Περιμένοντας τον Μπλίνκεν στην Αθήνα
Έρχεται από τη ∆ιάσκεψη του Μονάχου για να συζητήσει το εγγύς µέλλον της επόµενης τετραετίας, όπου µια σειρά κρίσεων έρχονται να αλλάξουν τον κόσµο που ξέρουµε
Στις 20 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ θα βρίσκεται στην Αθήνα. Ισως να είναι και οι τελευταίες επίσηµες συνοµιλίες µεταξύ ΗΠΑ - Ελλάδας πριν από τις εκλογές. Ο Α. Μπλίνκεν έρχεται στην Ελλάδα προερχόµενος από τη Γερµανία, όπου συμμετείχε στην ετήσια συνεδρίαση της ∆ιάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, και από την Τουρκία, όπου η επίσκεψή του τελικά καθορίζεται εκ των πραγµάτων από τις επιπτώσεις και τη διαχείριση των συνεπειών των καταστροφικών σεισµών της 6ης Φεβρουαρίου. Οι συζητήσεις στην Τουρκία προβλέπονται µονοθεµατικές.
Σε αντίθεση, οι συζητήσεις στην Αθήνα είναι πολυσήµαντες και αρκετά προβλέψιµες, όχι µόνον ως προς το κλίµα, αλλά και ως προς τη θεµατολογία. Ουσιαστικά «κλείνει» ένας κύκλος που ξεκίνησε το 2019 µε την επίσκεψη του νεοεκλεγέντος τότε πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και σε επίπεδο Στέιτ Ντιπάρτµεντ µε την περίφηµη, εµβληµατική επίσκεψη του Μ. Ποµπέο στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο κ. Μπλίνκεν θα έχει συνοµιλίες µε τον Ελληνα οµόλογό του λίγο πριν από τις ελληνικές εκλογές πλέον, ανοίγοντας τον δ’ γύρο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ - Ελλάδας, δείχνει την προοπτική. Επίσης, το γεγονός ότι θα συναντήσει τον πρωθυπουργό, κ. Μητσοτάκη, αλλά και τον επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, κ. Τσίπρα, δεν δείχνει απλώς ένα «fair play» από την πλευρά της Ουάσινγκτον ενόψει των εκλογών, αλλά τη διάθεσή της να αντιµετωπίσει σε µια στρατηγική ενότητα το πολιτικό σύστηµα της χώρας ως προς τα κόµµατα διακυβέρνησης.
Η ανακοινωθείσα ατζέντα που θα απασχολήσει τις συνοµιλίες στην Αθήνα περιλαµβάνει τρεις άξονες: τη στρατιωτική συνεργασία, την ενεργειακή ασφάλεια και τη δέσµευση των δύο χωρών για την υπεράσπιση της ∆ηµοκρατίας. Οι συνοµιλίες Μπλίνκεν και ο δ’ γύρος του στρατηγικού διαλόγου ολοκληρώνουν µια περίοδο πολύ γόνιµη, ουσιαστική και µε πολλές προκλήσεις για τις διµερείς σχέσεις. Αξίζει να θυµηθούµε την αυτόβουλη διάθεση συνεργασίας µε τις ΗΠΑ σε τεχνολογίες 5G, που συµφώνησε ο Ελληνας πρωθυπουργός µε τον Αµερικανό πρώην πρόεδρο Ντ. Τραµπ και έφερε την Ελλάδα σε πολύ πιο στενή σχέση µε τις ΗΠΑ από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τις συνοµιλίες και τις διεργασίες που εξελίχθηκαν µέχρι να φθάσουµε στη Στρατηγική Συµφωνία που υπογράφηκε µεταξύ ∆ένδια και Μπλίνκεν το προηγούµενο καλοκαίρι. Μια συµφωνία που δίνει διαφορετική προοπτική στην ελληνοαµερικανική συνεργασία, που ξεπερνά κατά πολύ και συµπληρώνει στον µέγιστο βαθµό τις κλασικού τύπου σχέσεις µέσω της συµµαχίας του ΝΑΤΟ. Την τελευταία τετραετία µπορεί να χαρακτηρίζουν η παρουσία και η οµιλία του Ελληνα πρωθυπουργού στην κοινή συνεδρίαση της αµερικανικής Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι επιλογές της Ουάσινγκτον σε σχέση µε τους εξοπλισµούς της Τουρκίας µετά την προµήθεια του ρωσικού πυραυλικού συστήµατος S-400, η άρση του εµπάργκο όπλων σε βάρος της Κύπρου, η κοινή πορεία και αντίληψη µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι προβλέψεις και οι πραγµατικότητες στην ενεργειακή κρίση που προέκυψε στην Ευρώπη και ο ρόλος που απέκτησε και αποκτά το λιµάνι της Αλεξανδρούπολης.
Οµως, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που συνήθως αναδεικνύονται, που έχουν δηµιουργήσει τις συνθήκες της ποιοτικής αναβάθµισης στη συνεργασία των δύο χωρών. Οι σύµµαχοι στον πόλεµο και την ειρήνη ξαναβρίσκουν όλο και περισσότερο χώρο συνεργασίας µε µια σειρά από στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που αγχώνουν την Τουρκία, για παράδειγµα, ή την παρουσία αµερικανικών κολοσσών τεχνολογίας, µαζί µε σωρεία funds που επενδύουν ή χαρτογραφούν ευκαιρίες στη χώρα µας. Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, κατόρθωσε µέσα σε τέσσερα χρόνια µε παρρησία να ανατάξει τη δηµιουργική σχέση Ελλάδας µε ΗΠΑ της εποχής Παπάγου, αναστρέφοντας την καταστροφή για τις εθνικές µας προτεραιότητες και τη γεωπολιτική µας ισχύ των «ουδέτερων» και τελικά φοβικά «στατικών» πολιτικών ελληνικών ηγεσιών µισού αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να λησµονείται ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αρνήσεις συµµετοχής στις νέες αυτές στρατηγικές από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, άνοιξε τον δρόµο στη δική της θητεία στη διακυβέρνηση. Το αποτέλεσµα είναι ότι το παρόν σύστηµα ηγεσίας της χώρας δηµιουργεί µια πολιτική ενότητα από την πλευρά της Ελλάδας στη δοµική σχέση µε τις ΗΠΑ στο επίπεδο του πλέον «στενού συµµάχου». Κάτι που ενδιαφέρει την Ουάσινγκτον, και λογικά, αφού οι «µεγάλες πολιτικές» λειτουργούν στη βάση δεκαετιών και όχι στα στενά όρια της εκάστοτε κυβερνητικής θητείας. Και η Ελλάδα ιστορικά έχει να επιδείξει αστάθεια, ανατροπές και εµφυλίους. Φυσικά, ο Αµερικανός υπουργός Εξωτερικών δεν έρχεται στην Αθήνα από τη ∆ιάσκεψη του Μονάχου για να συζητήσει το παρελθόν.
Αλλά το εγγύς µέλλον της επόµενης τετραετίας, όπου µια σειρά κρίσεων έρχονται να αλλάξουν τον κόσµο που ξέρουµε. Κορυφαία µεταξύ αυτών η κλιµάκωση του ανταγωνισµού ∆ύσης - Κίνας, όπου η Ελλάδα έχει προεξοφλήσει τη στρατηγική της. Αλλά και τη νέα αρχιτεκτονική στο «τρίγωνο» της Αν. Μεσογείου, όπου η Ελλάδα έχει ηγετικό ρόλο, όπως και στη Βαλκανική, ή τη σηµαίνουσα θέση της στον χάρτη, που φθάνει στην Πολωνία και τις Βαλτικές.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 18 Φεβρουαρίου 2023
Σε αντίθεση, οι συζητήσεις στην Αθήνα είναι πολυσήµαντες και αρκετά προβλέψιµες, όχι µόνον ως προς το κλίµα, αλλά και ως προς τη θεµατολογία. Ουσιαστικά «κλείνει» ένας κύκλος που ξεκίνησε το 2019 µε την επίσκεψη του νεοεκλεγέντος τότε πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και σε επίπεδο Στέιτ Ντιπάρτµεντ µε την περίφηµη, εµβληµατική επίσκεψη του Μ. Ποµπέο στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο κ. Μπλίνκεν θα έχει συνοµιλίες µε τον Ελληνα οµόλογό του λίγο πριν από τις ελληνικές εκλογές πλέον, ανοίγοντας τον δ’ γύρο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ - Ελλάδας, δείχνει την προοπτική. Επίσης, το γεγονός ότι θα συναντήσει τον πρωθυπουργό, κ. Μητσοτάκη, αλλά και τον επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, κ. Τσίπρα, δεν δείχνει απλώς ένα «fair play» από την πλευρά της Ουάσινγκτον ενόψει των εκλογών, αλλά τη διάθεσή της να αντιµετωπίσει σε µια στρατηγική ενότητα το πολιτικό σύστηµα της χώρας ως προς τα κόµµατα διακυβέρνησης.
Η ανακοινωθείσα ατζέντα που θα απασχολήσει τις συνοµιλίες στην Αθήνα περιλαµβάνει τρεις άξονες: τη στρατιωτική συνεργασία, την ενεργειακή ασφάλεια και τη δέσµευση των δύο χωρών για την υπεράσπιση της ∆ηµοκρατίας. Οι συνοµιλίες Μπλίνκεν και ο δ’ γύρος του στρατηγικού διαλόγου ολοκληρώνουν µια περίοδο πολύ γόνιµη, ουσιαστική και µε πολλές προκλήσεις για τις διµερείς σχέσεις. Αξίζει να θυµηθούµε την αυτόβουλη διάθεση συνεργασίας µε τις ΗΠΑ σε τεχνολογίες 5G, που συµφώνησε ο Ελληνας πρωθυπουργός µε τον Αµερικανό πρώην πρόεδρο Ντ. Τραµπ και έφερε την Ελλάδα σε πολύ πιο στενή σχέση µε τις ΗΠΑ από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τις συνοµιλίες και τις διεργασίες που εξελίχθηκαν µέχρι να φθάσουµε στη Στρατηγική Συµφωνία που υπογράφηκε µεταξύ ∆ένδια και Μπλίνκεν το προηγούµενο καλοκαίρι. Μια συµφωνία που δίνει διαφορετική προοπτική στην ελληνοαµερικανική συνεργασία, που ξεπερνά κατά πολύ και συµπληρώνει στον µέγιστο βαθµό τις κλασικού τύπου σχέσεις µέσω της συµµαχίας του ΝΑΤΟ. Την τελευταία τετραετία µπορεί να χαρακτηρίζουν η παρουσία και η οµιλία του Ελληνα πρωθυπουργού στην κοινή συνεδρίαση της αµερικανικής Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι επιλογές της Ουάσινγκτον σε σχέση µε τους εξοπλισµούς της Τουρκίας µετά την προµήθεια του ρωσικού πυραυλικού συστήµατος S-400, η άρση του εµπάργκο όπλων σε βάρος της Κύπρου, η κοινή πορεία και αντίληψη µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι προβλέψεις και οι πραγµατικότητες στην ενεργειακή κρίση που προέκυψε στην Ευρώπη και ο ρόλος που απέκτησε και αποκτά το λιµάνι της Αλεξανδρούπολης.
Οµως, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που συνήθως αναδεικνύονται, που έχουν δηµιουργήσει τις συνθήκες της ποιοτικής αναβάθµισης στη συνεργασία των δύο χωρών. Οι σύµµαχοι στον πόλεµο και την ειρήνη ξαναβρίσκουν όλο και περισσότερο χώρο συνεργασίας µε µια σειρά από στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που αγχώνουν την Τουρκία, για παράδειγµα, ή την παρουσία αµερικανικών κολοσσών τεχνολογίας, µαζί µε σωρεία funds που επενδύουν ή χαρτογραφούν ευκαιρίες στη χώρα µας. Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, κατόρθωσε µέσα σε τέσσερα χρόνια µε παρρησία να ανατάξει τη δηµιουργική σχέση Ελλάδας µε ΗΠΑ της εποχής Παπάγου, αναστρέφοντας την καταστροφή για τις εθνικές µας προτεραιότητες και τη γεωπολιτική µας ισχύ των «ουδέτερων» και τελικά φοβικά «στατικών» πολιτικών ελληνικών ηγεσιών µισού αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να λησµονείται ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αρνήσεις συµµετοχής στις νέες αυτές στρατηγικές από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, άνοιξε τον δρόµο στη δική της θητεία στη διακυβέρνηση. Το αποτέλεσµα είναι ότι το παρόν σύστηµα ηγεσίας της χώρας δηµιουργεί µια πολιτική ενότητα από την πλευρά της Ελλάδας στη δοµική σχέση µε τις ΗΠΑ στο επίπεδο του πλέον «στενού συµµάχου». Κάτι που ενδιαφέρει την Ουάσινγκτον, και λογικά, αφού οι «µεγάλες πολιτικές» λειτουργούν στη βάση δεκαετιών και όχι στα στενά όρια της εκάστοτε κυβερνητικής θητείας. Και η Ελλάδα ιστορικά έχει να επιδείξει αστάθεια, ανατροπές και εµφυλίους. Φυσικά, ο Αµερικανός υπουργός Εξωτερικών δεν έρχεται στην Αθήνα από τη ∆ιάσκεψη του Μονάχου για να συζητήσει το παρελθόν.
Αλλά το εγγύς µέλλον της επόµενης τετραετίας, όπου µια σειρά κρίσεων έρχονται να αλλάξουν τον κόσµο που ξέρουµε. Κορυφαία µεταξύ αυτών η κλιµάκωση του ανταγωνισµού ∆ύσης - Κίνας, όπου η Ελλάδα έχει προεξοφλήσει τη στρατηγική της. Αλλά και τη νέα αρχιτεκτονική στο «τρίγωνο» της Αν. Μεσογείου, όπου η Ελλάδα έχει ηγετικό ρόλο, όπως και στη Βαλκανική, ή τη σηµαίνουσα θέση της στον χάρτη, που φθάνει στην Πολωνία και τις Βαλτικές.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 18 Φεβρουαρίου 2023