Το να συζητάς µε την Τουρκία για τις παραδοσιακές, χρονίζουσες διαφορές µεταξύ των δύο χωρών σε ζητήµατα κυριαρχίας στη βάση της «ατζέντας» της Αγκυρας είναι εξαρχής λάθος. Οχι το να συζητάς, αλλά το πώς «µπαίνουν» τα θέµατα στο τραπέζι. Κάθε τέτοιου τύπου διαπραγµάτευση καλώς ή κακώς αντιµετωπίζεται από τους τρίτους ως ένας συσχετισµός γεωπολιτικής ισχύος και ισορροπίας και όχι απλά ως µια άσκηση εφαρµογής του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, όπως θα ήθελε η Ελλάδα για τις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας, ή η Κύπρος ως προς τη λύση των ζητηµάτων κατοχής που έχει επιβάλει η Τουρκία, µε στρατιωτικό τρόπο, πριν από µισό αιώνα στο νησί. Η ελληνική διπλωµατία και πολιτική διοίκηση µπορεί να εκτιµά παραδοσιακά ότι το οπλοστάσιό της βασίζεται στο νέο ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας και, υπό την έννοια αυτή, µια προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης θα δώσει µια δίκαιη λύση. Οµως η ισχύς της Ελλάδας δεν περιορίζεται πλέον στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο αποκλειστικά, αλλά επεκτείνεται και στη σωστή γεωπολιτική στρατηγική της τελευταίας δεκαετίας σε σχέση µε τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ - σε κάθε περίπτωση, µε την τοποθέτησή της στον µεσογειακό χώρο στα σχήµατα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ αλλά και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος, που έχουν λειτουργήσει ως ολότητα, ανατρέποντας τα δεδοµένα και βελτιώνοντας τις συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης των εθνών στην περιοχή. Αυτή η εξέλιξη κεφαλαιοποιήθηκε πολλαπλά την τελευταία τετραετία επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αποκτώντας συγκεκριµένο σχήµα και λειτουργία µε τις διαδοχικές διµερείς συµφωνίες µε τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ η Ελλάδα επανεξοπλιζόταν στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωµατικά µετά την ταραχώδη και ερεβώδη δεκαετία της οικονοµικής και δηµοσιονοµικής κατάρρευσης.

Τώρα πλέον η πραγµατικότητα αυτή θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για τη συνέχεια της διεθνούς πολιτικής της χώρας, που θα της δώσει συγκεκριµένο επίπεδο ισχύος απέναντι στην επιθετικότητα και τη γεωπολιτική «ρώµη» που προβάλλει, ακόµη και αν τελικά δεν έχει, εξαιτίας και των λανθασµένων στρατηγικών επιλογών της µετά το 2012 και ειδικά µετά το 2016, η «παραδόπιστα ουδέτερη» Τουρκία.

Μιλώντας πιο συγκεκριµένα, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις προσπάθειες εµπέδωσης κλίµατος διαλόγου και ύφεσης µε την Τουρκία, η Αθήνα θα πρέπει να αναπτύξει εκ νέου έντονη δραστηριότητα και διάθεση να συµµετάσχει ως ιδρυτικό µέλος και να πρωταγωνιστήσει στη δηµιουργία µιας περιφερειακής µεσογειακής συγκρότησης, σε πλήρη εναρµόνιση µε τις ΗΠΑ και τις στρατηγικές τους, για την άρση των διαφορών µεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Σηµειωτέον ότι αυτό έχει ήδη συµβεί µε την τετραµερή σύγκλιση, «εταιρική σχέση», Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, ενώ οι ελληνικοί Ρatriot που καλύπτουν ζωτικές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας αποτελούν ένα πρώτης τάξεως «διαβατήριο» για τέτοιου τύπου εξελίξεις.

Ο στόχος δεν µπορεί να είναι άλλος, µε τα διεθνή δεδοµένα που έχουν δηµιουργηθεί µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την κλιµακούµενη ένταση µεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, από τη συγκρότηση µιας πολυµερούς και πολυεπίπεδης συµµαχίας, τύπου ΝΑΤΟ, συµπληρωµατικά, αλλά ανεξάρτητα από το Βορειοατλαντικό Σύµφωνο, αλλά και µιας χαλαρής ΕΟΚ σε εµπορικό, ενεργειακό και πολιτιστικό επίπεδο, µε έδρα τη Μεσόγειο. Σε έναν τέτοιο διακρατικό διεθνή οργανισµό, µε αφετηρία την τετραµερή συµµαχία της Μεσογείου, όπου ήδη ενεργά έχουν συγκλίνει τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, κρίσιµη είναι αρχικά η συµµετοχή της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και άλλων χωρών από τις αραβικές δυνάµεις του Κόλπου, όπως το Μπαχρέιν, το Οµάν, το Κουβέιτ και φυσικά η Ιορδανία. Στη συνέχεια ή και ταυτόχρονα, η επέκταση στο «µέτωπο» της Βορείου Αφρικής, µε τη συµµετοχή χωρών όπως η Τυνησία, το Μαρόκο, ο Λίβανος, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, και η Ανατολική Λιβύη, που θα δώσει λύση και στο failed state που προέκυψε µετά τον αφανισµό του Καντάφι.

Ο λόγος για ένα ΝΑΤΟ της Μεσογείου σε γεωπολιτικό - στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και µια οικονοµική ενότητα που θα αλλάξει το σύνολο των δεδοµένων στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, περιορίζοντας µεταξύ των άλλων τον ανάστροφο «∆ρόµο του µεταξιού», µε διείσδυση και διάσπαση της ∆ύσης που προωθεί η Κίνα. Σε µια τέτοια πραγµατικότητα, ισχυρό ρόλο θα έχουν οι ΗΠΑ από τους «µεγάλους παίκτες» και η Γαλλία από τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάµεις. Φυσικά, ενδιαφέρον θα έχουν και οι προθέσεις της Ιταλίας από τις ευρωπαϊκές δυνάµεις του Νότου. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ο ρόλος της Ελλάδας ως παλαιού µέλους του ΝΑΤΟ αλλά και ως µέλους της ευρωζώνης, όπως και η Κύπρος, θα «εκτοξευθεί» γεωπολιτικά και διεθνοπολιτικά, χωρίς να υπολογίζονται οι πολύ θετικές παράµετροι στην οικονοµία, τις επενδύσεις, το εµπόριο, τη ναυτιλία, τις τεχνολογίες και την πρωτογενή παραγωγή.

Πολλοί παραδοσιακοί κύκλοι επιρροής στην Αθήνα, όπως το «δίκτυο» ΕΛΙΑΜΕΠ, και άλλοι επάλληλοι αυτού, πρεσβεύουν ότι το µέλλον της Ελλάδας είναι συµπληρωµατικό µε την Τουρκία και ότι το «κλειδί» των εξελίξεων για τη γεωπολιτική προοπτική της χώρας µας είναι η εναρµόνιση, ακόµη και ο περισσότερο ή λιγότερο «έντιµος» συµβιβασµός µε την Τουρκία για τις ζώνες κυριαρχίας και οικονοµικής δικαιοδοσίας.

Είναι µια παρωχηµένη πλέον προσέγγιση στη µονοµέρειά της και, υπό την έννοια αυτή, επικίνδυνη. Πέρασε ένας αιώνας και µια πολύ σηµαντική τελευταία δεκαετία από τη συµφωνία Βενιζέλου - Ινονού, που είναι το όραµά τους για το µέλλον. Και το σηµαντικότερο: Η τότε συµφωνία δεν ίσχυσε ποτέ, µε ευθύνη της πάντα επιθετικής Τουρκίας...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 5/8