Είναι περίπου αυτονόητη η επιβολή τιµής πλαφόν στις συνολικές προµήθειες φυσικού αερίου από όλες τις χώρες της Ευρώπης και όχι µόνον από µία πηγή, τη Ρωσία, αλλά από το σύνολο των χωρών προµήθειας. Και µια τέτοια ρύθµιση θα ήταν ορθολογική και για τους προµηθευτές, από τη στιγµή που οι ποσότητες που χρειάζονται οι 27 χώρες της Ενωσης είναι όχι απλώς σηµαντικές σε όγκο, αλλά κυρίαρχες για το διεθνές εµπόριο.

Εναλλακτικά, οι Βρυξέλλες, σε επίπεδο Κοµισιόν αλλά και Συµβουλίου, µπορούν να προχωρήσουν στην αποσύνδεση του υπολογισµού της χονδρικής τιµής του ρεύµατος από τις τιµές του φυσικού αερίου, οπότε ο λογαριασµός στα τιµολόγια των κρατών-µελών σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα εκλογικευθεί και θα σταθεροποιηθεί. Ολα αυτά βρίσκονται τις τελευταίες ηµέρες στην επίσηµη ατζέντα της Ενωσης.

Μια τρίτη επιλογή που είναι προς συζήτηση ως ανάχωµα στα ενεργειακά και πληθωριστικά αδιέξοδα που αντιµετωπίζει η Ευρώπη στην παρούσα συγκυρία και εξαιτίας της εντελώς ατυχούς -βασισµένης στα κερδοσκοπικά και ηγεµονικά σύνδροµα της Γερµανίας- στρατηγικής της προηγούµενης δεκαετίας σε σχέση µε τη Ρωσία, είναι η κοινή προµήθεια φυσικού αερίου από όλες τις χώρες παραγωγής διεθνώς. Προϋπόθεση για τέτοιου τύπου εξελίξεις είναι να παρακαµφθεί ο ισχύων σήµερα δείκτης αναφοράς ως προς τη διαµόρφωση των τιµών του περίφηµου χρηµατιστηρίου ενέργειας, TTF, που εδρεύει στην Ολλανδία.

Είναι κοµβικά για τη συνοχή και την προοπτική των «27» τα όσα σχετίζονται µε τη συζήτηση για την υιοθέτηση πλαφόν στην τιµή της χονδρικής που ξεκίνησαν η Ελλάδα και ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, προ 7 µηνών και που σήµερα πλέον συγκεντρώνει την υποστήριξη, ως λύση, της πλειονότητας των κυβερνήσεων των κρατών-µελών. Συνολικά 15.

Η πρόεδρος της Κοµισιόν προ ελάχιστων ηµερών, και µάλιστα από την Αθήνα, όπου βρέθηκε για τη συµµετοχή της σε συνέδριο, απάντησε µε ένα ξερό «νάιν», σχεδόν ταυτόχρονα µε την αρνητική στάση της επίσηµης κυβέρνησης στο Βερολίνο, που απέρριψε το ενδεχόµενο µιας τέτοιας λύσης για την Ενωση, ενώ ανακοίνωσε ουσιαστικά πλαφόν για τη Γερµανία, µε κρατική επιδότηση 200 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια, η Φον ντερ Λάιεν και η Κοµισιόν επανακαθόρισαν τη στάση τους εν µέσω θυελλώδους αντίδρασης εντός της Ενωσης.

Η πραγµατικότητα για την Ευρώπη υπό τις παρούσες συνθήκες δείχνει δραµατική, µε τους περιορισµένους αποθηκευτικούς χώρους για το αέριο, τις στρεβλώσεις του TTF και τον καλπάζοντα πληθωρισµό να κυριαρχούν, οδηγώντας σε ύφεση και αποβιοµηχάνιση. Οι συµβιβασµοί στις Βρυξέλλες και τα παιχνίδια των κερδοσκοπικών λόµπι επιρροής επιβάλλονται στις εθνικές κυβερνήσεις και στα συµφέροντα των κοινωνιών της Ενωσης.

Ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, αν και φιλελεύθερος Ευρωπαίος ηγέτης, µε άρθρο του στο Bloomberg υπήρξε πολύ συγκεκριµένος και πολύ ξεκάθαρος ως προς το τι θα πρέπει να γίνει και γιατί, για να µην µπορέσει η Ρωσία να «οπλοποιήσει» τελικά την ενέργεια στην αντιπαράθεσή της µε τη ∆ύση στο ευρωπαϊκό πεδίο.

«Οταν ένας παίκτης (η Ρωσία) µπορεί να µετακινεί σκόπιµα τις τιµές, δεν έχει νόηµα η έννοια ‘‘αφήνουµε τις αγορές να λειτουργήσουν’’. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να παρέχουν το πλαίσιο και να εποπτεύουν τις αγορές. Αντιµέτωπη µε µια εµφανέστατη χειραγώγηση της αγοράς, η κρατική παρέµβαση δεν δικαιολογείται απλώς, αλλά επιβάλλεται», υπογράµµισε στο σκεπτικό του.

Ασχετα, όµως, από το πού θα καταλήξουν οι διαβουλεύσεις στην Ευρώπη, η Ελλάδα σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει πλέον να υπολογίσει εκ νέου και επιπλέον την ενεργειακή «θωράκιση», µε δεδοµένο ότι έχει να αντιµετωπίσει δύο πολέµους. Εναν σε εξέλιξη επί του εδάφους της Ουκρανίας και έναν εν δυνάµει απέναντι στην επιθετική Τουρκία.

«Οπλο» της Ελλάδας είναι ο λιγνίτης, αποθέµατα του οποίου διαθέτει εν αφθονία στα εδάφη της και µάλιστα υψηλής ποιότητας. Μπορεί το 2018-2019 ο συνολικός σχεδιασµός να προέβλεπε επισπεύδουσα «απολιγνιτοποίηση», αλλά στις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να υπάρξουν δεύτερες σκέψεις ως προς το κατά πόσον κοντά στις ΑΠΕ, το LNG και τις ηλεκτρικές συνδέσεις µε Αίγυπτο και Ισραήλ η αξιοποίηση του λιγνίτη δίνει εθνική λύση µε ορίζοντα δεκαετίας. Μέχρι, δηλαδή, την εµπέδωση της εποχής του υδρογόνου. Στη βάση αυτή, η Ελλάδα στην ηλεκτροπαραγωγή θα µπορούσε να επενδύσει στα ειδικά φίλτρα και στην τεχνολογία για την παραγωγή ρεύµατος από λιγνίτη µε µηδενικούς ρύπους. Η επένδυση θα µπορούσε να είχε µορφή Σ∆ΙΤ, όπου το κράτος θα παραχωρούσε τον λιγνίτη και οι ιδιώτες την επένδυση στη νέα τεχνολογία στο πλαίσιο της ∆ΕΗ ή εκτός αυτής. Το όφελος από την πρώτη φάση θα ήταν η εξοικονόµηση των προστίµων για τους παραγόµενους σήµερα ρύπους -δεκάδες εκατοµµύρια- και περίπου 3.500 νέες θέσεις εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θα ακολουθούσε την πρακτική που ήδη έχουν θέσει σε πρόγραµµα Νορβηγία, Σουηδία, Ουγγαρία και Πολωνία µετά το ξέσπασµα της κρίσης.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 8 Οκτωβρίου 2022