Σε άλλο σημείο του άρθρου της «Καθημερινής» αναφέρεται ότι «πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία λόγω της καθ’ υποτροπήν παραβατικότητάς της», αλλά «αδυνατούν να προτείνουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική», με αποτέλεσμα την «ακινησία». Και τονίζεται: «Αν κάποια πλευρά επιθυμεί να τορπιλίσει τον διάλογο, αυτή δεν (πρέπει να) είναι η Ελλάδα». Το μήνυμα «εμείς θα παραμείνουμε στον διάλογο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες» έχει ένα μειονέκτημα. Δίνει την ευχέρεια στην Άγκυρα να δοκιμάζει τα όρια και να τεντώνει το πλαίσιο χωρίς κόστος και τη βεβαιότητα ότι μπορεί να ανεβοκατεβάζει κατά βούληση τη θερμοκρασία, με την Ελλάδα πάντα έτοιμη να προσέλθει στον διάλογο. Η Τουρκία μπορεί να δημιουργεί νέα τετελεσμένα και ατζέντα, να βάζει άνω τελεία και να συνεχίζουμε κάθε φορά με νέα πράγματα στο καλάθι, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Βλέπουν και άλλοι, όπως η Αλβανία, και μαθαίνουν. Συνεχίζουμε. Αναφέρονται τα εξής: «Η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια έχει βασίσει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές μας θα αποτελέσει στρατηγικό λάθος». Σωστά. Προστίθεται όμως: «Μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα δικαίωναν τις τουρκικές αντιδράσεις, θα εξομοίωναν τις συμπεριφορές και θα μετέφεραν τη διαδικασία επίλυσης από το “πεδίο του δικαίου” (όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα) στο “πεδίο της ισχύος”. Η συνέπεια άλλωστε είναι εκ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας σε σχέση με τη γείτονα».

Πρώτον, μονομερείς ενέργειες εντός Διεθνούς Δικαίου, που μάλιστα προβλέπονται ρητά από αυτό, όπως η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, διόλου δεν μας εξομοιώνουν με την Τουρκία, η οποία λειτουργεί κατά κανόνα εκτός αυτού. Το αντίθετο. Δείγμα αναξιοπιστίας και αδυναμίας είναι να επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο δίχως να το εφαρμόζουμε και να εμφανιζόμαστε πρόθυμοι να το διαπραγματευθούμε με μία αναθεωρητική δύναμη.

Δεύτερον, το «πεδίο του δικαίου» και το «πεδίο της ισχύος» είναι αλληλένδετα. Δίκαιο χωρίς ισχύ, όταν αμφισβητείται, δεν υφίσταται. Το νεκροταφείο της ιστορίας είναι γεμάτο από έθνη που είχαν δίκιο και το έχασαν μαζί με τις πατρίδες τους, γιατί δεν είχαν ισχύ. Εδώ έχουμε μία περίπτωση όπου η μία πλευρά, η Ελλάδα, επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, αλλά παροτρύνεται να μη χρησιμοποιήσει ισχύ για να το προστατεύσει σε ό,τι την αφορά και η άλλη, η Τουρκία, χρησιμοποιεί ισχύ για να το καταλύσει και να επιβάλει τα συμφέροντά της. Μεταξύ δικαίου χωρίς ισχύ και ισχύος χωρίς δίκαιο μαντέψτε ποιος θα κερδίσει. Σχετικά με το ότι «η συνέπεια είναι εκ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας». Η δική μας συνέπεια στη μη ένταση και η τουρκική στην αναθεωρητική πολιτική έχει οδηγήσει στην αδρανοποίηση εκ μέρους μας κυριαρχίας, κυριαρχικών δικαιωμάτων και Διεθνούς Δικαίου, άρα το πλεονέκτημα είναι σχετικό.

Παρακάτω: «Είναι αλυσιτελής η πρόταση για άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο προκειμένου να φέρουμε την Άγκυρα προ τετελεσμένων (…) θα εμφανιζόμασταν περιφρονητικοί έναντι προνοιών του Δικαίου της Θάλασσας, που κατά τα άλλα επικαλούμαστε». Δηλαδή μπορεί η Τουρκία να οριοθετεί με τη Λιβύη, αλλά όχι η Ελλάδα με την Κύπρο. Η αντίδραση της Αιγύπτου είναι όντως θέμα το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο (προφανώς μυστικής) διαβούλευσης. Είναι πιθανό να βγάζαμε τους Αιγύπτιους από τη δύσκολη θέση και όχι να περιμένουμε να βγάλουν αυτοί το φίδι από την τρύπα για εμάς. Δεν θα το κάνουν και έχουν δίκιο.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»