Στις μεγάλες κρίσεις αναδύονται θανάσιμες απειλές και απρόσμενες ευκαιρίες. 

Το ταμείο γίνεται στο τέλος. Από ποια πλευρά θα βρεθεί ο καθείς, στους κερδισμένους ή στους χαμένους, εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων. Ο βασικότερος είναι ο σχεδιασμός των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων και πώς αυτός συμπεριλαμβάνει τις μικρότερες και μεσαίες. Επίσης ρόλο παίζουν η γεωγραφική θέση και η γεωπολιτική χρησιμότητα των τελευταίων, το πώς αυτές διαχειρίζονται τα πλεονεκτήματα που έχουν, αν έχουν, πώς αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματά τους και τι επιλογές συμμαχιών κάνουν με βάση τα προαναφερθέντα.

Η συγκυρία που διανύουμε είναι πολυεπίπεδης κρίσης και τεκτονικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα και στα επιμέρους υποσυστήματά του. Απ' ό,τι φαίνεται, δε, βρισκόμαστε στο τέλος μιας παρατεταμένης «εισαγωγής» και εισερχόμαστε σταδιακά στην κυρίως φάση.

Η Ελλάδα, είτε βάσει σχεδίου είτε λόγω σύμπτωσης παραμέτρων, έχει υποστεί ιστορικών διαστάσεων οικονομικό και κοινωνικό πλήγμα, με δομικά χαρακτηριστικά, που έχει τρώσει εθνικούς αρμούς και ζωτικές κρατικές λειτουργίες, διακυβεύοντας ακόμα και την πολιτειακή υπόσταση της χώρας, εφόσον έχει απολεστεί εθνική κυριαρχία σε κρίσιμους τομείς, όπως ο οικονομικός, και έχει τεθεί υπό στενή εποπτεία για τις επόμενες δεκαετίες...

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η γενική αποδυνάμωση -η οποία έχει οδηγήσει και σε υποχώρηση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων, ενώ υπάρχει ενεργός απειλή ασφαλείας εκδηλούμενη καθημερινά- να ακυρώσει τη (νυν και δυνάμει) γεωπολιτική δυναμική της Ελλάδας, οπότε μετά, τα πάντα, στην κυριολεξία, θα έχουν χαθεί.

Προς το παρόν απειλείται, αλλά δεν έχει αναιρεθεί. Αν συμβεί και αυτό, το επόμενο στάδιο θα είναι χειρότερες περιπέτειες με προεκτάσεις και στην εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους. Όσοι εφησυχάζουν και λένε ότι «αυτά είναι κινδυνολογίες», «η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ» κ.λπ. είναι οι ίδιοι ανόητοι (ή κάτι άλλο) που έλεγαν ότι «πόλεμοι δεν γίνονται πια», «η Τουρκία δεν πρόκειται να επιδιώξει αλλαγή συνόρων, δεν θα διακινδυνεύσει την ευρωπαϊκή πορεία της» και διάφορα άλλα που μαρτυρούν διεθνοπολιτικό αναλφαβητισμό ή σκοπιμότητα.

Σε λίγες ημέρες ο Έλληνας πρωθυπουργός θα συναντήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η συνάντηση γίνεται σε περίοδο αυξανόμενης έντασης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και, παρόλο που η στρατηγική μιας χώρας δεν μπορεί να βασίζεται στις ρήξεις των εχθρών της με τους μεγάλους παίκτες, προφανώς δεν πρέπει να τις αφήνει αναξιοποίητες.

Το παράθυρο ευκαιρίας δεν είναι να πει ο Τσίπρας στον Τραμπ πόσο κακή είναι η Τουρκία, αλλά να «εξηγήσει» πόσο χρήσιμη είναι η Ελλάδα δεδομένης της τουρκικής αναξιοπιστίας.

Αυτά βέβαια δεν γίνονται μόνο με μια συνάντηση κορυφής, προϋποθέτουν σχεδιασμό, προεργασία, στόχευση, ξεκαθαρισμένη εθνική ατζέντα και διάθεση «παίκτη». Μια συνάντηση κορυφής επισφραγίζει μια πολιτική ή και της δίνει μεγαλύτερη προοπτική. Μπορεί εξίσου να καταλήξει σε όλεθρο αν δεν συντρέχουν όλα τα προηγούμενα ή αν η αδύναμη πλευρά δεν είναι έτοιμη να επιχειρηματολογήσει και να αντιτείνει εναλλακτικές σε δυσμενείς προτάσεις.

Είπαμε, το γεωπολιτικό «χαρτί» είναι αυτό που αν χαθεί μπορεί να χαθούν τα πάντα, αλλά μπορεί επίσης, αν παιχτεί σωστά, να σώσει την παρτίδα όταν έχουν χαθεί όλα τα υπόλοιπα.

Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή. Στο ευρωπαϊκό πεδίο και με μνημόνιο μέχρι το 2060, η προοπτική είναι σκοτεινή και επικίνδυνη. Δεν είναι δυνατόν για τα επόμενα 45 χρόνια να συζητάμε για πλεονάσματα και μέτρα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα υπάρχει Ελλάδα, τουλάχιστον όπως την ξέρουμε. Η χώρα ή θα παίξει το τελευταίο χαρτί που της έμεινε όπως πρέπει ή θα το κάψει και μαζί του θα καεί και η ίδια.