Η δημόσια διοίκηση μπορεί μέσω των νέων τεχνολογιών να βελτιώσει την καθημερινότητα του πολίτη. Τα προηγούμενα χρόνια δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για την προμήθεια υποδομών και υπηρεσιών από το Δημόσιο, χωρίς τελικά να επιτευχθούν τα ανάλογα αποτελέσματα. Αυτές είναι κάποιες πρώτες παρατηρήσεις που εικονογραφούν ένα μέλλον με προκλήσεις, τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα και συντονισμένα το νεοσύστατο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.

Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις υποδομές δικτύων νέας γενιάς και στη σταδιακή αξιοποίηση «έξυπνων τεχνολογιών», όπως στις εφαρμογές επαυξημένης πραγματικότητας (augmented reality), στις τεχνολογίες που «φοριούνται» (wearables), στο δικτυωμένο σπίτι, στην προσωποποιημένη τηλε-ιατρική, στο υπολογιστικό νέφος, στην αξιοποίηση και την προβολή της ιστορικής κληρονομιάς με χρήση τρισδιάστατων εκτυπωτών και σε πολλές άλλες σύγχρονες εφαρμογές. Εφαρμογές οι οποίες συνοδεύονται από ένα καινούργιο χαρακτηριστικό: είναι συνδεδεμένες με άλλες ομοειδείς ή/και με ένα κέντρο, δημιουργώντας νέα δίκτυα μέσα στο Δίκτυο.

Η πραγματικότητα και οι αριθμοί, όμως, είναι αμείλικτοι: η χώρα μας κατατάσσεται στην 26η θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2016. Είμαστε αρκετά πίσω από τον μέσο όρο των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη συνδεσιμότητα, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και στην ψηφιακή δημόσια διοίκηση. Στον τομέα της οπτικοακουστικής παραγωγής η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση σε σύνολο 26 χωρών της Ευρώπης, εμφανίζοντας δραστική πτώση, της τάξεως του 35%.

Ωστόσο, δεν επαρκούν η ανάσχεση της πτωτικής τάσης και η βελτίωση της θέσης της χώρας στη διεθνή κατάταξη. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να διαχυθούν ισότιμα τα οφέλη της νέας ψηφιακής οικονομίας προς όλους τους πολίτες της χώρας. Το να επιτύχουμε στο σύντομο μέλλον, ως οφείλουμε, την εξασφάλιση της συνδεσιμότητας και της δυνατότητας πρόσβασης όλων των πολιτών και των επιχειρήσεων σε δίκτυα υψηλής και υπερ-υψηλής ταχύτητας σύνδεσης στο Διαδίκτυο θα είναι δώρον άδωρον, εάν αυτές συνοδεύονται από μια υπέρογκη αύξηση της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών, που θα αποκλείσει τους ασθενέστερους οικονομικά συμπολίτες μας.

Το κριτήριο, επομένως, της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης και της ισότιμης πρόσβασης όλων των πολιτών στα αγαθά της ψηφιακής οικονομίας πρέπει να είναι θεμέλιος λίθος οποιασδήποτε πολιτικής, νομοθετικής και διαχειριστικής πρωτοβουλίας. 

Πάνω σε λέξεις-κλειδιά, όπως βελτιωμένες υποδομές, big data και υπολογιστικό νέφος, μπορεί να χτιστεί μια εφαρμοσμένη πολιτική για τη χώρα, η οποία θα είναι και συνεκτική και σύγχρονη και εμπροσθοβαρής και, πάνω από όλα, κοινωνικά δίκαιη.

Ακριβώς για αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να επενδύσουμε σε δράσεις βελτίωσης των ψηφιακών δεξιοτήτων του πληθυσμού. Υπάρχουν παραδείγματα από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε αισιοδοξία ότι δεν ξεκινάμε από το μηδέν και ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες.

Κάθε χρόνο αποφοιτούν 5.000 επιστήμονες από 40 σχολές πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, ενώ στο 8ο Μαθητικό Συνέδριο Πληροφορικής την περασμένη άνοιξη στη Θεσσαλονίκη συμμετείχαν πάνω από 3.000 μαθητές δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, που παρουσίασαν πάνω από 250 εργασίες. Παρουσίασαν ρομποτικούς αυτοματισμούς, οπτικοακουστικό λογισμικό για νοηματική, προγράμματα λογισμικού για κινητά και tablets, ψηφιακά βίντεο, τρισδιάστατα μοντέλα μηχανών, το θερμοκήπιο του μέλλοντος κ.τ.λ.

Στην προσπάθεια να βγούμε από την κρίση και σχεδιάζοντας τη Μεταμνημονιακή Ελλάδα, χρειαζόμαστε τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών ακόμα περισσότερο. Για να χτίσουμε μια Ελλάδα που δεν θα είναι πλέον ουραγός στους δείκτες. Ακόμη περισσότερο, για να χτίσουμε μια δημοκρατική κοινωνία και οικονομία της γνώσης.