Η Γερµανία κάνει αυτό που γνωρίζει καλά: διαλύει την Ευρώπη
Opinions
''Από τη στιγμή που οι Αμερικανοί αποφάσισαν να αποσυνδέσουν ενεργειακά την Ευρώπη από τη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, η γερμανική οικονομία έχασε το βασικό της καύσιμο''
Η απόφαση της Γερµανίας να αναστείλει µονοµερώς τη Συνθήκη Σένγκεν λόγω του Μεταναστευτικού και στον απόηχο των πρόσφατων τοπικών εκλογικών αποτελεσµάτων, που έδειξαν εκτόξευση του ακροδεξιού AfD και θορύβησαν το γερµανικό σύστηµα, θα µπορούσε από τον ιστορικό του µέλλοντος να καταγραφεί ως ένα από τα ορόσηµα αποδόµησης του project της ευρωπαϊκής ενοποίησης. ∆εν είναι µόνο η αναστολή ενός από τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της ελεύθερης µετακίνησης προσώπων, αλλά και ο τρόπος που έγινε και το σκεπτικό που αποτυπώνεται.
∆είχνει µια κυνική a la carte προσέγγιση των ευρωπαϊκών κανόνων, οι οποίοι εφαρµόζονται από τη Γερµανία όταν τη συµφέρει και για όσο τη συµφέρει και όταν θεωρεί ότι κάποιοι εξ αυτών δεν τη βολεύουν, απλά δεν τους εφαρµόζει. Αυτό ανοίγει την πόρτα για να πράξουν αναλόγως και άλλοι όταν θεωρήσουν ότι κάποιες από τις ευρωπαϊκές πρόνοιες δεν τους εξυπηρετούν. Η Γερµανία δεν µπήκε καν στη λογική να προτείνει ενίσχυση της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων, ώστε να ελεγχθεί το πρόβληµα, και επίσης να αλλάξουν οι κανόνες αποτροπής εισόδου λαθροµεταναστών, για να λυθούν τα χέρια των συνοριακών Αρχών. Επέλεξε να περιχαρακώσει τα δικά της σύνορα και οι άλλοι ας µείνουν µε το πρόβληµα.
Η δε σιωπή αρκετών χωρών, οι οποίες επέλεξαν να µη σηκώσουν µέχρι στιγµής τους τόνους, δείχνει ότι ίσως σκέφτονται πως θα µπορούσαν και οι ίδιες να κινηθούν αναλόγως σε δικά τους θέµατα, επικαλούµενες το προηγούµενο της Γερµανίας.
Είχε προηγηθεί η απόρριψη από τη Γερµανία του σχεδίου Ντράγκι για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονοµίας και τον επανασχεδιασµό του παραγωγικού της µοντέλου, προκειµένου να µπορέσει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα και εντέλει να επιβιώσει ως πολιτικός και οικονοµικός οργανισµός. ∆ιότι αυτό είναι το στοίχηµα. Υπαρξιακό. Αν δεν µετασχηµατίσει την οικονοµία της και την παραγωγική της διαδικασία, ενισχύοντας την καινοτοµία και ανακτώντας την τεχνολογική της δυναµική, απλά δεν θα υπάρξει.
Σύµφωνα µε το σχέδιο Ντράγκι, αυτό χρειάζεται 800 δισεκατοµµύρια κάθε χρόνο ώστε να µπορέσει η Ευρώπη να ξαναµπεί στο παγκόσµιο παιχνίδι µε τους νέους όρους, κάτι που προϋποθέτει κοινό δανεισµό. Ο κοινός δανεισµός απορρίπτεται µετά βδελυγµίας από τη Γερµανία, ακόµα κι αν αυτό σηµαίνει τον δικό της εµπορικό θάνατο, ο οποίος από ό,τι φαίνεται ίσως να έχει ήδη αρχίσει. Η Volkswagen των 600.000 εργαζοµένων κλείνει εργοστάσια και σχεδιάζει απολύσεις κι αυτό από µόνο του προϊδεάζει για το µέγεθος της καταιγίδας που έρχεται.
Για κάποιον περίεργο ιστορικό λόγο η Γερµανία εµµένει σε πράγµατα τα οποία τελικά καταστρέφουν την ίδια και την Ευρώπη. Η Γερµανία, η οποία επί Μέρκελ άνοιξε την πόρτα του φρενοκοµείου µε το Μεταναστευτικό, προκειµένου να έχει πρόσβαση σε φθηνό εργατικό δυναµικό διαλύοντας τις χώρες εισόδου, όπως η Ελλάδα, τώρα κλείνει τη δική της πόρτα, για να µετριάσει το χάος που η ίδια δηµιούργησε.
Οι Γερµανοί βάσισαν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτηµα και τα θηριώδη πλεονάσµατα στη φθηνή ρωσική ενέργεια, από την οποία εξαρτήθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Από τη στιγµή που οι Αµερικανοί αποφάσισαν να τραβήξουν την πρίζα και να αποσυνδέσουν ενεργειακά την Ευρώπη από τη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, ήδη από την προσάρτηση της Κριµαίας, η γερµανική οικονοµία έχασε το βασικό της καύσιµο.
Εχοντας εδώ και χρόνια στεγνώσει τον ευρωπαϊκό περίγυρο ως αγορά, καθώς φόρτωσε τα κράτη, ιδιαίτερα του Νότου, µε ελλείµµατα, στράφηκε εµπορικά στην Κίνα και στην τεράστια, ανερχόµενη από τότε, κινεζική µεσαία τάξη. Τώρα, που η Κίνα µπαίνει στο στόχαστρο των ΗΠΑ ως η επόµενη απειλή, πιο σοβαρή από τη Ρωσία λόγω µεγεθών, και πιέζουν για επιβολή δασµών και σταδιακή διακοπή των εµπορικών σχέσεων του Πεκίνου µε τη ∆ύση, η Γερµανία κινδυνεύει να πάθει εµπορικά µε την Κίνα ό,τι έπαθε ενεργειακά µε τη Ρωσία.
Η Ευρώπη είναι σε περιδίνηση και η Γερµανία, όπως πάντα, επιδεινώνει την κατάσταση. Ενόψει των αµερικανικών εκλογών, το ερώτηµα δεν είναι µε ποιον θα µιλούν την εποµένη οι Ευρωπαίοι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά µε ποιον θα µιλούν οι Αµερικανοί στην από δω.