Συγγραφέας χωρίς όραµα ο Αλέξης
Άρθρο γνώμης
Ζωηρή, αλλά σύντοµη η δηµόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο, καθώς αφορά το παρελθόν. Αυτό που ενδιαφέρει στο εξής είναι το µέλλον
Η συζήτηση για την «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα άνοιξε, µεγάλωσε, πλάτυνε και µετά σιγά σιγά έκλεισε. Μέσα στην πρώτη εβδοµάδα από την κυκλοφορία του βιβλίου µίλησαν όλοι. Κυρίως οι τότε κορυφαίοι υπουργοί και στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΑΝΕΛ και µετέπειτα αρχηγοί κοµµάτων που προήλθαν από διαδοχικές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Διαβάστε: Αλέξης Τσίπρας: Η "Ιθάκη" ως καταλύτης εξελίξεων στην Κεντροαριστερά
Ο Γιάνης Βαρουφάκης (ΜέΡΑ25), η Ζωή Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας), ο Παναγιώτης Λαφαζάνης (ΛΑΕ), ο Στέφανος Κασσελάκης (Κίνηµα ∆ηµοκρατίας, ο µόνος που δεν ήταν τότε στον ΣΥΡΙΖΑ), ο Αλέξης Χαρίτσης (Νέα Αριστερά). Πλην του τελευταίου, οι τέσσερις υπόλοιποι δεν δείχνουν καµία διάθεση να εγκαταλείψουν τα κόµµατά τους και να συνταχθούν µε την όποια πολιτική κίνηση δηµιουργήσει τελικά ο κ. Τσίπρας, κάτι που δείχνει ότι το 2026 θα είναι µια χρονιά σκληρής µάχης και ανταγωνισµού στον χώρο της Αριστεράς, µε απρόβλεπτο προς το παρόν αποτέλεσµα. Αµφισβήτηση για τα γραφόµενα στο βιβλίο δεν υπήρξε, πέραν του διαλόγου µε την αείµνηστη Φώφη Γεννηµατά τον οποίο διέψευσαν τόσοι πολλοί και τόσο κοντινοί της άνθρωποι, που είναι µάλλον απίθανο να έγινε όπως τον περιγράφει ο κ. Τσίπρας.
Πέραν κάποιων αποκαλυπτικών διαλόγων -ιδίως αυτών στο Κρεµλίνο- και ορισµένων άλλων άγνωστων στιγµών, το βιβλίο είναι η αλήθεια πως -παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει- δεν προσφέρει πολλά καινούργια στοιχεία στον ιστορικό του µέλλοντος για την περίοδο της ελληνικής κρίσης χρέους. Όχι πολλά περισσότερα τουλάχιστον από όσα έχουν ήδη γραφτεί αθροιστικά στα βιβλία «Ελευθερία» (Άνγκελα Μέρκελ), «Η τελευταία µπλόφα» (Β. ∆ενδρινού και Ε. Βαρβιτσιώτη), «Ενήλικες στο ∆ωµάτιο» (Γιάνης Βαρουφάκης).
Ίσως βέβαια αν συνέγραφαν τα δικά τους αποµνηµονεύµατα οι Κώστας Καραµανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Λουκάς Παπαδήµος και Αντώνης Σαµαράς, το παζλ να ήταν πιο πλήρες και θα υπήρχε έτσι µια πιο σαφής και ολοκληρωµένη εικόνα για τη δεκαετία που συντάραξε τη χώρα µας -αλλά και ουσιαστικά ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ωστόσο, όλη η ζωηρή δηµόσια συζήτηση που έγινε γύρω από το βιβλίο την τελευταία εβδοµάδα αφορά το παρελθόν. Και έσβησε σταδιακά, επειδή ακριβώς τα γεγονότα που περιγράφει είναι πρόσφατα, οι µνήµες όλων είναι νωπές, οι περισσότεροι εµπλεκόµενοι έχουν ήδη τοποθετηθεί εκτενώς και τοποθετήθηκαν ξανά. Αυτό που ενδιαφέρει στο εξής είναι το µέλλον, ιδίως από τη στιγµή που ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραιτήθηκε από βουλευτής, για να αποσυρθεί από την πολιτική, αλλά για να επιχειρήσει να επιστρέψει µε άλλον σχηµατισµό.
Η «νέα εθνική πυξίδα», το τελευταίο και πιο σύντοµο κεφάλαιο της «Ιθάκης» είναι και το µοναδικό µε αναφορές στο µέλλον -εξάλλου δεν ήταν αυτός ο σκοπός του συγκεκριµένου βιβλίου. Ακόµα και υτές οι λίγες αναφορές, ωστόσο, δείχνουν ότι το «rebranding», το επαναλανσάρισµα ενός πολιτικού είναι σαφώς πιο εύκολο και βατό ως προς το παρελθόν του απ’ ό,τι για το µέλλον του. Προτάσεις, όπως «να πάµε σε ένα κράτος επιχειρησιακό, που θα αναλάβει να κωδικοποιεί τις προτεραιότητες και να καθοδηγεί την οικονοµία µε στόχο την κοινή ωφέλεια», «χρειαζόµαστε επειγόντως παραγωγικό αναπροσανατολισµό […] µε ολιστικό σχέδιο βιοµηχανικής πολιτικής για την ανασυγκρότηση της ελληνικής βιοµηχανίας», «χρειαζόµαστε στήριξη της εργασίας», «η υγεία δεν είναι προνόµιο, είναι δικαίωµα», θα µπορούσαν να είναι βγαλµένες και από το ChatGPT ή το Gemini, καθώς λένε πολλά, µε τα οποία θα µπορούσαν να συµφωνήσουν άνετα οι περισσότεροι, αλλά επί της ουσίας δεν λένε τίποτα.
Η δε «µείωση των ωρών εργασίας µε ταυτόχρονη αύξηση των αποδοχών» δείχνει µικρή επαφή µε την πραγµατικότητα στο πεδίο, εκτός κι αν πρόκειται για µια ευχή, µε την οποία επίσης θα µπορούσαν άνετα να συµφωνήσουν οι περισσότεροι. Οι προκλήσεις της εποχής είναι τεράστιες. Ένας πολιτικός µακριά από την «κάµινο» της καυτής καθηµερινής πολιτικής αντιπαράθεσης που έχουν οι αρχηγοί και τα στελέχη των κοµµάτων, αξιοποιώντας την προβολή που απλόχερα απολαµβάνει αυτήν την περίοδο, θα µπορούσε να προτείνει ρήξεις και τοµές. ∆εν το πράττει - προς το παρόν τουλάχιστον. Ζητά γενναία αντιµετώπιση της κλιµατικής κρίσης, αλλά χωρίς να προτείνει κάτι ρηξικέλευθο, όπως π.χ. την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Κάνει άλλη µια παρέµβαση για τη δηµόσια σχολική και πανεπιστηµιακή εκπαίδευση, χωρίς να θίξει το δύσκολο ζήτηµα της αξιολόγησης των δασκάλων, των καθηγητών, των ΑΕΙ και των σχολικών µονάδων. Η λύση που συζητιέται στη Γαλλία εδώ και καιρό («φόρος Ζουκµάν»), µεταφέρεται εδώ ως «πατριωτική εισφορά για τα πολύ υψηλά εισοδήµατα» (γιατί άραγε µόνο αυτή η εισφορά είναι «πατριωτική»;), αλλά πόσα ακριβώς χρήµατα θα συγκεντρώσει;
Την περσινή χρονιά, έσοδα από ακίνητη περιουσία άνω των 100.000 ευρώ δήλωσαν 1.436 άτοµα και έσοδα από επιχειρηµατική δραστηριότητα άνω των 100.000 ευρώ δήλωσαν 3.746 άτοµα (πολλά σίγουρα συµπίπτουν). Συνολικά 3.371 φορολογούµενοι δήλωσαν εισοδήµατα άνω των 500.000 ευρώ. Πόσο επιπλέον φόρο θα κληθούν να πληρώσουν οι παραπάνω, πόσοι θα συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται επαγγελµατικά στη χώρα ύστερα από µία έξτρα, µεγάλη επιβάρυνση και τι δηµοσιονοµικό όφελος θα προκύψει τελικά από όλο αυτό; Υπάρχουν συγκεκριµένοι και µετρήσιµοι λόγοι που η Αριστερά είναι σε ύφεση στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια κι ένας από αυτούς είναι η έλλειψη πειστικού οράµατος, ρεαλιστικών προτάσεων, καινοτόµων λύσεων. Η Ελλάδα -µέχρι στιγµής τουλάχιστον- δεν αποτελεί εξαίρεση.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Διαβάστε: Αλέξης Τσίπρας: Η "Ιθάκη" ως καταλύτης εξελίξεων στην Κεντροαριστερά
Ο Γιάνης Βαρουφάκης (ΜέΡΑ25), η Ζωή Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας), ο Παναγιώτης Λαφαζάνης (ΛΑΕ), ο Στέφανος Κασσελάκης (Κίνηµα ∆ηµοκρατίας, ο µόνος που δεν ήταν τότε στον ΣΥΡΙΖΑ), ο Αλέξης Χαρίτσης (Νέα Αριστερά). Πλην του τελευταίου, οι τέσσερις υπόλοιποι δεν δείχνουν καµία διάθεση να εγκαταλείψουν τα κόµµατά τους και να συνταχθούν µε την όποια πολιτική κίνηση δηµιουργήσει τελικά ο κ. Τσίπρας, κάτι που δείχνει ότι το 2026 θα είναι µια χρονιά σκληρής µάχης και ανταγωνισµού στον χώρο της Αριστεράς, µε απρόβλεπτο προς το παρόν αποτέλεσµα. Αµφισβήτηση για τα γραφόµενα στο βιβλίο δεν υπήρξε, πέραν του διαλόγου µε την αείµνηστη Φώφη Γεννηµατά τον οποίο διέψευσαν τόσοι πολλοί και τόσο κοντινοί της άνθρωποι, που είναι µάλλον απίθανο να έγινε όπως τον περιγράφει ο κ. Τσίπρας.
Πέραν κάποιων αποκαλυπτικών διαλόγων -ιδίως αυτών στο Κρεµλίνο- και ορισµένων άλλων άγνωστων στιγµών, το βιβλίο είναι η αλήθεια πως -παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει- δεν προσφέρει πολλά καινούργια στοιχεία στον ιστορικό του µέλλοντος για την περίοδο της ελληνικής κρίσης χρέους. Όχι πολλά περισσότερα τουλάχιστον από όσα έχουν ήδη γραφτεί αθροιστικά στα βιβλία «Ελευθερία» (Άνγκελα Μέρκελ), «Η τελευταία µπλόφα» (Β. ∆ενδρινού και Ε. Βαρβιτσιώτη), «Ενήλικες στο ∆ωµάτιο» (Γιάνης Βαρουφάκης).
Ίσως βέβαια αν συνέγραφαν τα δικά τους αποµνηµονεύµατα οι Κώστας Καραµανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Λουκάς Παπαδήµος και Αντώνης Σαµαράς, το παζλ να ήταν πιο πλήρες και θα υπήρχε έτσι µια πιο σαφής και ολοκληρωµένη εικόνα για τη δεκαετία που συντάραξε τη χώρα µας -αλλά και ουσιαστικά ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ωστόσο, όλη η ζωηρή δηµόσια συζήτηση που έγινε γύρω από το βιβλίο την τελευταία εβδοµάδα αφορά το παρελθόν. Και έσβησε σταδιακά, επειδή ακριβώς τα γεγονότα που περιγράφει είναι πρόσφατα, οι µνήµες όλων είναι νωπές, οι περισσότεροι εµπλεκόµενοι έχουν ήδη τοποθετηθεί εκτενώς και τοποθετήθηκαν ξανά. Αυτό που ενδιαφέρει στο εξής είναι το µέλλον, ιδίως από τη στιγµή που ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραιτήθηκε από βουλευτής, για να αποσυρθεί από την πολιτική, αλλά για να επιχειρήσει να επιστρέψει µε άλλον σχηµατισµό.
Η «νέα εθνική πυξίδα», το τελευταίο και πιο σύντοµο κεφάλαιο της «Ιθάκης» είναι και το µοναδικό µε αναφορές στο µέλλον -εξάλλου δεν ήταν αυτός ο σκοπός του συγκεκριµένου βιβλίου. Ακόµα και υτές οι λίγες αναφορές, ωστόσο, δείχνουν ότι το «rebranding», το επαναλανσάρισµα ενός πολιτικού είναι σαφώς πιο εύκολο και βατό ως προς το παρελθόν του απ’ ό,τι για το µέλλον του. Προτάσεις, όπως «να πάµε σε ένα κράτος επιχειρησιακό, που θα αναλάβει να κωδικοποιεί τις προτεραιότητες και να καθοδηγεί την οικονοµία µε στόχο την κοινή ωφέλεια», «χρειαζόµαστε επειγόντως παραγωγικό αναπροσανατολισµό […] µε ολιστικό σχέδιο βιοµηχανικής πολιτικής για την ανασυγκρότηση της ελληνικής βιοµηχανίας», «χρειαζόµαστε στήριξη της εργασίας», «η υγεία δεν είναι προνόµιο, είναι δικαίωµα», θα µπορούσαν να είναι βγαλµένες και από το ChatGPT ή το Gemini, καθώς λένε πολλά, µε τα οποία θα µπορούσαν να συµφωνήσουν άνετα οι περισσότεροι, αλλά επί της ουσίας δεν λένε τίποτα.
Η δε «µείωση των ωρών εργασίας µε ταυτόχρονη αύξηση των αποδοχών» δείχνει µικρή επαφή µε την πραγµατικότητα στο πεδίο, εκτός κι αν πρόκειται για µια ευχή, µε την οποία επίσης θα µπορούσαν άνετα να συµφωνήσουν οι περισσότεροι. Οι προκλήσεις της εποχής είναι τεράστιες. Ένας πολιτικός µακριά από την «κάµινο» της καυτής καθηµερινής πολιτικής αντιπαράθεσης που έχουν οι αρχηγοί και τα στελέχη των κοµµάτων, αξιοποιώντας την προβολή που απλόχερα απολαµβάνει αυτήν την περίοδο, θα µπορούσε να προτείνει ρήξεις και τοµές. ∆εν το πράττει - προς το παρόν τουλάχιστον. Ζητά γενναία αντιµετώπιση της κλιµατικής κρίσης, αλλά χωρίς να προτείνει κάτι ρηξικέλευθο, όπως π.χ. την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Κάνει άλλη µια παρέµβαση για τη δηµόσια σχολική και πανεπιστηµιακή εκπαίδευση, χωρίς να θίξει το δύσκολο ζήτηµα της αξιολόγησης των δασκάλων, των καθηγητών, των ΑΕΙ και των σχολικών µονάδων. Η λύση που συζητιέται στη Γαλλία εδώ και καιρό («φόρος Ζουκµάν»), µεταφέρεται εδώ ως «πατριωτική εισφορά για τα πολύ υψηλά εισοδήµατα» (γιατί άραγε µόνο αυτή η εισφορά είναι «πατριωτική»;), αλλά πόσα ακριβώς χρήµατα θα συγκεντρώσει;
Την περσινή χρονιά, έσοδα από ακίνητη περιουσία άνω των 100.000 ευρώ δήλωσαν 1.436 άτοµα και έσοδα από επιχειρηµατική δραστηριότητα άνω των 100.000 ευρώ δήλωσαν 3.746 άτοµα (πολλά σίγουρα συµπίπτουν). Συνολικά 3.371 φορολογούµενοι δήλωσαν εισοδήµατα άνω των 500.000 ευρώ. Πόσο επιπλέον φόρο θα κληθούν να πληρώσουν οι παραπάνω, πόσοι θα συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται επαγγελµατικά στη χώρα ύστερα από µία έξτρα, µεγάλη επιβάρυνση και τι δηµοσιονοµικό όφελος θα προκύψει τελικά από όλο αυτό; Υπάρχουν συγκεκριµένοι και µετρήσιµοι λόγοι που η Αριστερά είναι σε ύφεση στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια κι ένας από αυτούς είναι η έλλειψη πειστικού οράµατος, ρεαλιστικών προτάσεων, καινοτόµων λύσεων. Η Ελλάδα -µέχρι στιγµής τουλάχιστον- δεν αποτελεί εξαίρεση.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
En