Πριν από περίπου τρεις δεκαετίες άρχισε μια μεγάλη συζήτηση μεταξύ κομμάτων, δεξαμενών σκέψης δημοσιογράφων - εκδοτικών συγκροτημάτων, επιστημόνων, τραπεζιτών, συνδικαλιστών για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα προκειμένου αυτή να μετεξελιχθεί σε ευρωπαϊκή χώρα. Η όλη συζήτηση, που πήρε στην πορεία θεολογικού δόγματος χαρακτηριστικά, συνδεόταν με τη Συμφωνία του Μάαστριχτ περί της νέας Ευρώπης, που προηγείτο και της λειτουργίας της ζώνης του ευρώ, που η «ανέτοιμη» παντελώς Ελλάδα φιλοδοξούσε να είναι από την αφετηρία τμήμα της. Φυσικά, η συζήτηση αναλωνόταν περί αναγκαίων και επειγόντων μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση ή τη λειτουργία του κράτους, τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, που έμοιαζαν την εποχή εκείνη με ρουσφετολογικού τύπου «τερατογένεση» και προπάντων για τις επενδύσεις στη βάση των κονδυλίων προσαρμογής. Ποσά δηλαδή προς διάθεση και πλουτισμό των «επιτηδείων» και της «διαπλοκής» που κυριαρχούσε σε εκείνη τη συγκυρία. Η συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων «βάφτισε» μια νέα γενιά πολιτικών τότε, συνταξιούχοι οι περισσότεροι σήμερα, με τον τίτλο του «εκσυγχρονιστή». Σημειωτέον ότι σε κάθε συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων, άσχετα με την εποχή και τη συγκυρία, εννοούμε την προσαρμογή σε ένα άλλο μοντέλο παραγωγής και διάχυσης του πλούτου, διοίκησης του κράτους, εταιρικής επιχειρηματικότητας, εξωστρέφειας, πολιτειακής συγκρότησης. Στην περίπτωση της Ελλάδας της δεκαετίας του 1990 η συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων έκρυβε έναν «μίτο της Αριάδνης», που δεν ήταν άλλος από την προσαρμογή της Ελλάδας σε όλες της τις εκφάνσεις στο γερμανικό μοντέλο.

Διάφοροι θαυμαστές του επονομαζόμενου «γερμανικού μεταπολεμικού θαύματος» θεωρούσαν, οι περισσότεροι με το πολιτικό ή οικονομικό «αζημίωτο», ότι στην επόμενη Ευρώπη ο κεντρικός στόχος της Ελλάδας θα ήταν να μετεξελιχθεί σε εξωχώρια «αποικία» της Γερμανίας, με λίγο άρωμα από Γαλλία ή Αμερική. Ακριβώς εξαιτίας της βαθιάς πεποίθησής τους αυτής ως προς τον κεντρικό στόχο, τη συζήτηση περί «μεταρρυθμίσεων» δεν τη συνόδευαν με μια δομική συζήτηση για την εξέλιξη του μεταπολεμικού παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας που είχε απορυθμισθεί, ώστε να γίνει λειτουργικό και αναπτυξιακό εντός της υπό συγκρότηση ευρωζώνης. Αλλά την εξέλιξαν «ορφανή», χωρίς οράματα και «μεγάλες ιδέες». Περιορίσθηκαν σε έναν μίζερο «μιμητισμό» με έκδηλα τα σύνδρομα εθνικής κατωτερότητας. Ακολούθησε το «πλιάτσικο» της δεκαετίας της «φούσκας» και της ευμάρειας, πασπαλισμένης με «διαπλεκόμενες» επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, για να φθάσουμε στην παγκόσμια κρίση του 2008 και την τελική εθνική κατάρρευση και χρεοκοπία του 2011.

Ας αφήσουμε το τι έγινε στα χρόνια των μνημονίων, μέχρι τον Αύγουστο του 2018 που ανακτά θεσμικά η χώρα την αυτοτέλεια των πολιτικών αποφάσεων. Ας ορίσουμε ως νέα αφετηρία τη γενικώς αποδεκτή ως πρώτη μεταμνημονιακή διακυβέρνηση, αυτή των εκλογών του 2019 με πρωθυπουργία Μητσοτάκη. Ο νέος πρωθυπουργός τότε και ο ίδιος εντασσόμενος στην κοινότητα των «μεταρρυθμιστών» έχει άλλη οπτική από την «κλασική», την πεπατημένη. Διαθέτοντας διεθνή εμπειρία, δεν πάσχει από το σύνδρομο του «Γερμανισμού». Στη διάρκεια της πρώτης θητείας του επιχειρεί εν μέσω μεγάλων διεθνών κρίσεων να συνδέσει τις «μεταρρυθμίσεις» με ένα νέο εθνικού τύπου και ιδιαιτερότητας παραγωγικό, αναπτυξιακό μοντέλο. Η χθεσινή περιοδεία του στην Ήπειρο δίνει το «στίγμα» της επόμενης προσπάθειας, όταν ο πρωθυπουργός θα επισκέπτεται τις παραγωγικές μονάδες όπως το νερό «Ζαγόρι» της Περιφέρειας στη βάση τους και όχι οι επιχειρηματίες τούς διαδρόμους της… εξουσίας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6/4/23