Συνήθως στην Ελλάδα συζητάμε για την επιστροφή του «brain drain». Όσων έφυγαν δηλαδή από τη χώρα την εποχή των μνημονίων και αναζήτησαν καλύτερη τύχη στην αγορά εργασίας του εξωτερικού. Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες.

Ταυτόχρονα, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, αλλά σαν γενικά αποδεκτή αντίληψη μιλάμε για το υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης και εκπαίδευσης που έχουν οι νεότερες γενιές Ελλήνων. Πτυχία, μεταπτυχιακά, διπλώματα γνώσης ξένων γλωσσών. Όμως οι μεγάλες ξένες εταιρείες που έρχονται τώρα και επενδύουν στην
Οι ξένες εταιρείες που έρχονται τώρα και επενδύουν στην Ελλάδα, δεν βρίσκουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό
Ελλάδα, όπως για παράδειγμα οι αμερικανικές πολυεθνικές των τεχνολογιών, δεν βρίσκουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό για να αναλάβει παραγωγική εργασία μετά την πρόσληψή του. Αναγκάζονται να οργανώσουν ειδικά σεμινάρια εξειδίκευσης για τους νεοπροσλαμβανόμενους. Προφανώς γιατί στην Ελλάδα η πανεπιστημιακή γνώση δεν συνδέεται με την παραγωγή. Στην Ελλάδα, οι γονείς αλλά και το σύστημα αξιολόγησης της χώρας αγαπούν τα βιογραφικά και όχι την παραγωγική γνώση.

Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση με τα εμπλεκόμενα υπουργεία Εσωτερικών και Παιδείας προωθούν την αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα και την εξειδικευμένη γνώση, σε συνεργασία με κάποια από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο στην ανώτατη παιδεία. Ταυτόχρονα, εξελίσσονται σε πιο αντικειμενικά τα κριτήρια της ανάληψης μόνιμης θέσης στον κρατικό μηχανισμό. Όσο και να κάνει εντύπωση στη φιλοδοξία του έθνους και της κοινωνίας μας, ο πήχης εκκίνησης είναι εξαιρετικά χαμηλός. Σε πλήρη αντίθεση με αυτό που εκτιμούμε ως πλεονέκτημα.

Η πραγματικότητα

Ας δούμε ένα παράδειγμα από την πραγματικότητα. Πρόσφατα, μέσω ΑΣΕΠ προκήρυξε 822 θέσεις μονίμων η σημαντική και απαιτητική ως προς το έργο της Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Αίτηση για τον σχετικό διαγωνισμό έκαναν 25.000 άτομα. Τελικά συμμετείχαν σε αυτόν 11.000 άτομα με τα προαπαιτούμενα που προβλέπονταν. Από αυτά στις εξετάσεις που περιλάμβαναν τρεις τομείς, Γλώσσες, Δίκαιο και Λογιστική, πέρασαν τη βάση, που ήταν 6 στα 10, μόλις 257. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες πέρασαν κάτω από τον πιο χαμηλό «πήχη». Αποτέλεσμα, από τις 822 μόνιμες θέσεις οι 565 έμειναν κενές.

Θα περίμενε κάποιος ότι έπειτα από ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα υπήρχε διάχυτος προβληματισμός για το επίπεδο αυτών που δηλώνουν συμμετοχή για μια θέση στο Δημόσιο. Αλλά επειδή τα ελληνικά δεδομένα είναι διαφορετικά και οι αντιλήψεις εντελώς λανθασμένες, μια ομάδα των αποτυχόντων, με επιστολή προς το υπουργείο Εσωτερικών, ζητά μια «δεύτερη ευκαιρία». Δηλαδή μια νέα συμμετοχή στον διαγωνισμό, με όρους προσαρμοσμένους στο επίπεδο που μπορούν να αντιμετωπίσουν. Μικρότερης έκτασης ύλη, χαμηλότερη βάση από το 6.

Υπάρχει μια συγκυρία στην Ελλάδα που δημιούργησε η «κομματοκρατία» προηγούμενων δεκαετιών. Όταν όλα προσαρμόζονταν προς τα κάτω. Ούτως ώστε τα «παιδιά μιας κατώτερης μόρφωσης» να «τακτοποιούνται». Στη συνέχεια, δεν χρειαζόταν να δουλέψουν ιδιαίτερα για να πάρουν την προαγωγή και να διοικήσουν.
Όλο αυτό το περιβάλλον δημιούργησε προδιαγραφές χαμηλών προσδοκιών για τη μόρφωση, την εμπειρία, την παραγωγικότητα
Έφθαναν οι σχέσεις με το κόμμα και τα γραφεία υπουργών για να ανέλθουν. Όλο αυτό το περιβάλλον δημιούργησε προδιαγραφές χαμηλών προσδοκιών για τη μόρφωση, την εμπειρία, την παραγωγικότητα. Την αξιολόγηση εν γένει. Δεν αφορά μάλιστα αυτή η εμπλοκή μόνο τον δημόσιο τομέα. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις και τον ιδιωτικό, εξαιτίας διαφορετικών στρεβλώσεων. Στην παρούσα φάση μιλάμε για την Ελλάδα του 2030. Προϋπόθεση, προφανώς, είναι πού θα θέσουμε τον… πήχη της αποτυχίας.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 31 Ιανουαρίου 2023.