Yπάρχει μια αντίφαση στην εικόνα. Από τη μία, ο «διεθνής παράγων» ανανεώνει την κινητικότητα για «λύση» του Κυπριακού μετά τα δύο φετινά διαπραγματευτικά ναυάγια, με ευθύνη της Τουρκίας, στην Ελβετία. Από την άλλη, ο καθοριστικός παίκτης του «διεθνούς παράγοντα», οι ΗΠΑ, διανύουν φάση τοξικών σχέσεων με την Τουρκία, σε βαθμό που συζητείται ή και ζητείται (βλέπε άρθρο του γνωστού Αμερικανού αναλυτή και πρώην αξιωματούχου του Πενταγώνου Μάικλ Ρούμπιν στη «Washington Post») η αποπομπή της από το ΝΑΤΟ, με τη διπλή κατηγορία ότι μετεξελίσσεται σε ισλαμικό, φονταμενταλιστικό κράτος και κυρίως ότι μεταβάλλεται σε βραχίονα της ρωσικής πολιτικής και σε δούρειο ίππο της Μόσχας στους ατλαντικούς θεσμούς. Την ίδια ώρα, ακριβώς λόγω της επιδεινούμενης σχέσης με την Τουρκία, οι ΗΠΑ προχωρούν σε προσεκτικά βήματα γεωπολιτικής αναβάθμισης της Ελλάδας και της Κύπρου, ενθαρρύνοντας παράλληλα τη συνεργασία των δύο χωρών με το Ισραήλ και τα άλλα τριμερή σχήματα, τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά, όπως αυτό με την Αίγυπτο, σε μια προσπάθεια να αρχίσουν να διαμορφώνουν στρατηγικά αντιστηρίγματα.

Σε καμία περίπτωση ο «άξονας» αυτός δεν αντικαθιστά στην αντίληψη του αμερικανικού διπλωματικού-στρατιωτικού κατεστημένου τη γεωγραφική και την εν γένει χρησιμότητα και κρισιμότητα της Τουρκίας, πολύ περισσότερο καθώς οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν ακόμα ώριμη γεωπολιτική εναλλακτική στη Μέση Ανατολή με προβολή στην Κεντρική Ασία, δηλαδή οργανωμένο, λειτουργούν, ενιαίο κουρδικό κράτος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η Ουάσινγκτον είναι διατεθειμένη να τελεί εσαεί υπό τουρκικό εκβιασμό, βλέποντας μάλιστα τη σκιά του Πούτιν πίσω από τις κινήσεις του Ερντογάν.

Η συμπερίληψη στον νόμο για τον προϋπολογισμό εθνικής άμυνας των ΗΠΑ τροπολογίας με την οποία η Βουλή και η Γερουσία ζητούν από τους υπουργούς Αμυνας και Εξωτερικών ενημέρωση για το εμπάργκο αμερικανικών όπλων στην Κύπρο και γενικότερα για τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας στον τομέα της ασφάλειας δείχνει ότι κάτι κινείται.

Ο Εντι Ζεμενίδης, ηγετικό στέλεχος της Ομογένειας και εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), δήλωσε ότι «η πρόνοια αυτή μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην άρση του αντιπαραγωγικού εμπάργκο όπλων κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επίτευξη της στρατηγικής αναβάθμισης της Κύπρου (…), ένα βήμα πιο κοντά σε μια καλύτερη πολιτική». Υπενθυμίζεται ότι προ ημερών ο αρχηγός του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, στο πλαίσιο περιοδείας του στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, συναντήθηκε στην Κύπρο με τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, αντιστράτηγο Ηλία Λεοντάρη, κίνηση η οποία έχει και ουσία και συμβολισμό.

Ο τρόπος που κινούνται οι ΗΠΑ, ο οποίος θα πρέπει να ερμηνεύεται και υπό το πρίσμα των ενεργειακών εξελίξεων στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της κυπριακής ΑΟΖ, και ενόψει της έναρξης γεωτρήσεων από την Exxon Mobil, επιβεβαιώνει κάτι που ίσχυε ανέκαθεν, αλλά καθίσταται κρισιμότερο τώρα: είναι αυτοκτονικό να συζητούν Αθήνα και Λευκωσία σχέδια «επίλυσης» του Κυπριακού τα οποία στην ουσία είναι σχέδια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετατροπής της σε ένα συνεταιρικό προτεκτοράτο, με διάφορους επικυρίαρχους και με την Τουρκία να θέτει υπό ομηρία και το ελεύθερο τμήμα του νησιού.

Ενεργειακοί κολοσσοί

Σε μια περίοδο, δηλαδή, που οι σχέσεις του κύριου και θανάσιμου αντιπάλου της Ελλάδας και της Κύπρου, της Τουρκίας, δοκιμάζονται με τις ΗΠΑ και τη Δύση σε πρωτοφανή βαθμό, που σε Ελλάδα και Κύπρο -και εξ αυτού του λόγου- ανοίγει παράθυρο γεωπολιτικής ενίσχυσής τους, που οι διεθνείς ενεργειακοί κολοσσοί έχουν συγκεντρωθεί στην πολλά υποσχόμενη κυπριακή ΑΟΖ, που το Ισραήλ λόγω της κατάρρευσης των σχέσεών του με την Τουρκία βλέπει στον ελληνικό χώρο (ελλαδικό και κυπριακό) το μόνο διαθέσιμο και ασφαλές στρατηγικό βάθος, εμείς θα μπούμε στη διαδικασία της αυτοκατάλυσης ενός διεθνώς αναγνωρισμένου (δεύτερου ελληνικού) κράτους-μέλους του ΟΗΕ, της Ε.Ε., της ευρωζώνης κ.λπ., στην πιο υψηλής στρατηγικής αξίας περιοχή του πλανήτη. Και ταυτόχρονα της δημιουργίας στη θέση αυτού ενός «μη κράτους», όπου θα έχουν καταργηθεί και οι στοιχειώδεις κανόνες της δυτικού τύπου Δημοκρατίας.

Θα πρόκειται ίσως για τον μεγαλύτερο εθνικό και γεωπολιτικό αυτοχειριασμό στη γνωστή ιστορία των εθνών. Αντιθέτως, το momentum μάς δίνει την ευκαιρία να καταστήσουμε περισσότερο σαφές στις ΗΠΑ –τώρα, που το ελληνικό και το ισραηλινό λόμπι συνεργάζονται στενά και αποτελεσματικά- γιατί η Κύπρος πρέπει να ενισχυθεί στρατιωτικά, διπλωματικά, πολιτικά και μαζί με την Ελλάδα να αναδειχθεί συνολικά ο ελληνικός παράγων σε προνομιακό σύμμαχο, σε μια συγκυρία που η ρευστοποίηση στον περίγυρο θα συνεχιστεί. Πρέπει να αναδείξουμε την αντίφαση που προαναφέρθηκε.

Δεν μπορεί οι Αμερικανοί να θέλουν αυτήν την Τουρκία στρατιωτικό και γεωπολιτικό «επίτροπο» στην Κύπρο, την οποία θέλουν να αναβαθμίσουν ακριβώς επειδή η Τουρκία είναι αυτή που είναι και δεν μπορούν να την εμπιστεύονται. Μόνο στρατηγικά τυφλός δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η Κύπρος δεν είναι «βαρίδι», αλλά η αιχμή του δόρατος ενός ορθολογικού ελληνικού εθνικού σχεδιασμού. Αν υποθέσουμε ότι ακόμα μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.