιο. Ο περιβόητος υπερτουρισµός, που φέρνει πολυκοσµία στις παραλίες, µεγάλη κίνηση στους δρόµους, δυσκολία εξυπηρέτησης στα καταστήµατα εστίασης, κ.λπ., φέτος παρατηρήθηκε ουσιαστικά για τρεις εβδοµάδες: Από την Κυριακή, 3 Αυγούστου, µέχρι και προχθές, Κυριακή, 24 Αυγούστου. Από τους δώδεκα µήνες του χρόνου, στην καλύτερη των περιπτώσεων ο ένας είχε φαινόµενα µαζικής εισροής τουριστών, του τύπου που δοκιµάζει τα όρια των αντοχών στις δηµόσιες και ιδιωτικές υποδοµές του συγκεκριµένου προορισµού.

Η αµφισβήτηση της παραδοχής αυτής είναι εύκολη. Όποιος αναγνώστης επιθυµεί, µπορεί να καλέσει οποιονδήποτε φίλο ή γνωστό ή συγγενή του σε οποιοδήποτε νησί ή άλλο παραθεριστικό προορισµό και να τον ρωτήσει αν τους υπόλοιπους έντεκα µήνες του χρόνου παρατηρείται έστω και για λίγες ηµέρες το φαινόµενο του υπερτουρισµού. Είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν θα λάβει διαφορετική απάντηση. Εξάλλου, τα φαινόµενα εν προκειµένω δεν απατούν. Στη Βενετία, στη Μαγιόρκα, στις Βαλεαρίδες Νήσους και αλλού, εκείνοι που καταγγέλλουν τις υπέρµετρες τουριστικές ροές, οργανώνουν διαδηλώσεις διαµαρτυρίας ή προβαίνουν ακόµα και σε ακτιβιστικές ενέργειες είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι, που ζουν το δικό τους µαρτύριο της σταγόνας, µε τον ήχο του νερού που πέφτει να έχει αντικατασταθεί από τον διαρκή ήχο από τα ροδάκια της βαλίτσας κάθε τουρίστα στην πόλη τους.

Στα 115 ελληνικά νησιά µε λιµάνι, στις ατελείωτες ακτογραµµές της ηπειρωτικής Ελλάδας, κανείς δεν βγήκε στις παραλίες να διώξει τους ξένους, ούτε ζήτησε να πληρώνουν εισιτήριο εισόδου για την έλευσή τους. Το αντίθετο µάλιστα: Αναζητούν τρόπους προσέλκυσης περισσότερων αλλοδαπών και φυσικά και εγχώριων επισκεπτών (και ει δυνατόν µε µεγαλύτερη αγοραστική δύναµη), απλά όχι µέσα σε αυτές τις τρεις εβδοµάδες του Αυγούστου, αλλά µε τέτοιον τρόπο ώστε να δηµιουργήσουν σε βάθος χρόνου µια θερινή τουριστική περίοδο που θα διαρκεί από το Πάσχα µέχρι τον Οκτώβριο.

Όλα αυτά δεν σηµαίνουν βέβαια ότι κάποια δηµοφιλή νησιά δεν αντιµετωπίζουν πρόβληµα σε βασικές υποδοµές, όπως είναι η υδροδότηση, η αποκοµιδή σκουπιδιών, η παροχή υπηρεσιών υγείας, κ.ά. Ούτε ότι συγκεκριµένες γειτονιές της Αθήνας δεν έχουν σοβαρό πρόβληµα, µεταξύ άλλων, εύρεσης στέγης. Αυτά είναι πολύ σηµαντικά ζητήµατα που χρήζουν άµεσης και αποτελεσµατικής αντιµετώπισης.

Σηµαίνει απλά ότι αρκετό µελάνι χύθηκε µάλλον για τον υπερτουρισµό στην Ελλάδα και ίσως αξίζει να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος και σκέψη στο πώς το τουριστικό προϊόν που προσφέρουµε θα βελτιωθεί, θα γίνει πιο ποιοτικό, βιώσιµο και ελκυστικό δώδεκα µήνες τον χρόνο, παρά στο να κυνηγάµε ανεµόµυλους.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή