Μηδέν για την αντιπολίτευση ή ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι
Άρθρο γνώμης
Το πρώτο 48ωρο µετά τις εξαγγελίες της ∆ΕΘ, αναπαράγονται τα γνωστά συνθήµατα και τσιτάτα από τα κόµµατα. Είτε δεν έχουν την επάρκεια, τους κατάλληλους συνεργάτες είτε απλώς τη διάθεση για εις βάθος ανάλυση

Αν κάτι θεωρητικά θα έπρεπε να είχαµε µάθει από την επώδυνη και βαθιά τραυµατική «περιπέτεια» των µνηµονίων θα ήταν να µετράµε. Μέχρι το 2009, η χώρα δεν γνώριζε πόσους ακριβώς δηµοσίους υπαλλήλους είχε και τους υπολόγιζε στο περίπου. ∆εν µπορούσε να βάλει κάτω τους αριθµούς και να φτιάξει µια πλήρη αναλογιστική µελέτη για κύριες και επικουρικές συντάξεις µε χρονικό ορίζοντα δεκαετιών. ∆εν ήξερε καλά-καλά πώς να µετράει σωστά το δηµοσιονοµικό της έλλειµµα.
Το κόστος που πληρώσαµε γι’ αυτό -και φυσικά για πλείστα όσα ακόµα προβλήµατα δηµοσιονοµικά, διαρθρωτικά, πολιτικάήταν βαρύ, κράτησε µία ολόκληρη δεκαετία και τα τραύµατα θα αργήσουν πολλά χρόνια ακόµα να επουλωθούν πλήρως. Πήραµε όµως τα µαθήµατα που έπρεπε; Αντλήσαµε τα κατάλληλα διδάγµατα; Στη ∆ιεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης έχει δηµιουργηθεί µια παράδοση λίγων δεκαετιών που θέλει τον εκάστοτε πρωθυπουργό να παρουσιάζει από εκεί, στις αρχές Σεπτεµβρίου, ένα «πακέτο» παροχών, µεταξύ άλλων µε αυξήσεις µισθών ή/και συντάξεων, µειώσεις φόρων και διεύρυνση επιδοµάτων. Μια παράδοση, βέβαια, στην οποία έχουν ουσιαστικά εγκλωβιστεί όλες οι κυβερνήσεις, καθώς ανεξάρτητα του µακροπρόθεσµου σχεδιασµού τους και του οικονοµικού κύκλου, πρέπει να βρουν κάτι γενναιόδωρο να ανακοινώσουν στη ∆ΕΘ. Στις ΗΠΑ, για παράδειγµα, βρίσκουµε µια αντιστοιχία στο State of the Union (οµιλία για την κατάσταση της Ένωσης), που εκφωνεί ο πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών στην αρχή κάθε έτους και παρουσιάζει συνολικά το όραµα και τη στρατηγική του, το νοµοθετικό έργο που σχεδιάζει, τους στόχους που θέτει, κ.λπ.
Ετήσιο «ραντεβού» µε εξαγγελίες παροχών, πλην της φθινοπωρινής συζήτησης στα Κοινοβούλια για τον Προϋπολογισµό του επόµενου έτους, δύσκολα θα συναντήσουµε σε κάποιο άλλο προηγµένο κράτος. Ας επιστρέψουµε, όµως, στο µέτρηµα. Το οικονοµικό επιτελείο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού ξεκίνησε αυτή την άσκηση, όπως πληροφορούµαστε, από τα τέλη Απριλίου και έφτασε στους τελικούς αριθµούς στα τέλη Αυγούστου, τέσσερις µήνες µετά δηλαδή. Υπολόγισε ότι από το πλεόνασµα του Προϋπολογισµού «περισσεύει» 1,6 δισ. ευρώ, τσέκαρε ότι όλα είναι σύµφωνα µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκανε την πολιτική επιλογή να επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη µείωση της φορολογίας εισοδήµατος και δη στους εργαζόµενους µε παιδιά. Κάποιες παρεµβάσεις ακόµα εξαγγέλθηκαν, όπως οι στοχευµένες γεωγραφικά µειώσεις του ΕΝΦΙΑ (η στόχευση εδώ πιθανώς έχει κάποιες αστοχίες µε µειώσεις στις αποκαλούµενες «πλούσιες» περιοχές κάποιων νησιών) και του ΦΠΑ, αλλά η βασική φιλοσοφία του «πακέτου» της φετινής ∆ΕΘ ήταν ότι κατά βάση δεν πρόκειται για πακέτο: Αφορά ως επί το πλείστον την οριζόντια µείωση των άµεσων φόρων και την έµµεση έτσι ενίσχυση του εισοδήµατος όλων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων – άλλων περισσότερο και άλλων λιγότερο.
Τι θα περίµενε κανείς από την αντιπολίτευση; Πρώτον, κάθε κόµµα -στο µέτρο των δικών του δυνατοτήτων- να έχει µια οµάδα µε έµπειρους στα οικονοµικά, στη φορολογία, στο ασφαλιστικό, κ.λπ. και φυσικά µε πολιτικά στελέχη που να διαµορφώνουν τον κορµό της οικονοµικής φιλοσοφίας του κόµµατος. Με τη βοήθεια αυτής της οµάδας, θα παρουσίαζε µια αντιπρόταση µε τρόπο έτσι ώστε να υπάρχουν σαφείς και καθαρές απαντήσεις σε συγκεκριµένα ερωτήµατα: Έπρεπε ο Προϋπολογισµός να έχει πλεόνασµα που ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ ή µήπως έπρεπε προκαταβολικά να είχαν γίνει ελαφρύνσεις ώστε να µην έχουν πληρώσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυτά τα χρήµατα στο κράτος; Μήπως, πάλι, έπρεπε να έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα χρήµατα -και πόσα- µε αυξηµένη φορολόγηση σε συγκεκριµένους κλάδους ή εισοδήµατα; Σε κάθε περίπτωση, τα όποια χρήµατα ήταν πλεονάζοντα στον Προϋπολογισµό, πρέπει να δοθούν µε τον τρόπο που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός το Σάββατο το βράδυ στο Βελλίδειο ή πρέπει να αξιοποιηθούν για άλλους σκοπούς και ποιους ακριβώς; Όλα αυτά µελετηµένα, κοστολογηµένα, συγκροτηµένα. Αυτό θα ήταν βέβαια πέρα από ένας ζωντανός και ζωηρός πολιτικός διάλογος, πάνω σε στέρεες βάσεις, και µία απόδειξη ότι το πολιτικό σύστηµα έπαθε και έµαθε.
Ότι συνειδητοποίησε πως επί χρόνια, πριν από την κρίση χρέους, φώναζε ότι οι τάδε αυξήσεις ή οι δείνα παροχές ισοδυναµούν µε ένα κουλούρι την ηµέρα, χωρίς να γνωρίζει πόσο κοστίζει το αλεύρι για να γίνει το κουλούρι, από πού το προµηθευόµαστε και τι αποθέµατα στην πραγµατικότητα έχουµε. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Το πολιτικό προσωπικό στο σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης είτε δεν έχει την επάρκεια να κατανοήσει αυτό που κάποτε ονοµάζαµε πολιτική οικονοµία είτε δεν διαθέτει τους κατάλληλους συνεργάτες είτε απλώς δεν έχει τη διάθεση για εις βάθος ανάλυση. Το πρώτο 48ωρο µετά τις εξαγγελίες της ∆ΕΘ, αναπαράγονται τα γνωστά συνθήµατα και τσιτάτα ότι αυτές δεν είναι επαρκείς, πως η «χ» κοινωνική οµάδα και ο «ψ» επαγγελµατικός κλάδος δεν ικανοποιήθηκαν, ότι µια σειρά από αιτήµατα φορέων δεν έγιναν δεκτά κ.λπ. Πόσο κοστίζει το καθένα από αυτά, πού θα βρεθούν οι πόροι, ποια αιτήµατα και ανάγκες πρέπει να προτεραιοποιηθούν και γιατί – τίποτα, µ ηδέν ή για να το πούµε πιο σχηµατικά, ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Το κόστος που πληρώσαµε γι’ αυτό -και φυσικά για πλείστα όσα ακόµα προβλήµατα δηµοσιονοµικά, διαρθρωτικά, πολιτικάήταν βαρύ, κράτησε µία ολόκληρη δεκαετία και τα τραύµατα θα αργήσουν πολλά χρόνια ακόµα να επουλωθούν πλήρως. Πήραµε όµως τα µαθήµατα που έπρεπε; Αντλήσαµε τα κατάλληλα διδάγµατα; Στη ∆ιεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης έχει δηµιουργηθεί µια παράδοση λίγων δεκαετιών που θέλει τον εκάστοτε πρωθυπουργό να παρουσιάζει από εκεί, στις αρχές Σεπτεµβρίου, ένα «πακέτο» παροχών, µεταξύ άλλων µε αυξήσεις µισθών ή/και συντάξεων, µειώσεις φόρων και διεύρυνση επιδοµάτων. Μια παράδοση, βέβαια, στην οποία έχουν ουσιαστικά εγκλωβιστεί όλες οι κυβερνήσεις, καθώς ανεξάρτητα του µακροπρόθεσµου σχεδιασµού τους και του οικονοµικού κύκλου, πρέπει να βρουν κάτι γενναιόδωρο να ανακοινώσουν στη ∆ΕΘ. Στις ΗΠΑ, για παράδειγµα, βρίσκουµε µια αντιστοιχία στο State of the Union (οµιλία για την κατάσταση της Ένωσης), που εκφωνεί ο πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών στην αρχή κάθε έτους και παρουσιάζει συνολικά το όραµα και τη στρατηγική του, το νοµοθετικό έργο που σχεδιάζει, τους στόχους που θέτει, κ.λπ.
Ετήσιο «ραντεβού» µε εξαγγελίες παροχών, πλην της φθινοπωρινής συζήτησης στα Κοινοβούλια για τον Προϋπολογισµό του επόµενου έτους, δύσκολα θα συναντήσουµε σε κάποιο άλλο προηγµένο κράτος. Ας επιστρέψουµε, όµως, στο µέτρηµα. Το οικονοµικό επιτελείο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού ξεκίνησε αυτή την άσκηση, όπως πληροφορούµαστε, από τα τέλη Απριλίου και έφτασε στους τελικούς αριθµούς στα τέλη Αυγούστου, τέσσερις µήνες µετά δηλαδή. Υπολόγισε ότι από το πλεόνασµα του Προϋπολογισµού «περισσεύει» 1,6 δισ. ευρώ, τσέκαρε ότι όλα είναι σύµφωνα µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκανε την πολιτική επιλογή να επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη µείωση της φορολογίας εισοδήµατος και δη στους εργαζόµενους µε παιδιά. Κάποιες παρεµβάσεις ακόµα εξαγγέλθηκαν, όπως οι στοχευµένες γεωγραφικά µειώσεις του ΕΝΦΙΑ (η στόχευση εδώ πιθανώς έχει κάποιες αστοχίες µε µειώσεις στις αποκαλούµενες «πλούσιες» περιοχές κάποιων νησιών) και του ΦΠΑ, αλλά η βασική φιλοσοφία του «πακέτου» της φετινής ∆ΕΘ ήταν ότι κατά βάση δεν πρόκειται για πακέτο: Αφορά ως επί το πλείστον την οριζόντια µείωση των άµεσων φόρων και την έµµεση έτσι ενίσχυση του εισοδήµατος όλων των εργαζοµένων και των συνταξιούχων – άλλων περισσότερο και άλλων λιγότερο.
Τι θα περίµενε κανείς από την αντιπολίτευση; Πρώτον, κάθε κόµµα -στο µέτρο των δικών του δυνατοτήτων- να έχει µια οµάδα µε έµπειρους στα οικονοµικά, στη φορολογία, στο ασφαλιστικό, κ.λπ. και φυσικά µε πολιτικά στελέχη που να διαµορφώνουν τον κορµό της οικονοµικής φιλοσοφίας του κόµµατος. Με τη βοήθεια αυτής της οµάδας, θα παρουσίαζε µια αντιπρόταση µε τρόπο έτσι ώστε να υπάρχουν σαφείς και καθαρές απαντήσεις σε συγκεκριµένα ερωτήµατα: Έπρεπε ο Προϋπολογισµός να έχει πλεόνασµα που ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ ή µήπως έπρεπε προκαταβολικά να είχαν γίνει ελαφρύνσεις ώστε να µην έχουν πληρώσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυτά τα χρήµατα στο κράτος; Μήπως, πάλι, έπρεπε να έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα χρήµατα -και πόσα- µε αυξηµένη φορολόγηση σε συγκεκριµένους κλάδους ή εισοδήµατα; Σε κάθε περίπτωση, τα όποια χρήµατα ήταν πλεονάζοντα στον Προϋπολογισµό, πρέπει να δοθούν µε τον τρόπο που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός το Σάββατο το βράδυ στο Βελλίδειο ή πρέπει να αξιοποιηθούν για άλλους σκοπούς και ποιους ακριβώς; Όλα αυτά µελετηµένα, κοστολογηµένα, συγκροτηµένα. Αυτό θα ήταν βέβαια πέρα από ένας ζωντανός και ζωηρός πολιτικός διάλογος, πάνω σε στέρεες βάσεις, και µία απόδειξη ότι το πολιτικό σύστηµα έπαθε και έµαθε.
Ότι συνειδητοποίησε πως επί χρόνια, πριν από την κρίση χρέους, φώναζε ότι οι τάδε αυξήσεις ή οι δείνα παροχές ισοδυναµούν µε ένα κουλούρι την ηµέρα, χωρίς να γνωρίζει πόσο κοστίζει το αλεύρι για να γίνει το κουλούρι, από πού το προµηθευόµαστε και τι αποθέµατα στην πραγµατικότητα έχουµε. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Το πολιτικό προσωπικό στο σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης είτε δεν έχει την επάρκεια να κατανοήσει αυτό που κάποτε ονοµάζαµε πολιτική οικονοµία είτε δεν διαθέτει τους κατάλληλους συνεργάτες είτε απλώς δεν έχει τη διάθεση για εις βάθος ανάλυση. Το πρώτο 48ωρο µετά τις εξαγγελίες της ∆ΕΘ, αναπαράγονται τα γνωστά συνθήµατα και τσιτάτα ότι αυτές δεν είναι επαρκείς, πως η «χ» κοινωνική οµάδα και ο «ψ» επαγγελµατικός κλάδος δεν ικανοποιήθηκαν, ότι µια σειρά από αιτήµατα φορέων δεν έγιναν δεκτά κ.λπ. Πόσο κοστίζει το καθένα από αυτά, πού θα βρεθούν οι πόροι, ποια αιτήµατα και ανάγκες πρέπει να προτεραιοποιηθούν και γιατί – τίποτα, µ ηδέν ή για να το πούµε πιο σχηµατικά, ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή