Πολλά έχουν ειπωθεί το τελευταίο διάστημα σχετικά με το ενδεχόμενο μιας ενδοτικής συζήτησης με την Τουρκία, με προσυμφωνημένες υποχωρήσεις από την πλευρά της Ελλάδας. Κάποιοι -όχι μόνο από τον χώρο της αντιπολίτευσης- επιδιώκουν να δημιουργήσουν «ρωγμές» στη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών με τον πρωθυπουργό τους για εκλογικούς λόγους, αλλά και κάποιοι γενικώς δημοσιολογούντες δημιουργούν κλίμα υποδοχής μιας συνθήκης τύπου «Πρεσπών του Αιγαίου», για λόγους που σχετίζονται ακόμη και με ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα. Ή εντάσσονται σε κέντρα επιρροής στο εξωτερικό που προσβλέπουν σε μια γρήγορη ελληνοτουρκική συμφωνία, αλλά και σε ένα «γκρίζο», αποστρατιωτικοποιημένο Αιγαίο. Ενδεχόμενο που δεν ικανοποιεί μόνον τα επιθετικά σχέδια της Τουρκίας, αλλά και τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ρωσίας, στον διεθνή συσχετισμό που δημιούργησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο πρωθυπουργός και επικεφαλής της Κεντροδεξιάς, Κ. Μητσοτάκης, δεν άφησε περιθώρια, στην πρώτη τηλεοπτική συνέντευξή του στην ΕΡΤ μετά την επανεκλογή Ερντογάν και τον διορισμό της νέας κυβέρνησής του, για τέτοιου τύπου «παρεξηγήσεις». Αλλά ούτε άφησε χωρίς σχόλιο και εθνικού προσανατολισμού παραινέσεις-επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ ειδικά, αλλά και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, που για μικροκομματικές σκοπιμότητες επιτρέπουν παίγνια κατασκοπείας και επιρροής στο τουρκικό Προξενείο της Θράκης και στα κλιμάκια των υπηρεσιών πληροφοριών της γείτονας χώρας σε βάρος της χώρας μας.

Σχετικά με τις συνομιλίες με την Τουρκία και τον πρόεδρο Ερντογάν, ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον κ. Κουβαρά εξήγησε: «Έχω ήδη πει δημόσια ότι θα ήθελα μια συνάντηση με τον πρόεδρο Ερντογάν. Θα έχουμε την ευκαιρία να βρεθούμε μαζί στο Βίλνιους της Λιθουανίας, για να επαναπροσδιορίσουμε τον οδικό χάρτη στον οποίο μπορούμε, κατά την άποψή μου, να κινηθούμε για τους επόμενους μήνες… Προσωπικά θα την επιδιώξω. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα συναντηθώ με τον πρόεδρο Ερντογάν, γνωριζόμαστε πια καλά. Αυτό έχει, νομίζω, μια αξία, γιατί και ο ίδιος γνωρίζει ποιες είναι οι δικές μου θέσεις κι εγώ γνωρίζω και τη δική του προσέγγιση». Σχετικά με το περιεχόμενο των συνομιλιών, ξεκαθάρισε, προς άρσιν κάθε παρεξηγήσεως: «Η Ελλάδα αναγνώριζε μία μόνο διαφορά για την οποία θα μπορούσε, όντως, να πάει με την Τουρκία στη Χάγη και αυτή είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, δηλαδή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο (σ.σ ούτε χωρικά ύδατα δηλαδή ούτε τίποτα άλλο από τα πονηρώς θρυλούμενα)». Και συνέχισε με απόλυτη σαφήνεια:

«Δεν θα ήμουν σε καμία περίπτωση διατεθειμένος να βάλω οποιοδήποτε άλλο γεωπολιτικό ζήτημα στην ατζέντα των συζητήσεων με την Τουρκία. Η Ελλάδα δεν συζητά ζητήματα στρατιωτικοποίησης ή αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και προφανώς δεν συζητά θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με την κυριαρχία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτά, δυστυχώς, αποτελούν συνεκτικό τμήμα της ρητορικής της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’. Άρα θα πρέπει και η Τουρκία να κάνει ένα βήμα πίσω, να αντιληφθεί και να επανέλθει, θα έλεγα, στην πολιτική των προηγούμενων ετών. Διότι οι διερευνητικές συζητήσεις γίνονταν με την Τουρκία για δεκαετίες, πάντα όμως με το ίδιο αντικείμενο. Αυτό το οποίο σας είπα. Μόνο τα τελευταία χρόνια η Τουρκία άρχισε να προσθέτει στο ‘‘μενού’’ των διαφορών -από τη δική της οπτική γωνία- ζητήματα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν είμαι διατεθειμένος, όχι μόνο εγώ αλλά πιστεύω κανείς Έλληνας πρωθυπουργός, να συζητήσει».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8/6